«Το κάναμε έτσι, για την πλάκα μας. Και τι έγινε;». Με διαταρακτική ειλικρίνεια τα λόγια αυτά δεν μας μιλάνε για μια κατεστραμμένη ομάδα παιδιών, μας μιλάνε για καθρέφτες. Είναι λόγια καθρέφτες. Οι καθρέφτες που σήμερα προτάσσονται στα νέα παιδιά για να δουν το πρόσωπό τους δεν είναι παραμορφωτικοί. Είναι πολλαπλά κομματιασμένοι.
Νέες κανονικότητες με ταχύτητα φωτός εγκαθίστανται. Ειδικές νεανικές μουσικές εξυμνούν τη βία, τα όπλα, τα ναρκωτικά. Γίνονται κομμάτι μιας κουλτούρας που αναζητά διεξόδους ζωής ενώ βρίσκεται συνεχώς αντιμέτωπη με διεξόδους θανάτου. Στα κοινωνικά δίκτυα οι δεκαπεντάχρονοι νταήδες φιγουράριζαν με όπλα, επιδεικνύοντας με υπερηφάνεια την πραμάτεια, τις αξίες της ζωής τους, την τοξική αρρενωπότητα, το νταηλίκι τους. Μήνες πριν από το συμβάν. Ποιος ανησύχησε; Ποιος φοβήθηκε; Μήπως οι γονείς; Μήπως οι δάσκαλοι, η γειτονιά, οι φίλοι;
Οι «δεν-είχαμε-ιδέα» οι «πέσαμε-από-τα σύννεφα» είναι εκείνοι που επιτρέπουν στην τάξη των πραγμάτων να διαιωνίζεται μέσα στη φρίκη της. Στο άψε σβήσε το «κάναμε την πλάκα» ενσωματώθηκε σε ένα νομιμοποιημένο σύμπαν. Κάνοντας τη δική του πλάκα θα καταγγείλει την πλάκα, αναγορεύοντάς την σε θέαμα. Σαν τα κοράκια, το φιλοθεάμον κοινό έπεσε στην «ηδονή» της είδησης. Τίποτα δεν είναι τόσο αδιανόητο ώστε να μην μπορεί να συμβεί. Και εν συνεχεία να μην μπορεί να γίνει τροφή θεάματος κι έτσι να αδειάσει από την όποια τραγικότητά του.
Ισως το πιο ακριβές λοιπόν θα ήταν να μιλούσαμε όχι για αποτροπιασμό, αλλά για το τέλος της εποχής του αποτροπιασμού.
Σε απόσταση αναπνοής από το Qatargate. Εκεί όπου παίζεται το άλλο παιχνίδι της αιμορραγούσας νομιμότητας. Το άθλιο χαμόσπιτο, ο τόπος μαρτυρίου, του θύματος στο Ιλιον, δεν θυμίζει σε τίποτα το λαμπερό Steigenberger ξενοδοχείο των Βρυξελλών, όπου πάνε κι έρχονται οι τροχήλατες βαλίτσες, που σαν την αυλή των θαυμάτων στην αίθουσα με τους παραμορφωτικούς καθρέφτες, μπαίνουν άδειες κι εξέρχονται φουσκωμένες έως ασφυκτικού θανάτου. Κι όμως, υπάρχει ένα μικρό κοινό κάτι στις δύο αυτές τόσο παράταιρες υποθέσεις: Η κραυγή των κακοποιημένων ιδεών. Της δικαιοσύνης, της αδελφοσύνης, της προστασίας των δικαιωμάτων του αδύναμου κι ευάλωτου, της καταπολέμησης της ατιμωρησίας κ.λπ. κ.λπ. Ολες οι μεγάλες, οι ευγενείς ιδέες που τσαλακωμένες αιμορραγούσες κείτονται ημιθανείς και μέσα από τα καταλύματα λαμπερών προέδρων, αντιπροέδρων, βοηθών, συγγενών και κραυγάζουν όπως το δεκαπεντάχρονο θύμα στο χαμόσπιτο: «Πονάω», «Βοήθεια». Σε ένα σκηνικό τρέλας δίχως να ακούγεται φωνή.
Το τέλος της εποχής του αποτροπιασμού συγγενεύει με μια αδιάπτωτη σκοτεινή επιθυμία αταραξίας. «Δεν-θέλω-να- ξέρω-αυτό-που-ξέρω». Ισως για αυτό η επιστροφή στην κανονικότητα επίκειται και παραμένει τόσο επιθυμητή. Είναι αυτή που, εν τέλει, μας προστατεύει: Εμποδίζει τον κόσμο να τελειώσει είτε με ένα κρότο είτε με έναν λυγμό.
*Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας, συγγραφέας.