Τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, σε συνδυασμό με την εκδηλωθείσα αδιαφορία των πολιτών και τη μεγάλη αποχή που εκτινάχθηκε στο 58,61%, μετέδωσαν πολλαπλά σήματα κρίσεων στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Ορισμένοι μίλησαν τότε για συνθήκες ρευστοποίησης και είσοδο σε εποχή ευρύτερων ανακατατάξεων. Δεν είναι τυχαίο ότι έκτοτε οι περισσότερες των πολιτικών δυνάμεων περιέπεσαν σε κύκλο αμφισβητήσεων και εσωτερικών εντάσεων.

Πρώτο γεύτηκε την πίκρα των μετεκλογικών απογοητεύσεων το ΠαΣοΚ, η ηγεσία του οποίου αμφισβητήθηκε το ίδιο βράδυ. Με την επισημοποίηση των αποτελεσμάτων στελέχη του κόμματος έθεσαν ζήτημα αλλαγής ηγεσίας και απαίτησαν από τον κ. Ν. Ανδρουλάκη να επισπεύσει τις εσωκομματικές εκλογές. Ακολούθησε πολύμηνη αντιπαράθεση η οποία έληξε πρόσφατα με νικητή τον κ. Ανδρουλάκη, ο οποίος επανεξελέγη και πλέον ηγείται αναβαπτισμένος από τις εσωκομματικές κάλπες.

Στον ΣΥΡΙΖΑ η μετεκλογική κρίση οδήγησε σε έκπτωση αρχικώς του κ. Στέφανου Κασσελάκη από την ηγεσία του κόμματος και ακολούθως στην αποχώρησή του. Πλέον, με ψαλιδισμένα τα φτερά, οδεύει προς τη δημιουργία νέου κόμματος ή κινήματος και ο ΣΥΡΙΖΑ παλεύει ακόμη να εκλέξει νέο αρχηγό. Σήμερα μέλη του άλλοτε κραταιού κόμματος προσέρχονται με χαμηλές προσδοκίες στις εσωκομματικές κάλπες, καθώς τα εκπεμπόμενα σήματα και μηνύματα δεν επιτρέπουν μεγάλη αισιοδοξία για μαζική συμμετοχή.

Το πικρό ποτήρι των ευρωεκλογών

Η Νέα Δημοκρατία στις ευρωεκλογές έπεσε από το βάθρο του 41% που είχε κατακτήσει έναν χρόνο πριν, στο 28,31%, και σχεδόν αυτομάτως άρχισαν να τρέχουν κραυγές και ψίθυροι αμφισβήτησης του έως τότε πανίσχυρου και για ορισμένους ανίκητου Πρωθυπουργού. Επί πολλούς μήνες «έτρεχαν» κινήσεις και λόγια αμφισβήτησης του κ. Μητσοτάκη, με τους περισσότερους να θεωρούν δεδομένη την εκδήλωση εσωκομματικής κρίσης και στην κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία.

Οι κοινές εμφανίσεις των κ.κ. Σαμαρά και Καραμανλή, οι συνεχείς επικριτικές αναφορές του πρώτου για απομάκρυνση του κόμματος και της κυβέρνησης από τις λαϊκοφιλελεύθερες ρίζες της παράταξης, αλλά και οι προειδοποιήσεις του δευτέρου για τους κινδύνους που μπορεί να κρύβει η προπαρασκευαζόμενη ελληνοτουρκική προσέγγιση, επιβεβαίωναν τις αντιθέσεις και το υπόβαθρο της επερχόμενης εσωκομματικής σύγκρουσης.

Για πολλούς ήταν θέμα χρόνου. Κάποιοι υπολόγιζαν ότι η εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας θα προσέφερε την ευκαιρία εκδήλωσής της. Οι εξελίξεις ωστόσο επιταχύνθηκαν έπειτα από τη συνέντευξη του πρώην πρωθυπουργού και πρώην προέδρου του κόμματος κ. Αντ. Σαμαρά στο «Βήμα της Κυριακής», όπου πέραν των άλλων έθεσε θέμα απομάκρυνσης του κ. Γ. Γεραπετρίτη από το υπουργείο Εξωτερικών και πρότεινε τον κ. Κ. Καραμανλή για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Γιατί επέλεξε τη διαγραφή

Ο κ. Μητσοτάκης έκρινε ότι είχε την ευκαιρία να αντιμετωπίσει εγκαίρως τη σοβούσα εδώ και καιρό εσωκομματική κρίση και έτσι επέλεξε πάραυτα τη διαγραφή του κ. Σαμαρά από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος, ενεργοποιώντας ταυτόχρονα όλο τον προπαγανδιστικό μηχανισμό που έχει στη διάθεσή του προκειμένου να υπονομεύσει και ακινητοποιήσει τον άλλοτε πρωθυπουργό. Είχε εν τω μεταξύ προηγηθεί η σαρωτική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και είχε καταγραφεί επίσης η αναμενόμενη επίδραση της συντηρητικής στροφής στην Ευρώπη και στη χώρα μας βεβαίως.

Ο Πρωθυπουργός εκτίμησε προφανώς ότι ο, διατηρών επαφές με τον κύκλο του νέου αμερικανού προέδρου και έχων συγγενεύουσες απόψεις σε θέματα κουλτούρας και οικογενειακών αξιών, Αντώνης Σαμαράς θα ενίσχυε τη διεκδίκηση και την εσωκομματική πίεση σε βάρος του και έτσι έσπευσε να τον αποκόψει από το κόμμα και την όποια επιρροή του στην Κοινοβουλευτική Ομάδα.

Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι τόσο η κυβερνητική μηχανή όσο και ο ευρύς κύκλος των υποστηρικτών του Πρωθυπουργού συντονίστηκαν στη γραμμή του 1993, υπενθυμίζοντας με ένταση τον ρόλο του κ. Σαμαρά στην πτώση της κυβέρνησης του πατέρα του.

Ο κ. Μητσοτάκης θέλησε με αυτόν τον τρόπο να αποτρέψει τυχόν κινήσεις κοινοβουλευτικών φίλων του κ. Σαμαρά, γεγονός που χωρίς αμφιβολία δηλώνει την αγωνία του. Γνωρίζει καλά άλλωστε τη διεργασία που εξελίσσεται στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας και επίσης έχει συνείδηση ότι τα υπάρχοντα εθνολαϊκιστικά σχήματα υποαντιπροσωπεύουν τον εν λόγω κύκλο της επερχόμενης νεοσυντηρητικής στροφής.

Κοινώς ξέρει ότι μεταξύ Βελόπουλου, Λατινοπούλου και Νατσιού υπάρχει κενό και πως αν βρεθεί κάποια σοβαρή έκφραση θα επικρατήσει έναντι όλων αυτών και πιθανότατα θα έχει την ευκαιρία να διευρύνει την επιρροή της. Επιπλέον έχει την πεποίθηση ότι οι πολιτικές εξελίξεις στην παρούσα φάση της επερχόμενης πανευρωπαϊκά συντηρητικής στροφής θα κριθούν στον ευρύτερο χώρο της Κεντροδεξιάς και της Δεξιάς και ήθελε να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, όπως φανέρωσε και η εσπευσμένη αποκήρυξη της woke κουλτούρας μετά την επικράτηση του Τραμπ.

Κλειδί η στάση του Κώστα Καραμανλή

Η αλήθεια είναι πάντως ότι με το πλήθος των πρωτοβουλιών, προπαγανδιστικών και άλλων, που ανέλαβε «πάγωσε» τους φίλους και υποστηρικτές του κ. Σαμαρά. Οι δημόσιες εσωκομματικές αντιδράσεις στη διαγραφή του κ. Σαμαρά ήταν περιορισμένες έως ελάχιστες. Ακόμη και οι λαϊκοφιλελεύθεροι βουλευτές, όπως π.χ. ο Νικήτας Κακλαμάνης, που το προηγούμενο διάστημα αντιπολιτεύονταν την κυβέρνηση σιώπησαν χαρακτηριστικά, για να μην πούμε ότι στήθηκαν σχεδόν απέναντι στον Αντώνη Σαμαρά. Και πολλά θα κριθούν βεβαίως από τη στάση του Κώστα Καραμανλή.

Ωστόσο όσο και αν ο κ. Μητσοτάκης κατέστειλε επί του παρόντος τουλάχιστον τις όποιες κινήσεις, προπαρασκευζόμενες ή αυθόρμητες, το ρήγμα πρέπει να θεωρείται δεδομένο και ικανό να δίνει κατά καιρούς μικρούς ή μεγάλους σεισμούς και μετασεισμικές δονήσεις. Οσοι άλλωστε γνωρίζουν τον κ. Σαμαρά ξέρουν ότι είναι πείσμων και δύσκολα θα συμφιλιωθεί με τη διαγραφή του.

Τα θρυλούμενα παρά ταύτα περί δημιουργίας νέου κόμματος είναι προφανώς πρόωρα και πιθανώς διοχετεύονται επί σκοπώ. Θα χρειαστεί μάλλον αρκετός χρόνος για κάτι τέτοιο και μόνο αν όντως υπάρξουν οι πολιτικές προϋποθέσεις θα εκδηλωθεί σχετική κίνηση.

Οπως και να έχει όμως, και η Νέα Δημοκρατία εισήλθε σε περίοδο αμφισβητήσεων και αναζητήσεων. Η φθορά του κ. Μητσοτάκη είναι δεδομένη και καταγεγραμμένη. Και οι απώλειες επίσης. Πλέον δεν απολαμβάνει την ασυλία που χαρακτήριζε τη μέχρι τώρα κυβερνητική θητεία του. Ούτε βεβαίως μπορεί να υπολογίζει στην αμέριστη υποστήριξη των Μέσων που είχε εξασφαλίσει, ανεξαρτήτως πώς, όλα τα προηγούμενα χρόνια.

Και αυτή ακόμη η σκανδαλωδώς ευνοημένη ανώτερη επιχειρηματική τάξη αρχίζει να παίρνει αποστάσεις από τον άλλοτε εκλεκτό της σύμμαχο. Εσχάτως η μουρμούρα περισσεύει, ορισμένοι ήδη μιλούν για κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις και είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι κάποιοι θεωρούν ως δημοφιλέστερο υπουργό της κυβέρνησης τον διευθύνοντα σύμβουλο πολυσχιδούς και ανερχόμενης κατασκευαστικής εταιρείας…

Οπως και να έχει, όλα θα κριθούν από το περιβάλλον που θα διαμορφωθεί εντός και εκτός της χώρας, από το εύρος της νεοδημοκρατικής φθοράς και βεβαίως από την ανασύνταξη της αντιπολίτευσης. Κατά τα φαινόμενα η αυτοδυναμία του 2023 δύσκολα ξανακερδίζεται από τον κ. Μητσοτάκη και ο ίδιος, με τον χαρακτήρα που έχει, μάλλον δεν θα αντέξει τη βάσανο συγκρότησης μιας κυβέρνησης συνεργασίας…