Ο Αντόνιο Γκράμσι έλεγε πως «όταν το νέο δεν γεννήθηκε ακόμη και το παλιό δεν έχει πεθάνει, ζούμε στην εποχή των τεράτων». Δεν ξέρω για το παλιό ή το νέο, αλλά στην Ελλάδα την εποχή των τεράτων τη ζήσαμε σε δεκαετή εκδοχή.

Εντελώς συμβολικά τελειώνει με τη δίκη της Χρυσής Αυγής. Μια εγκληματική οργάνωση με πολιτικό μανδύα, η οποία μπορεί να μην ήταν το μοναδικό τέρας της δεκαετίας, αλλά αποδείχτηκε σίγουρα το πιο αποκρουστικό.

Η κοινή μήτρα που γέννησε τα τέρατα ήταν η βαθιά διαταραχή της ελληνικής κοινωνίας από τη χρεοκοπία του 2010.

Να θυμίσω ότι στις εκλογές του 2009 τα τρία παραδοσιακά κόμματα (ΠαΣοΚ, ΝΔ, ΚΚΕ) είχαν πάρει 84,93%, σχεδόν έξι εκατομμύρια ψήφους.

Τριάντα δύο μήνες αργότερα, τον Μάιο 2012, με το ζόρι έφταναν το 40%. Οσα (περίπου) άθροισαν διάφορα αντισυστημικά και έως τότε περιθωριακά ή νεοεμφανιζόμενα κόμματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, οι ΑΝΕΛ, η Χρυσή Αυγή, οι Οικολόγοι κ.λπ. Πάνω από δυόμισι εκατομμύρια ψήφους.

Τα τέρατα γεννήθηκαν μέσα σε ένα κύμα οργής, φανατισμού, ανορθολογισμού και ανυποληψίας. Ενα κλίμα δυσπιστίας απέναντι στο παραδοσιακό πολιτικό σύστημα και στις κυρίαρχες συντεταγμένες της χώρας. Μια κατάργηση του ορατού και μια αμφισβήτηση του αυτονόητου.

Φυσικά τα τέρατα δεν ήταν όλα ίδια, ούτε πίστευαν στα ίδια, ούτε έκαναν τα ίδια. Συνέκλιναν όμως σε εκείνο που δεν ήταν.

Οταν μια ομάδα της Χρυσής Αυγής (Παππάς, Κασιδιάρης, Μίχος, Λαγός, Παναγιώταρος, Ματθαιόπουλος, Ζαρούλια – οι σημερινοί κατάδικοι…) επιτέθηκε το 2013 στο Mega και ο χυδαίος Παππάς κατούρησε στην πόρτα του σταθμού, σχεδόν αποθεώθηκε ακόμη κι από το… αριστερό Διαδίκτυο. «Καλά τους έκανε!».

Πόσοι δεν είπαν το ίδιο για το χαστούκι του Κασιδιάρη στην Κανέλλη; Ή για τους μάθητες που μούντζωναν τους επισήμους στις σχολικές παρελάσεις;

Αυτή η συλλογική διαταραχή, η ασυνάρτητη παράκρουση μιας πληγωμένης κοινωνίας, κόστισε ακριβά στη χώρα. Για την ακρίβεια, κόστισε δέκα χρόνια και ένα μεγάλο μέρος από την πρόοδο από είχε συντελεστεί την αμέσως προηγούμενη δεκαπενταετία.

Αυτό όμως είναι η ορατή πλευρά του φαινομένου. Η αόρατη είναι ότι έφερε στο προσκήνιο τα απόβλητα του παρασκηνίου. Στην πολιτική, στην οικονομία, στην κοινωνία, στη γειτονιά, στην πλατεία, στον Τύπο, παντού. Τα κατακάθια.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, μια ομάδα μπράβων της νύχτας και τραμπούκων της μέρας ντύθηκε πολιτικό κόμμα. Αλλού η εισβολή του υποκόσμου στον κόσμο πήρε άλλα χαρακτηριστικά.

Αλλά εκείνο που τους προσδιόριζε δεν ήταν τα χαρακτηριστικά, ακόμη λιγότερο η ιδεολογία που δεν είχαν. Ηταν η εισβολή.

Το κύμα σταδιακά άρχισε να ξεφουσκώνει. Και το θυμικό να εκτονώνεται. Ισως βοήθησαν και οι διαδοχικές εκλογές της περιόδου 2012-2015. Τέσσερις βουλευτικές, μία ευρωπαϊκή, μία δημοτική-περιφερειακή και ένα δημοψήφισμα μέσα σε τρία χρονια.

Τα τέρατα πήραν σιγά-σιγά τον δρόμο της επιστροφής στους υπονόμους από τους οποίους ξεχύθηκαν. Οι εκλογές του Ιουλίου 2019 έδιωξαν τη Χρυσή Αυγή από τη Βουλή – μια εξέλιξη πολύ πιο ουσιώδης από το αποτέλεσμα της δίκης, παρ’ όλο που ουδόλως με στενοχώρησε το δεύτερο…

Ολα σχεδόν τα κόμματα που γεννήθηκαν από την κρίση και μέσα στην κρίση έχουν πλέον επιστρέψει στην αφάνεια ή βιώνουν μια προϊούσα αποσύνθεση.

Τα τέρατα τελειώνουν. Το ζήτημα είναι αν στέρεψε και η μήτρα που τα γέννησε.

Δεν είμαι βέβαιος. Η επιστροφή στην κανονικότητα είναι ακόμη ασταθής, λίγο μετέωρη. Αλλωστε η υφέρπουσα παράκρουση εκδηλώθηκε τις τελευταίες μέρες και μέσα και έξω από την αίθουσα του Εφετείου.

Αλλά παραμένω αμετανόητα αισιόδοξος. Και τότε, στα δύσκολα. Και τώρα.

Θυμωμένοι
Στο ερώτημα «ποιος υποκινεί τις καταλήψεις» απάντησε η «Αυγή» με κύριο άρθρο (6/10). Εξήγησε πως «αυτό που υποκινεί τους μαθητές είναι ο θυμός». Μετά τους «αγανακτισμένους» και τους «ψεκασμένους» έχουμε λοιπόν και τους θυμωμένους.
Απλώς δεν είναι σαφές για ποιον λόγο θύμωσαν οι μαθητές μετά τις πολύμηνες θερινές διακοπές τους. Ούτε γιατί θύμωσαν σε κάποια σχολεία αλλά όχι σε κάποια άλλα. Ούτε πως τους πέρασε ο θυμός.
Υπάρχει βεβαίως η εξήγηση θυμωμένου μαθητή μέλους (κάποιου) συντονιστικού ο οποίος είπε ότι θύμωσε «για τα Ραφάλ».
Οταν τον ρώτησαν αν ξέρει τι είναι τα Ραφάλ, απάντησε κατηγορηματικά «πυρηνικά υποβρύχια»!
Μεταξύ μας κι εγώ στη θέση του θα θύμωνα.

Ηξερε η Μέρκελ;

Τη Δευτέρα 5 Οκτωβρίου ο ΓΓ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ βρέθηκε στην Αγκυρα. Συναντήθηκε με όλη την τουρκική ηγεσία και με τον πρόεδρο Ερντογάν. Την Τρίτη 6 Οκτωβρίου πραγματοποιήθηκε τηλεδιάσκεψη του Ερντογάν με την Ανγκελα Μέρκελ.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας η Τουρκία ανακοίνωσε ότι ανοίγει την Αμμόχωστο και τα Βαρώσια κατά παράβαση αποφάσεων του ΟΗΕ που αναφέρονται και στα πρόσφατα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Ερώτηση: Ο Στόλτενμπεργκ και η Μέρκελ ήταν ενήμεροι για την κίνηση του Ερντογάν;
˜ Αν ναι, μας κοροϊδεύουν.
˜ Αν όχι, τότε τους κοροϊδεύει ο Ερντογάν.
Ομολογώ ότι όλο και περισσότερο δυσκολεύομαι να αντιληφθώ τον ρόλο τους. Κι άντε να δεχθώ ότι ο Στόλτενμπεργκ ως ΓΓ του ΝΑΤΟ έχει μια υποχρέωση ισορροπιών απέναντι σε δύο χώρες-μέλη της Συμμαχίας. Αλλά η Μέρκελ τι υποχρέωση έχει; Και σε ποιον; Δεν ξέρω αν η πολιτική της μοιάζει ακατανόητη. Επί της ουσίας όμως μάλλον περιγράφει ένα μνημειώδες φιάσκο.
Η επιλογή προσεταιρισμού του Ερντογάν όχι μόνο δεν έχει αποτελέσματα αλλά σχεδόν καθημερινά ακυρώνεται από τον ίδιο τον Ερντογάν που η Μέρκελ επιδιώκει να προσεταιριστεί.
Το θεμελιώδες λάθος της είναι ότι δεν του έδωσε εγκαίρως να αντιληφθεί τα όριά της. Οτι δηλαδή ισορροπημένη και «αντικειμενική» (όπως ζητάει εκείνος) πολιτική μεταξύ δύο μελών της Ενωσης και μιας τρίτης χώρας δεν μπορεί να υπάρξει.
Ο Ερντογάν λοιπόν πόνταρε σε κάτι που η Μέρκελ δεν μπορεί να του εξασφαλίσει και η Μέρκελ μάλλον δημιούργησε την αίσθηση ότι υποσχόταν κάτι που δεν διέθετε.
Στην προκειμένη περίπτωση η γερμανίδα καγκελάριος οριακά κρατάει κάποιες (όλο και πιο δύσκολες) ισορροπίες μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλά ο Ερντογάν δεν θέλει τίποτα λιγότερο από εκείνο που θεωρεί ότι η Μέρκελ του υποσχέθηκε ή που νομίζει πως δικαιούται. Αποτέλεσμα; Μπλέξιμο.
Που θα γίνεται όλο και χειρότερο όσο δεν γίνεται κατανοητό στον πρόεδρο της Τουρκίας πως εκείνο που ζητάει προσκρούει στην ίδια τη λογική και την αρχιτεκτονική της Ενωσης.
Εκτός κι αν του το κάνουν σαφές. Αλλά εκείνος δεν θέλει να το καταλάβει.