Στο σκάνδαλο με τον βουλευτή Πάτση αναδείχθηκαν αρκετές πλευρές παρανομίας και αντιδεοντολογικής πρακτικής. Κάποιοι εστίασαν στην απευθείας ανάθεση που – αν και κυβερνητικός βουλευτής – πήρε από την κυβερνητικά διορισμένη Διοίκηση των ΕΛΤΑ για νομική εκπροσώπηση, η οποία του απέφερε πρωτοφανείς αμοιβές εντός της κυβερνητικής τριετίας. Αλλοι λοιδορούν το γεγονός ότι με 4,3 εκατ. ευρώ αγόρασε από συστημική τράπεζα μη-εξυπηρετούμενα στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια ονομαστικής αξίας 62 εκατ., τα οποία στη συνέχεια θα πωλούσε σε πλειστηριασμούς αποκομίζοντας και πάλι ένα θεόρατο κέρδος.
Κατά την άποψή μου και οι δύο ενέργειες είναι μεν καταδικαστέες, αλλά το μεγαλύτερο πρόβλημα υπάρχει όχι με τα ποσά αλλά με τον τρόπο που συντελέστηκε η απόκτηση των δανείων. Γιατί το μείζον θέμα είναι ότι τα δάνεια αποκτήθηκαν χωρίς ο βουλευτής να βάλει ούτε καν ένα δικό του ευρώ! Το ποσόν που χρειάστηκε για τη συναλλαγή τού το δάνεισε η ίδια η τράπεζα που εκποιούσε τα δικά της δάνεια και έτσι τον έκανε ευπρόσωπο κεφαλαιούχο και διαχειριστή της, με την άνεση να την ξεπληρώσει αφού ολοκλήρωνε τους πλειστηριασμούς των στεγαστικών και ενθυλάκωνε το κέρδος.
Εδώ εμφανίζονται οι δύο ελέφαντες της υποκρισίας που μερικοί προσπαθούν ματαίως να αγνοήσουν: ο ένας ελέφαντας είναι ότι στο σχήμα αυτό πρωταγωνιστικό ρόλο δεν παίζει μόνο ο Πάτσης αλλά εξίσου και η τράπεζα που έκρινε ως σώφρονα πρακτική να δανείσει έναν τύπο χωρίς κεφάλαια και χωρίς καμία επιχειρηματική εμπειρία για να της επιλύσει ένα θέμα με το οποίο η ίδια με τις υπηρεσίες και το κύρος της δεν τολμούσε να ασχοληθεί. Μάλιστα είναι παράδοξο που η μομφή επιπίπτει σε αυτόν που λαμβάνει το δάνειο, ενώ πάντα προέχει η ευθύνη αυτού που το χορηγεί!
Ούτε αυτό είναι όμως το κύριο ζήτημα. Ισως κάποιος θεωρούσε το ζήτημα σαν άλλη μία χαριστική και αδιαφανή ενέργεια προς έναν εκλεκτό της κυβέρνησης, αλλά δυστυχώς το γεγονός δεν είναι ούτε μεμονωμένο ούτε περιστασιακό. Αντιθέτως, είναι η κοινή πρακτική που ακολουθούν σχεδόν όλες οι συστημικές τράπεζες απέναντι στα κερδοσκοπικά επενδυτικά σχήματα που έχουν ενσκήψει στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα τα τελευταία χρόνια. Με ένα ελάχιστο κεφάλαιο 20.000-30.000 ευρώ στήνουν μια εταιρεία ειδικού σκοπού (SPV) και μετά εμφανίζονται στις τράπεζες ως άγγελοι που θα τις σώσουν από τα προβληματικά δάνεια.
Πώς ακριβώς δουλεύει η φάμπρικα; Οι τράπεζες θέλουν μεν να απαλλαγούν από την κληρονομιά των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά είτε δεν τολμούν να τα διαγράψουν εντελώς για να μην εμφανίσουν ζημιές στον ισολογισμό τους, είτε αναβάλλουν να κάνουν οι ίδιες τους πλειστηριασμούς για να αποφύγουν τις κοινωνικές αντιδράσεις και την πολιτική πίεση που αυτοί πυροδοτούν. Για τον λόγο αυτό καταφεύγουν όλο και περισσότερο στην εκχώρηση του μη εξυπηρετούμενου χαρτοφυλακίου προς επενδυτικές εταιρείες που το αποκτούν σε πολύ χαμηλές τιμές και μετά το διαχειρίζονται ανεξέλεγκτα.
Ετσι κυριάρχησαν οι λεγόμενες Εταιρείες Απόκτησης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις που οι τράπεζες δανείζουν απλόχερα για να τους πουλήσουν με τα δικά τους λεφτά τα προβληματικά δάνεια και να τα αποπληρώσουν όταν κάνουν κέρδη. Στην Ελλάδα τέτοιου είδους είναι το μεγαλύτερο μέρος των εταιρειών, σε αντίθεση με άλλα μέρη (π.χ. Ισπανία) όπου δεν ξεπερνούν το 10%. Μάλιστα, οι διαδικασίες είναι τόσο γρήγορες και γενναιόδωρες με αποτέλεσμα οι Εταιρείες Απαιτήσεων να πραγματοποιούν θηριώδεις αποδόσεις κερδοφορίας. Σε μία πρόσφατη σύγκριση βρέθηκε να έχουν έναν εντυπωσιακό μέσο όρο κερδοφορίας σε σύγκριση με άλλες χώρες: το EBITDA μιας εταιρείας στην Ελλάδα το πρώτο τρίμηνο του 2022 έφτασε στο 53%, ενώ στις Ιβηρικές χώρες είναι μόλις στο 4%.
Βλέπει λοιπόν κανείς ότι όσα καταλογίζονται στον Πάτση μπορεί να είναι μεν αντιδεοντολογικά λόγω της βουλευτικής του ιδιότητας, αλλά από άποψη ουσίας συνιστούν το κύριο μοντέλο διαχείρισης των προβληματικών δανείων από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, και αυτό ακριβώς είναι που θα πρέπει να αλλάξει άρδην.
Δυστυχώς όμως το πρόβλημα δεν τελειώνει εδώ, γιατί εμφανίζεται και ο δεύτερος ελέφαντας. Σύντομα μετά τον πακτωλό δανειοδότησης προς τις προσχηματικές Εταιρείες Απαιτήσεων οι τράπεζες διαπίστωσαν ότι δεν υπάρχουν στην αγορά πολλοί πρόθυμοι να αγοράσουν τα ακίνητα των πλειστηριασμών. Ετσι λοιπόν υιοθέτησαν μία ακόμα πιο ακραία τακτική, να δανείζουν και όσους ενδιαφέρονται να τα αποκτήσουν και μετά να εγγράφουν ως στοιχεία του ενεργητικού τους τα ίδια ακίνητα που είχαν και πριν, αλλά τώρα σε υποτιμημένες αξίες.
Υποτίθεται ότι ακολουθούν πιο αυστηρά κριτήρια χορηγήσεων για να μην πέσουν πάνω στους παλιούς ιδιοκτήτες που θα ήθελαν να τα επαναγοράσουν, αν και τίποτα δεν μπορεί να διασφαλιστεί αν εμφανιστεί κάποιο συγγενικό τους πρόσωπο ως δήθεν νέος ενδιαφερόμενος. Σε κάθε περίπτωση, είναι πρωτοφανές στη χρηματο-οικονομική ιστορία μία τράπεζα να χορηγεί τρεις φορές δάνεια για την απόκτηση ενός και του αυτού περιουσιακού στοιχείου: μία στον αρχικό αγοραστή που δεν πλήρωνε, μία στην εταιρεία για να το διαχειριστεί και μία στον νέο ενδιαφερόμενο για να πλειοδοτήσει στην απόκτησή του.
Το κόστος που επιφέρουν οι πρακτικές αυτές στην ελληνική οικονομία είναι τεράστιο. Καταρχήν, με τις εκτενείς πιστωτικές διευκολύνσεις που παρέχουν προς τις Εταιρείες Απαιτήσεων και τους δυνητικούς αγοραστές, οι ελληνικές τράπεζες δεσμεύουν ένα σημαντικό μέρος της ρευστότητας σε διαδικασίες διαχείρισης των προβληματικών δανείων αντί να κατευθύνεται προεχόντως στην πραγματική οικονομία και τις παραγωγικές επενδύσεις. Η δεύτερη και μονιμότερη στρέβλωση είναι ότι εκτρέφεται ένα οικοσύστημα κερδοσκοπίας με στόχο τις βραχυχρόνιες αποδόσεις που υπονομεύουν την εμπέδωση ενός κλίματος σοβαρής επενδυτικής προσπάθειας και επιχειρηματικότητας.
Τέλος, και ίσως πιο σημαντικό, οι πρακτικές αυτές οδηγούν σε μία αδιέξοδη και αναποτελεσματική αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αν οι τράπεζες είχαν εγκαίρως ανασκουμπωθεί στην αναζήτηση εφικτών λύσεων με τους δανειολήπτες, ίσως θα είχαν ρυθμίσει περισσότερα δάνεια με συναινετικές διαδικασίες, τα χρήματα που θα είχαν εισπράξει θα ήταν περισσότερα, και δεν θα χρειαζόταν να κάνουν όλα αυτά τα περίεργα ακροβατικά με αετονύχηδες και κερδοσκόπους.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός.