«Είναι ένα ιστορικό πρόσωπο». Αυτή ήταν η απάντηση που έδωσε η Τζόρτζια Μελόνι το 2006 σε μια εκπομπή της ιταλικής τηλεόρασης όταν της ζητήθηκε η γνώμη της για τον Μπενίτο Μουσολίνι. Η Μελόνι ήταν τότε 29 χρόνων.
Αλλά 16 χρόνια αργότερα, λίγο αφότου είχε ορκιστεί πρωθυπουργός της Ιταλίας, θα αντικαθιστούσε αυτόν τον σκοπίμως αποψιλωμένο χαρακτηρισμό με ένα απεταξάμην. «Δεν συμπάθησα ποτέ τον φασισμό» διακήρυξε την περασμένη Τρίτη στις προγραμματικές της δηλώσεις στην ιταλική Βουλή.
Διαβάστε επίσης – Ο λαϊκισμός και η εξαπάτηση των μαζών
Η αλλαγή στους τόνους και στην ουσία δεν πέρασε φυσικά απαρατήρητη. Αλλά ο πρωτοσέλιδος τίτλος «Μελόνι, η ισορροπίστρια» που αφιέρωσε την επομένη η εφημερίδα La Repubblica στη νέα πρωθυπουργό δεν σχετιζόταν με τα φασιστικά της νιάτα. Δεν είναι το παρελθόν που κατατρύχει τη γειτονική χώρα, αλλά το παρόν που την ανησυχεί. Και γι’ αυτό το παρόν η εφημερίδα εξηγούσε στους αναγνώστες της πως με την ομιλία της στη Βουλή η Μελόνι «επιχείρησε να καθησυχάσει την Ευρώπη».
Το ιταλικό casino
Είναι μια ανησυχία ευεξήγητη για μια χώρα όπου πιθανολογήθηκε το ενδεχόμενο ενός exit. Είναι η ίδια έξοδος με την οποία φλέρταρε η Ελλάδα σε μία από τις πιο δυστοπικές περιόδους της σύγχρονης ιστορίας της και η ίδια που επιδίωξε και πέτυχε η Βρετανία βιώνοντας τη δική της δυστοπία. Κάτω από αυτό το πρίσμα, Ρώμη, Αθήνα και Λονδίνο σχηματίζουν ένα σκαληνό τρίγωνο. Οπου, παρά τις διαφορές τους, μπορεί κανείς να διακρίνει όψεις ενός λαϊκισμού ματαιωμένου από τη σύγκρουσή του με την πραγματικότητα.
Στις τρεις πρωτεύουσες, ο λαϊκισμός έζησε έναν μικρό ή μεγαλύτερο θρίαμβο στις κάλπες αλλά μια σχεδόν ολοκληρωτική συντριβή στη συνέχεια. Ζώντας κάτω από το βάρος ενός αιώνιου χρέους, η «Αιώνια Πόλη» ανέθετε κάθε φορά τη σωτηρία της στους τεχνοκράτες της. Ο Μάριο Μόντι κλήθηκε να σώσει από τον γκρεμό την Ιταλία τον Νοέμβριο του 2011, ο Μάριο Ντράγκι να βάλει μια τάξη και να αποκαταστήσει το κύρος της τον Φεβρουάριο του 2021. Αυτό είναι το παράδοξο του ιταλικού casino: Το χάλι που δημιουργεί η πολιτική τάξη στις διάφορες λαϊκιστικές εκδοχές της έρχεται να μαζέψει μια άλλη τάξη που δεν προέρχεται από την πολιτική. «Δεν υπάρχει πρόβλημα πολιτικής νομιμοποίησης, αφού είναι οι ίδιοι οι πολιτικοί που καλούν τους τεχνοκράτες να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά» παρατηρεί πολιτικός αναλυτής με γνώση της ιταλικής πραγματικότητας. «Μπορεί όμως να πει κανείς πως υπάρχει τουλάχιστον μια σκιά δημοκρατικής νομιμοποίησης».
Αλλο η ψήφος, άλλο η κυβέρνηση
Ο ίδιος όμως φωτίζει και μια άλλη πτυχή του ιταλικού παραδόξου. «Οι Ιταλοί ψηφίζουν τα λαϊκιστικά κόμματα για να εκφραστούν με μια ψήφο διαμαρτυρίας. Θέλουν ωστόσο να τους κυβερνούν οι άλλοι. Τελευταίος μάρτυρας η δημοσκόπηση που είδε το φως της δημοσιότητας προ ημερών στην Ιταλία. Δεν έχει ακόμη καλά-καλά ορκιστεί, και η Μελόνι χάνει ήδη από τον Ντράγκι: το 45% των Ιταλών λέει πως η δική του κυβέρνηση είναι καλύτερη από τη σημερινή, ενώ μόνο το 36% έχει αντίθετη άποψη».
Η Μελόνι δεν έχει ασφαλώς εξαντλήσει τον λαϊκισμό της – μία από τις διαπρύσιες διακηρύξεις της ήταν πως η κυβέρνησή της δεν θα περιλαμβάνει τεχνοκράτες. Αν όμως το νήμα που συνδέει τις λαϊκιστικές δυνάμεις στην Ιταλία είναι ο αντιευρωπαϊσμός, τότε μπορεί να διακρίνει κανείς τα πρώτα ψήγματα της στροφής της προς τον πραγματισμό σε δύο κομβικές κινήσεις: Η μία είναι ο δίαυλος επικοινωνίας που άνοιξε με τις Βρυξέλλες με τη βοήθεια του Ντράγκι στον ρόλο του εγγυητή. Η δεύτερη ακούει στο όνομα Ραφαέλε Φίτο. Είναι ο νέος υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Ιταλίας. Και τον φιλοευρωπαϊσμό του δεν αμφισβητεί κανείς.
Στο πλήθος των καθησυχαστικών δηλώσεων που έχουν γίνει για τη σχέση της νέας κυβέρνησης της Ιταλίας με την Ευρώπη οι παρατηρητές εντοπίζουν μια αγωνία: Η Μελόνι φοβάται πως θα έχει την τύχη εκείνων των συναδέλφων της που δημιούργησαν πολιτικό κεφάλαιο καβαλώντας το κύμα του λαϊκισμού αλλά το ξόδεψαν εν ριπή οφθαλμού όταν συγκρούστηκαν με την πραγματικότητα. Η στροφή στον πραγματισμό από την αρχή της θητείας της, λένε, είναι ένας τρόπος να προλάβει το κακό.
Το φάντασμα του Brexit
Είναι το κακό που δεν πρόλαβε περίπου 1.800 χιλιόμετρα βορειοδυτικότερα η Λιζ Τρας. Η πραγματοποίηση της υπόσχεσής της πως θα μειώσει τη φορολογία των πλούσιων, την ώρα που το φάντασμα του πληθωρισμού πλανιόταν πάνω από το Λονδίνο, θα κόστιζε στη βρετανική οικονομία 45 δισ. στερλίνες. Το σοκ ήταν τεράστιο ακόμη και ως υποψία. Ετσι, η υπόσχεση κράτησε μερικές ημέρες και λίγο περισσότερες – μόλις 44 – η παραμονή της Τρας στον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ.
Για να δει όμως κανείς τη μεγάλη εικόνα πίσω από την περιπέτεια της βραχυβιότερης πρωθυπουργού στην ιστορία της Βρετανίας θα αναζητούσε μια λέξη: Brexit. Οι Financial Times είναι κατηγορηματικοί: «Τα αίτια του πρόσφατου καταστροφικού «μίνι» προϋπολογισμού μπορούν να εντοπιστούν στην απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Το οικονομικό κόστος του Brexit κρύφτηκε πίσω από την πανδημία και την κρίση στην Ουκρανία. Αλλά έξι χρόνια από τότε που η Βρετανία ψήφισε υπέρ της εξόδου, οι συνέπειες είναι σαφείς».
Ηταν Ιούνιος του 2016 όταν η Βρετανία ψήφισε υπέρ του Brexit. Είναι έξι χρόνια που ο αντιευρωπαϊκός λαϊκισμός κλιμακώνεται στη Βρετανία μέχρι την ταπεινωτική παραίτηση της Τρας από την πρωθυπουργία. Ο βρετανός ιστορικός Τίμοθι Γκόρντον Ας συνόψισε ως εξής αυτή την πορεία: «Τα τελευταία οκτώ χρόνια, υπό την ηγεσία αυτού του Συντηρητικού Κόμματος, η Βρετανία έπεσε από τον ρεαλιστικό ευρωσκεπτικισμό του Ντέιβιντ Κάμερον στο μέτριο-μαλακό Brexit της Τερέζα Μέι, από εκεί στο σκληρό Brexit του Μπόρις Τζόνσον και από εκεί σε ένα Brexit που υπήρχε μόνο στη φαντασία της Τρας». Συμπέρασμα; Η Βρετανία δεν εισέρχεται μόνο στην «εποχή του Ρίσι Σούνακ», του νέου πρωθυπουργού της Βρετανίας. Ζει και το «τέλος των ψευδαισθήσεων που είχαν καλλιεργήσει οι θιασώτες του Brexit».
Ο προπάτορας και οι άλλοι
Το «τέλος των ψευδαισθήσεων» είναι ένα κεφάλαιο της ιστορίας του Brexit που θα μπορούσε να επιγράφεται η «Η Λιζ και οι άλλοι». Αν όμως το καλοκαίρι του 2016 η Βρετανία έζησε μια μεγάλη στιγμή λαϊκισμού από την οποία τρομάζει να ξεμπερδέψει, τότε το κεφάλαιο θα μπορούσε να επιγράφεται «Ο προπάτορας και οι άλλοι». Τη λεγόμενη περίοδο των μνημονίων, ο Αλέξης Τσίπρας έζησε, ή μάλλον υπέστη, σχεδόν όλα όσα υπέστησαν οι άλλοι μετά από αυτόν. Καβάλησε το κύμα του λαϊκισμού για να κερδίσει τις εκλογές και να δηλώσει στη συνέχεια θύμα κι αυτός μιας ψευδαίσθησης – μιας «αυταπάτης», όπως είχε παραδεχθεί στη συνέντευξη Τύπου στη ΔΕΘ το 2019. Με το δημοψήφισμα του 2015, έναν χρόνο πριν από εκείνο της Βρετανίας, η Ελλάδα βρέθηκε όσο ποτέ άλλοτε κοντά σε ένα βίαιο exit και σε πολύ πιο καταστροφικές συνέπειες από αυτές που ζει σήμερα το Ηνωμένο Βασίλειο. Και όταν επιχείρησε να προλάβει το κακό, όπως η Τρας που απέσυρε τον μίνι προϋπολογισμό καρατομώντας τον υπουργό της των Οικονομικών, το πολιτικό του κεφάλαιο είχε ήδη ξοδευτεί.
Αντίθετα ασφαλώς από τη Λιζ Τρας που επέστρεψε στο σπίτι της, ο Αλέξης Τσίπρας είναι ακόμη εδώ. Αλλά ο Τσίπρας της επομένης του δημοψηφίσματος, και παρά την kolotoumba που έκανε εκείνος και δεν καταδέχθηκε να κάνει η Βρετανία, ήταν ήδη άλλος από τον Τσίπρα της αποδοχής του 80% στην κοινή γνώμη και της «υπερήφανης διαπραγμάτευσης» του Γιάνη Βαρουφάκη. Ακόμη και σήμερα, «υποβάλλεται σε διαρκή τεστ πραγματισμού» όπως παρατηρεί εκλογολόγος, «χωρίς να έχει καταφέρει έως τώρα να περάσει με επιτυχία το τεστ της σύγκρισης απέναντι στον βασικό του αντίπαλο». Η κοινή γνώμη, προσθέτει o ίδιος, «εξακολουθεί να δυσπιστεί, με αποτέλεσμα να υστερεί σε όλους τους τομείς της διακυβέρνησης».
Ο τεχνοκράτης βάρδιας
Ο Αλέξης Τσίπρας, από αυτή την άποψη, δεν βρίσκεται γεωγραφικά στην κορυφή του τριγώνου του ματαιωμένου λαϊκισμού, βρίσκεται όμως χρονικά. Και μπορεί να μη μοιράστηκε τον ίδιο αντιευρωπαϊσμό με τους Τόρις στη Βρετανία ή με το Κίνημα των 5 Αστέρων που σήμερα φυλλορροεί στην Ιταλία, δημιούργησε όμως ένα σκηνικό σύγκρουσης χωρίς να καλλιεργήσει έναν δίαυλο επικοινωνίας που στη χώρα του una faccia una razza εγγυήθηκε ο Ντράγκι. Αντίθετα, αγνόησε ακόμη και την προειδοποίηση κορυφαίου στελέχους της προηγούμενης από τη δική του κυβέρνησης πως «αν πας έτσι εκεί, θα φας το κεφάλι σου».
Στο μεταξύ στη γειτονική Ιταλία, και έχοντας κλείσει το μέτωπο της Ευρώπης, η ισορροπίστρια Μελόνι επιχειρεί να συντηρήσει τουλάχιστον ένα μέρος της ατζέντας που την έφερε στην εξουσία. Oχι στον Μουσολίνι, αλλά ναι στη σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική. Και ναι και σε μια οικονομική πολιτική που, σύμφωνα με τον ιταλικό Τύπο, «κλείνει το μάτι στους φοροφυγάδες». Μάλλον, μέχρι η πατρίδα να καλέσει τον τεχνοκράτη βάρδιας για να τη σώσει.