«Τι έπαθες, παιδάκι μου; Επαθαν κάτι τα παιδιά; Τι συνέβη;». Θυμάμαι ακόμη την ταραχή μου μπροστά στο θέαμα αγαπημένης συναδέλφου να πλαντάζει στο κλάμα στην αυλή τής τότε κοινής επαγγελματικής μας στέγης. Ηταν τόσο ταραγμένη που με το ζόρι κατάφερε να αρθρώσει την αιτία της πρωτοφανούς της ταραχής. Η μεγάλη της κόρη τής είχε μόλις ανακοινώσει ότι θα μετακομίσει. Με θυμάμαι να γελάω τόσο που η εικόνα μού φέρνει σήμερα τόση ντροπή για την αναισθησία μου. Μα μου φαινόταν τόσο αστεία και ανεξήγητα υπερβολικό να κλαις που το 23χρονο παιδί σου κάνει το επόμενο βήμα! Με θυμάμαι να της αραδιάζω ένα σωρό μπούρδες για το πόσο χαρούμενη πρέπει να είναι που μεγάλωσε ένα παιδί ανεξάρτητο και έτοιμο να πάρει τη ζωή στα χέρια του, για το πόσο γραφική είναι η «ελληνίδα μάνα», μπλα μπλα μπλα…
Την εβδομάδα που μας πέρασε τα θυμήθηκα όλα αυτά. Και με μούτζωσα γιατί ό,τι κοροϊδεύεις το λούζεσαι. Νόμος.
«Σε κάθε ένα από αυτά τα γαντζάκια», μου είπε με τη γλυκιά καρτουνίστικη φωνή της η κυρία μας (σταμάτα να μιλάς στο πρώτο πληθυντικό!), η κυρία Φαίη, «θα βάλουμε κι από ένα καρτελάκι με το όνομα και τη φωτογραφία κάθε παιδιού. Οπότε μπαίνοντας ο Πάνος θα κρεμάει εκεί την τσαντούλα του». Νομίζω δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της. Τα έμπηξα. Πότε έγινε ο σπόρος άνθρωπος κανονικός που θα έχει τσάντα και θέση να την κρεμάσει; Πότε πρόλαβε κι απέκτησε ένα περιβάλλον νέο, καταδικό του με φίλους και δασκάλες και παιχνίδια που δεν του αγόρασα εγώ; Αυτό ήταν; Το κουβάρι που θα τελειώσει στα 18 του άρχισε μόλις να ξετυλίγεται χωρίς επιστροφή.
Εκείνος περιεργαζόταν τον χώρο. Δεν έκλαψε στιγμή. Ορμηξε λαίμαργα στα δωμάτια με τα παιχνίδια και τις ζωγραφιές και (ευτυχώς) δεν γύρισε να μου ρίξει ούτε μισή ματιά. Σου λένε τόσα και τόσα για το μεγάλο στοίχημα της προσαρμογής του παιδιού στον παιδικό σταθμό κι ούτε ένας δεν σε προετοιμάζει για αυτό που σε περιμένει εσένα τον ίδιο. Πώς να σου περιγράψουν όμως κάτι που ούτε εσύ μπορείς να κατατάξεις μέσα σου;
Καλή χρονιά στα μικρά μας. Είθε να ζήσουν τα σχολικά τους χρόνια πιο κανονικά απ’ ό,τι κύλησαν τα δύο προηγούμενα. Είθε να νιώθουν την ασφάλεια που θα τα κάνει να μη μας αναζητούν σε διαδρόμους και αυλές. Είθε κι εμείς να θυμίζουμε στον εαυτό μας όσα τόσο εύκολα λέγαμε στους συγκινημένους συναδέλφους, φίλους, περαστικούς για τους μικρούς, απαραίτητους και γόνιμους αποχωρισμούς μας.