Η δυσχερής θέση στην οποία έχει περιέλθει η κυβέρνηση εξαιτίας της αποκάλυψης για την παρακολούθηση κυρίως του Νίκου Ανδρουλάκη, έρχεται να επιβεβαιώσει για πολλοστή φορά ότι στον κόσμο της πολιτικής το απρόβλεπτο πολλές φορές αποκτά μια δυναμική η οποία είναι δύσκολο να αντιμετωπιστεί. Με αυτό ως δεδομένο, μπορεί σήμερα να εκτιμηθεί ότι η πολιτική ζημιά που έχει υποστεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν είναι μεν επί του παρόντος ανεπανόρθωτη, αλλά είναι υπαρκτή. Και σοβαρή.
Υπ’ αυτή την έννοια, θα ανέμενε κανείς ότι το κύριο που θα έκανε η συγκεκριμένη κυβέρνηση, θα ήταν να παραδεχθεί καθαρά το λάθος της, να αναλάβει απολύτως και ευθαρσώς την πολιτική ευθύνη, και να δεσμευτεί ότι θα λάβει όλες τις πρωτοβουλίες, ίσως και με τη συναίνεση της αντιπολίτευσης, για να μην επαναληφθεί το φαινόμενο.
Αντί γι’ αυτό, τι παρακολουθούμε τις τελευταίες τέσσερις εβδομάδες, σχεδόν επί καθημερινής βάσεως;
Το ανήκουστο, να επιρρίπτονται ευθύνες στο θύμα της παρακολούθησης – εν προκειμένω στον κ. Νίκο Ανδρουλάκη, τον πρόεδρο του ΠαΣοΚ – διότι τάχα μου, δεν προσήλθε να ενημερωθεί για ποιον λόγο τον παρακολουθούσε ως (άκουσον, άκουσον) εθνικώς επικίνδυνο η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών της χώρας!
Είναι τραγικό ότι η κυβέρνηση, διά του Πρωθυπουργού δε, επιμένει στο «νόμιμο» της παρακολούθησης, επειδή είχε, λέει, την έγκριση της αρμοδίας προς τούτο εισαγγελικής αρχής. Παρακολούθηση, η οποία ζητήθηκε, υποστηρίζεται με κάθε σοβαρότητα, από δύο ξένες μυστικές υπηρεσίες. Στο ερώτημα δε, το αφελές, και γιατί έπρεπε η ΕΥΠ να προχωρήσει σε αυτού του είδους την εξυπηρέτηση σε δύο ξένες μυστικές υπηρεσίες, η απάντηση που δίνεται είναι εξοργιστική: στη βάση της… αμοιβαιότητας στην ανταλλαγή πληροφοριών!
Το οποίο σημαίνει ότι παραβλέπεται εντελώς η ιδιότητα του παρακολουθούμενου, διαγράφεται εξ ολοκλήρου η βούληση του ελληνικού λαού που τον ψήφισε, και υπάγεται αβασάνιστα όλο αυτό στη λογική ενός παζαριού πληροφοριών. Διερωτώμαι πραγματικά αν η ΕΥΠ θα υπέβαλλε ένα τέτοιο αίτημα για παρακολούθηση προς τη CIA για ένα μέλος του αμερικανικού Κογκρέσου ή στην Mi6 για κάποιον βρετανό αρχηγό κόμματος, και οι ιθύνοντες αυτών των υπηρεσιών θα το έπρατταν.
Λέγεται ότι ένα λάθος παύει να είναι λάθος όταν συμπληρώνεται από ένα δεύτερο. Η κυβέρνηση το έχει διαπράξει, υποστηρίζοντας την απίθανη θεωρία ότι αν ο Πρωθυπουργός γνώριζε την παρακολούθηση, τη… «νόμιμη» παρακολούθηση, του κ. Ανδρουλάκη, δεν θα την επέτρεπε. Εξ ου και απέλυσε τον αρχηγό της ΕΥΠ και τον διευθυντή του γραφείου του και στενότερο συνεργάτη του. Το οποίο σε απλά ελληνικά σημαίνει ότι ο κ. Μητσοτάκης θα παρανομούσε καταφανώς, σε βάρος της εθνικής ασφάλειας, για τα μάτια του κ. Ανδρουλάκη! Πραγματικά απίστευτος συλλογισμός, που δείχνει όμως ότι η κυβέρνηση είναι σε απόλυτη σύγχυση και αδυναμία να διαχειριστεί το ογκώδες πολιτικό πρόβλημα που της έχει προκύψει.
Το δεύτερο στοιχείο, που επιβεβαιώνει αυτή την εκτίμηση, αφορά σε κάτι που ελέχθη κατά τη σχετική συζήτηση στη Βουλή: ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε ότι στη διάρκεια της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έγιναν 54.000 παρακολουθήσεις!
Αλλά απέφυγε να εξηγήσει, στο όνομα ενός απορρήτου, το οποίο είναι πια κανονικό σουρωτήρι, τι αφορούσαν αυτές. Ο κ. Τσίπρας τον ρωτάει συνεχώς, αν πλην του κ. Ανδρουλάκη παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ πολιτικοί, δημοσιογράφοι και επιχειρηματίες. Εκείνος αφού γνωρίζει ότι επί ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έγιναν 54.000 «επισυνδέσεις», δεν έπρεπε να δηλώσει αν μεταξύ αυτών υπήρχαν πολιτικοί, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες κ.λπ.;
Το απέφυγε! Σε κάθε περίπτωση έδειξε μια ενοχική στάση, που συνοδεύτηκε από μισές αλήθειες και την απουσία μιας, της κύριας: ποιος ζήτησε και για ποιον λόγο την παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη; Κατά τη γνώμη μου, όσο το αποφεύγει τόσο θα επιτείνεται το πολιτικό πρόβλημα της κυβέρνησης. Αυτό είναι το δικό του πρόβλημα.