Ο θάνατος της βασίλισσας Ελισάβετ βύθισε σε βαθιά θλίψη μια χώρα και μια εποχή.

Και οι δύο άλλωστε σφραγίστηκαν από την πλήρη ημερών ζωή της.

Στα εβδομήντα χρόνια της βασιλείας της, το Ηνωμένο Βασίλειο μετασχηματίστηκε από μια Βρετανική Αυτοκρατορία στην οποία «ο ήλιος δεν έδυε ποτέ» σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα στο πλαίσιο μιας Κοινοπολιτείας χωρών.

Το ίδιο διάστημα όλος ο πλανήτης άλλαξε εκ βάθρων. Εκείνος που αποχαιρετά την Ελισάβετ δεν έχει καμία σχέση με εκείνον που την υποδέχθηκε το 1952.

Λίγες ημέρες μετά την απώλεια του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο θάνατός της μάλιστα φαίνεται σαν να σφραγίζει συμβολικά και τελεσίδικα το τέλος ενός μακρόσυρτου 20ού αιώνα, του οποίου η Ελισάβετ υπήρξε κορυφαία προσωπικότητα.

Αν ο απολογισμός ενός ηγέτη σφραγίζεται από την προσφορά του, τότε ο καλύτερος απολογισμός και το ακριβέστερο μέτρο για τη βασιλεία της Ελισάβετ είναι η αγάπη, ο σεβασμός και η αναγνώριση του λαού της. Στη δόξα και στο πένθος.

Από την Πέμπτη ο λαός του Ηνωμένου Βασιλείου θρηνεί τη βασίλισσά του με εκδηλώσεις αφοσίωσης που δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για τα βαθιά αισθήματά του. Πέρα από τάξεις, κόμματα και πεποιθήσεις.

Είναι αλήθεια ότι η Ελισάβετ εκσυγχρόνισε (ίσως επανίδρυσε…) τη βρετανική μοναρχία. Τη μετέτρεψε σε έναν θεσμό ευρύτερης ακτινοβολίας, κάτι ανάμεσα σε ένα διακριτικό πολιτικό μέγεθος και μια οικογένεια celebrities.

Με τις καλές και τις κακές στιγμές τους.

Διότι τα εβδομήντα χρόνια βασιλείας της Ελισάβετ δεν ήταν μόνο ένα ατελείωτο garden party, με γάμους, ιπποδρομίες και δεξιώσεις.

Περιείχαν ικανό μερίδιο από τραγωδίες, αστοχίες, αποτυχίες και δράματα.

Η βασίλισσα όμως μπορεί να μην ήταν πάντα «victorious, happy and glorious» (που λέει ο αγγλικός εθνικός ύμνος), αλλά προσπάθησε να είναι πάντα βασίλισσα.

Στα εύκολα και στα δύσκολα, στην ευτυχία και στην τραγωδία, κινήθηκε με μια αίσθηση καθήκοντος απέναντι στο έθνος, το οποίο (κατά την καθιερωμένη έκφραση της βρετανικής Αυλής) «υπηρετούσε».

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μακρά βασιλεία της Ελισάβετ δημιούργησε νέα ερείσματα δημοφιλίας στη δυναστεία των Ουίνδσορ, από τα οποία θα επωφεληθούν και οι διάδοχοί της.

Χωρίς να κάνω τον ειδικό (που δεν είμαι), έχω την αίσθηση πως θεωρούσε ότι η ταύτιση της δυναστείας με το έθνος ήταν αυτονόητα μέσα στα καθήκοντά της. Δυναστική πολιτική ήταν η εθνική πολιτική.

Και γι’ αυτό κατά τη βασιλεία της δεν υπήρξαν ουσιαστικές συγκρούσεις, ούτε ρήξεις συμφερόντων μεταξύ των δύο. Κάτι το οποίο πλήρωσε ιστορικά με την άθλια δυναστική συμπεριφορά της η οικογένεια του συζύγου της στην Ελλάδα.

Στη συγκινητική αναφορά που έκανε για τον θάνατό της, ο Μικ Τζάγκερ λέει κάτι ωραίο. Πως από τις μαυρόασπρες εικόνες της στέψης της έως τα βαθιά γεράματά της, η βασίλισσα ήταν «πάντα εκεί» συνοδεύοντας τη ζωή του.

Πραγματικά. Ηταν πάντα στη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων που ουσιαστικά δεν έχουν γνωρίσει κάτι άλλο από εκείνην. Κάτι σαν γιαγιά πολλών γενεών.

Αν είναι αλήθεια λοιπόν ότι μαζί της τελειώνει μια εποχή, τότε δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί τόσοι άνθρωποι αποχαιρετούν με νοσταλγία και τη βασίλισσα Ελισάβετ αλλά και την εποχή που τελειώνει.

Υπερπαραγωγή

Δεν ξέρω τι θα βγάλει η Εξεταστική για τις υποκλοπές, αλλά προς το παρόν πάει για υπερπαραγωγή.
Μιλάμε για περίπου 90(!) μάρτυρες, μεταξύ των οποίων και ο Πρωθυπουργός. Φυσικά δεν ξέρω ούτε πόσοι θα κληθούν τελικά ούτε πόσοι θα εμφανιστούν ούτε πόσο θα μας διαφωτίσουν.
Προς το παρόν πάντως η σκέψη της αντιπολίτευσης να ανακηρυχθεί πλειοψηφία της επιτροπής μέσα από ένα προεδρείο όπου η κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα μετατρεπόταν σε μειοψηφία (ένας στους τρεις!) δεν απέδωσε.
Διότι στα μεγάλα κόλπα δεν αρκούν τα μεγάλα μυαλά. Χρειάζονται και μεγάλα κορόιδα.

Πώς το κάνουν;

Ομολογώ πως γίνεται όλο και πιο δύσκολο να μιλήσουμε για τη φύλαξη των ΑΕΙ. Και ο λόγος είναι (εντίμως το λέω…) απλός.

Κάποιοι άνθρωποι θεωρούν ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Και ότι υπάρχουν μόνο «ιδεολογικοί λόγοι» καταστολής.

Απόδειξη; Μια χαρά ζουν τα πανεπιστήμια όπου «η μέσης και μεγάλης έντασης εγκληματικότητα είναι στην πράξη ανύπαρκτη». «Κι ας λειτουργούν στέκια (σ.σ.: παράνομες καταλήψεις…) κι ας γίνονται διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες» (Ν. Φίλης, «Τα Νέα», 8/9).

Ο Φίλης έχει δίκιο. Η μέση και μεγάλη εγκληματικότητα όντως σπανίζει. Ούτε η Μαφία της Καλαβρίας ούτε το καρτέλ του Μεδεγίν ούτε η Αλ Κάιντα έχουν βάλει πόδι στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Απλώς εκεί δρουν συμμορίες που πλακώνουν, εκφοβίζουν ή τρομοκρατούν τους πρυτάνεις και τους συμφοιτητές τους.

Κι αυτό ένα 65-75% των συμπολιτών μας το θεωρεί πρόβλημα.

Αναφέρω ένα σχετικά ανώδυνο περιστατικό. Διάβασα πως στο Πάντειο έγινε ένα μεγάλο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Διεθνών Σχέσεων στο οποίο μετείχαν 1.200 σύνεδροι από 60 χώρες.

Το συνέδριο διακόπηκε από εισβολή ομάδας αναρχικών. Εκαναν παρέμβαση, πέταξαν τρικάκια και έβγαλαν λόγο με τις απόψεις τους.

Ο καθηγητής που περιγράφει το περιστατικό σημειώνει ότι η εισβολή αντιμετωπίστηκε με «κοινωνικά ευφυή τρόπο» και δεν είχαμε παρατράγουδα (Σ. Ρούσσος, 4/9).

Θα δεχθώ ότι έτσι έγιναν τα πράγματα, ανώδυνα και ακίνδυνα.
Και αναρωτιέμαι. Είναι άραγε φυσιολογικό και κανονικό μια ομάδα αναρχικών να διακόπτει με το έτσι

θέλω ένα διεθνές συνέδριο για να κάνει παρέμβαση;

Ετσι γίνεται στα διεθνή συνέδρια στο εξωτερικό;

Οποιος θέλει μπουκάρει στην Οξφόρδη, στο Πρίνστον ή έστω στη Σορβόννη και τη Χαϊδελβέργη να βγάλει λόγο; Και οι 1.200 σύνεδροι από 60 χώρες κάθονται και τον ακούν;

Στο παρελθόν μπορεί. Τις τελευταίες δεκαετίες δεν έχω ακούσει κάτι σχετικό.

Ωραία λοιπόν. Να καταργηθεί η πανεπιστημιακή αστυνομία, προσυπογράφω.

Αλλά επί της ουσίας: πώς το καταφέρνουν έξω, να το καταφέρουμε κι εμείς;