Οι διακοπές τελείωσαν, το καλοκαίρι ολοκληρώνεται, αλλά παρά τις πυρκαγιές και τις φιλότιμες επιθυμίες των αντιπάλων της η κυβέρνηση δεν έπεσε.
Ούτε θα μπορούσε, άλλωστε. Χρειάζονται πολύ περισσότερα για να ρίξουν μια κυβέρνηση.
Το καλοκαίρι του 2007 κάηκε η μισή Πελοπόννησος μαζί με 84 ανθρώπους και έναν μήνα αργότερα ο Κ. Καραμανλής ξανακέρδισε καθαρά τις εκλογές.
Φυσικά η κυβέρνηση τραυματίστηκε. Κουβαλάει πλέον πληγές και ουλές. Κουβαλάει και τη φθορά του χρόνου.
Αλλά αν κρίνουμε από τις πρώτες δημοσκοπήσεις, η κυριαρχία της δεν κλονίστηκε πραγματικά, ούτε υπάρχουν ενδείξεις μεταβολής των πολιτικών συσχετισμών και δεδομένων. Ο Μητσοτάκης διατηρεί ισχυρό προσωπικό πολιτικό κεφάλαιο και το δημοσκοπικό προβάδισμα του κόμματός του εξακολουθεί να κινείται σε ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα (GPO, 28/8).
Ο Πρωθυπουργός μάλιστα έκανε μια ιδιαίτερα επιθετική εμφάνιση στην κοινοβουλευτική συζήτηση για τις πυρκαγιές και αν κάποιος μετρούσε το σκορ, δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι ο Τσίπρας και η Γεννηματά την έβγαλαν καθαρή – το αντίθετο…
Η κατάληξη αυτή έχει μια διπλή ανάγνωση. Η κυριαρχία της κυβέρνησης είναι απόρροια της αδυναμίας της αντιπολίτευσης και αντιστρόφως. Αυτά πάνε μαζί, το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Την πέφτει ο Τσίπρας στον Μητσοτάκη για τις πυρκαγιές; Ο άλλος του πετάει στη μούρη το Μάτι.
Το ίδιο ισχύει και στο μέτωπο της πανδημίας. Κανείς φυσικά δεν θα ευχόταν να του συμβεί μια πανδημία στη θητεία του, προς Θεού. Αλλά αυτή η καταθλιπτική, σχεδόν μονοθεματική ατζέντα του τελευταίου εικοσαμήνου περισσότερο ενίσχυσε παρά αποδυνάμωσε την κυβέρνηση.
Ιδίως όταν καταφέρνει να πολιτεύεται στο όνομα μιας ευρείας κοινωνικής πλειονότητας, όπως τώρα με τους εμβολιασμούς. Κι όταν η ανόητη αμφισβήτηση της εμβολιαστικής προσπάθειας και η ακατανόητη ανοχή, ακόμη και η υιοθέτηση των «ανεμβολίαστων» από μέρος της αντιπολίτευσης, παίρνουν όλο και περισσότερο χαρακτηριστικά πολιτικής αυτοχειρίας.
Δεν ξέρω αν η αντιπολίτευση έχει δίκιο όταν μιλά για «διχασμό». Αλλά ακόμη και με όρους διχασμού, οι άλλοι είναι συντριπτικά περισσότεροι.
Οδεύοντας λοιπόν στον τρίτο χειμώνα της κυβερνητικης θητείας, δυσκολεύομαι να δω τι μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα στο δίπολο κυβέρνηση – αντιπολίτευση.
Ιδίως αν (όπως λένε οι προβλέψεις) οδηγηθούμε τους επόμενους μήνες σε κάποιον έλεγχο της πανδημίας και σε μια οικονομική ανάκαμψη. Ο,τι χρειάζεται δηλαδή ο Μητσοτάκης στη μακρά ευθεία προς τις εκλογές.
Κι αυτό φυσικά όχι επειδή η κυβέρνησή του αποτελεί το όγδοο θαύμα της οικουμένης – κάθε άλλο… Εχει πολλές αδυναμίες, κάνει λάθη, βρίσκεται αντιμέτωπη με αναρίθμητες αντιξοότητες κι αδεξιότητες.
Αλλά επειδή η αντιπολίτευση της έχει εκχωρήσει το γήπεδο της πραγματικής πολιτικής.
Πολιτεύεται μεροδούλι-μεροφάι με θυμωμένες ανακοινώσεις και οργισμένα tweets σε ένα περίκλειστο μειοψηφικό σύμπαν. Αν τους πάρεις στα σοβαρά, νομίζεις ότι η κυβέρνηση βρίσκεται καθημερινά στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Πώς να τους πάρεις μετά στα σοβαρά;
Ισως δεν είναι τυχαίο ότι η μοναδική διακριτή δραστηριότητα του ΣΥΡΙΖΑ (εσχάτως και της Γεννηματά…) είναι να βρίζουν τον Μητσοτάκη και όλο του το σόι. Δραστηριότητα ενδεχομένως συνηθισμένη σε κάποιο καφενείο αλλά ελάχιστα αποδοτική στην πολιτική.
Η κυβέρνηση λοιπόν δοκιμάστηκε και θα δοκιμαστεί και άλλο. Αυτή είναι η μοίρα της εξουσίας. Αλλά έως τώρα καταφέρνει και δεν χάνει το ριμπάουντ.
Είναι τόσο ικανή; Οχι. Απλώς οι άλλοι δεν μπαίνουν καν στον κόπο να το διεκδικήσουν.
Εξηγήσεις
Ομολογώ ότι δεν ήξερα τι είναι το «mansplaining». Το άκουσα για πρώτη φορά από τη Γεννηματά στη Βουλή. Αν κατάλαβα καλά, «mansplaining» είναι όταν ένας άνδρας (στην προκειμένη περίπτωση, ο Μητσοτάκης) προσπαθεί να εξηγήσει σε μια γυναίκα (τη Φώφη, δηλαδή) κάτι που εκείνη γνωρίζει καλύτερα από εκείνον. Να θυμίσω ότι η συζήτηση αφορούσε τις μεθόδους πυρόσβεσης! Και φυσικά το «mansplaining» έρχεται σε αντίθεση με την Καίτη Γκρέι, η οποία ως γνωστόν έχει τραγουδήσει το αξεπέραστο «Μια γυναίκα μόνο ξέρει να σου πει / μια γυναίκα που αγάπησε πολύ». Μόνο που για να είμαι ειλικρινής δεν γνωρίζω αν υπάρχει αντίστοιχος όρος στα αγγλικά!
Μάθημα ψυχρής πολιτικής
Για να είμαι ειλικρινής και παρόλο που δεν το περίμενα, ο πρόεδρος Μπάιντεν έδωσε ένα ψυχρό μάθημα «ρεάλ πολιτίκ» που θα ζήλευαν και οι μεγάλοι του είδους.
Διότι τα πράγματα επί της ουσίας είναι απλά.
Αν θέλεις να παίξεις το παιχνίδι, πληρώνεις την κάβα και παίζεις το παιχνίδι.
Αν δεν θέλεις να παίξεις το παιχνίδι ή να πληρώσεις την κάβα, τα μαζεύεις και πηγαίνεις σπίτι σου.
Στο Αφγανιστάν ο Μπάιντεν έκανε το δεύτερο. Τα μάζεψε κι έφυγε.
Εκανε σωστά; Εκανε λάθος; Θα το κρίνει η Ιστορία. Είναι βέβαιο όμως ότι η διεθνής εικόνα των ΗΠΑ υπέστη ένα βαρύ πλήγμα.
Οχι τόσο επειδή έφυγαν από το Αφγανιστάν. Αλλά επειδή είκοσι χρόνια μετρούσαν νεκρούς και ξόδευαν έναν σκασμό λεφτά χωρίς να καταφέρουν να φέρουν βόλτα μερικές χιλιάδες φανατικούς βαζιβουζούκους.
Ακόμη και φεύγοντας, η Αμερική υποτίθεται ότι άφησε πίσω της μια δύναμη 352 χιλιάδων πλήρως εκπαιδευμένων και εξοπλισμένων ανδρών του αφγανικού κυβερνητικού στρατού και των σωμάτων ασφαλείας. Απέναντι σε 60-70 χιλιάδες Ταλιμπάν (Afghanistan Papers).
Κολοκύθια τούμπανα!
Οι «εκπαιδευμένοι» και οι «εξοπλισμένοι» διαλύθηκαν σε μερικά εικοσιτετράωρα σχεδόν χωρίς να ρίξουν τουφεκιά ενώ τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη διέφυγαν στο εξωτερικό.
Η ήττα λοιπόν είναι πρωτίστως στρατιωτική, μετά πολιτική. Και προηγήθηκε της απόφασης του Μπάιντεν.
Επιβεβαιώνει άλλωστε έναν πάγιο κανόνα: κανείς ποτέ δεν κέρδισε έναν πόλεμο αν προηγουμένως δεν πολεμήσει. Οι κυβερνητικοί Αφγανοί καταφανώς δεν ήθελαν να πολεμήσουν. Και οι ισλαμιστές κέρδισαν το ματσάκι.
Αυτή η αυτονόητη διαπίστωση όμως δεν απαντά στο πρόβλημα.
Διότι η ουσία είναι η αναμέτρηση της Δύσης με ένα αναχρονιστικό και βίαιο πολιτικο-θρησκευτικό ρεύμα που απειλεί τις θεμελιώδεις αξίες του πολιτισμού της και τις βασικές αρχές της κοινωνίας της.
Σε αυτή τη σύγκρουση (όπως ίσως έλεγε κι ο Τσόρτσιλ) η αποχώρηση από το Αφγανιστάν δεν είναι ασφαλώς το τέλος, δεν είναι καν η αρχή του τέλους, αλλά μάλλον το τέλος μιας αρχής.