Ηανακοίνωση του ονόματος της κυρίας Αικατερίνης Σακελλαροπούλου το απόγευμα της Τετάρτης ως της επομένης Προέδρου της Δημοκρατίας έδωσε ένα τέλος σε μια παρατεταμένη ονοματολογία, η οποία το μόνο που επιτύγχανε ήταν να φθείρει τον θεσμό, και εν τέλει και τον/τη νέο/νέα Πρόεδρο. Ωστόσο δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει ότι πρόκειται για μια από τις στρεβλώσεις του πολιτικού μας συστήματος η προνομία του πρωθυπουργού να επιλέγει μόνος αυτός την προσωπικότητα η οποία θα καταλάβει τον προεδρικό θώκο για τα επόμενα πέντε χρόνια. Και αποτελεί στρέβλωση, διότι ο εκλεγμένος πρωθυπουργός, ο δεύτερος τη τάξει θεσμός του πολιτεύματος, εισηγείται στο εκλεγμένο Κοινοβούλιο ποιον να αναδείξει πρώτο τη τάξει πολίτη της χώρας. Θεωρώ ότι αυτό το έργο θα μπορούσε ίσως να αναλάβει ένα Συμβούλιο εκ προσωπικοτήτων του πολιτικού και του πνευματικού κόσμου. Ενα εκλεκτορικό σώμα, το οποίο να εισηγείται στη Βουλή δύο υποψηφίους, και να αναδεικνύεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έπειτα από μυστική ψηφοφορία επί των δύο αυτών.
Ετσι θα αποφεύγεται η δυνατότητα του πρωθυπουργού να αναδείξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας ακόμη και πρόσωπο το οποίο να προέρχεται από τον στενό κομματικό του πυρήνα. Βεβαίως τα τελευταία χρόνια, και ειδικά μετά το 1995 όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου επέλεξε να προτείνει στη Βουλή τον εκ της αναθεωρητικής Δεξιάς προερχόμενο Κωστή Στεφανόπουλο, «θεσμοθετήθηκε» ως άτυπη αρχή ο νέος Πρόεδρος να προέρχεται από τον ευρύτερο χώρο της αντιπολιτεύσεως. Και εκ παραλλήλου να διαθέτει επιστημοσύνη, κύρος, αξιοπρεπή πορεία στον δημόσιο βίο, και δυνατότητα να «σταθεί» στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Να είναι μια προσωπικότητα που ενώνει και δεν διχάζει. Κάπως έτσι η χώρα ευτύχησε να έχει επί μία δεκαετία Πρόεδρο της Δημοκρατίας τον Κάρολο Παπούλια, ο οποίος τίμησε όσο κανείς το αξίωμα.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.