Θα έλεγε κανείς ότι μετά τις τουρκικές προκλήσεις στην 50ή επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και τις αποφάσεις του τουρκικού συμβουλίου ασφαλείας για αναγνώριση δύο κρατών η προοπτική επίλυσης του Κυπριακού απομακρύνεται. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
«Η μη λύση δεν αποτελεί λύση» λένε από κοινού Αθήνα και Λευκωσία και εάν δεν υπάρξει και τώρα πρόοδος στις διαπραγματεύσεις, τότε πάμε οριστικά στο καθεστώς μη λύσης, δηλαδή στη διχοτόμηση και στη δημιουργία δύο κρατών, κάτι που έως τώρα επιδιώκει η Αγκυρα.
Η έκθεση του ΟΗΕ
Ωστόσο, πληροφορίες από διπλωματικές πηγές στην Αθήνα σημειώνουν ότι το Κυπριακό εισέρχεται σε νέα φάση και ένα από τα πρόσωπα-κλειδιά της αναμενόμενης επανεκκίνησης των συνομιλιών ή της κινητικότητας, όπως λέγεται, είναι η κολομβιανή ειδική απεσταλμένη του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Μαρία Ανχελα Ολγκίν Κουεγιάρ, η οποία έχει ετοιμάσει την έκθεσή της για το Κυπριακό με «φρέσκες» ιδέες και προτάσεις, όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές.
Την έκθεση έχει ήδη λάβει από τις 10 Ιουλίου ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες και τη μελετά επισταμένως πριν προχωρήσει στο επόμενο βήμα. Ο γενικός γραμματέας εξετάζει τώρα τις συστάσεις της έκθεσης της κυρίας Ολγκίν προκειμένου να προτείνει τα επόμενα βήματα στον ελληνοκύπριο και στον τουρκοκύπριο ηγέτη.
Στο μεταξύ, η κυρία Ολγκίν ήρθε τρεις φορές από την ημέρα του διορισμού της στην Κύπρο στις αρχές Φεβρουαρίου χωρίς να καταφέρει να οργανώσει μια συνάντηση μεταξύ των δύο ηγετών, του Προέδρου Νίκου Χριστοδουλίδη και του κατοχικού ηγέτη Ερσίν Τατάρ.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως ο ρόλος της κυρίας Ολγκίν παύει να είναι καθοριστικός για την επανέναρξη των συνομιλιών. Η διπλωματική δουλειά που έχει κάνει έως τώρα προσφέρει τη δυνατότητα στον ίδιο τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ να αναλάβει μία πρωτοβουλία με ορόσημο σε λίγες εβδομάδες τον Σεπτέμβριο στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, προκειμένου να υπάρξει αρχικά μια κοινή συνάντηση των δύο ηγετών, μια τριμερής συνάντηση δηλαδή, λίγο πριν ή μετά τη Νέα Υόρκη.
Συνεπώς το ορόσημο είναι ο Σεπτέμβριος και στη συνάντηση που θα έχουν στη Νέα Υόρκη ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν. Η προετοιμασία της συνάντησης αυτής, που θα είναι πιο ουσιαστική από αυτήν που πραγματοποιήθηκε στην Ουάσιγκτον, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής για τα 75 χρόνια από την ίδρυση του ΝΑΤΟ, γίνεται από τους υπουργούς Εξωτερικών των δύο χωρών Γιώργο Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν.
Αλλά τι είναι αυτό που ανοίγει ένα μικρό παράθυρο αισιοδοξίας ώστε να υπάρξει μια κινητικότητα στο Κυπριακό, τη στιγμή που η Αγκυρα και το κατοχικό καθεστώς επιμένουν στη λύση των δύο κρατών ή στην ξεχωριστή κυριαρχία, όπως τώρα την ονομάζουν, και η τουρκική εθνοσυνέλευση ενέκρινε ψήφισμα για τη διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους;
Ισως το πιο σημαντικό είναι ότι εδώ και ενάμιση χρόνο δεν υπήρξε ένταση επί του πεδίου στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Κάποια προβλήματα που ενέσκηψαν (όπως η περίπτωση της Κάσου) λύθηκαν με διπλωματικό τρόπο και ο Ερντογάν στα κατεχόμενα απέφυγε απειλές, δεν έμεινε να παρακολουθήσει τη φιέστα των 50 πολεμικών στο κατεχόμενο λιμάνι της Κερύνειας και πέραν της επίθεσης που εξαπέλυσε εναντίον του Νίκου Δένδια δεν φάνηκε να μνημονεύει τις πάγιες τουρκικές θέσεις.
Πιέσεις από τη Λευκωσία
Η Αθήνα έχει κάθε λόγο να πιστεύει ότι τον Σεπτέμβριο η Αγκυρα θα δεχθεί την επανέναρξη του διαλόγου στο Κυπριακό. Η Λευκωσία άλλωστε πιέζει εδώ και αρκετούς μήνες τόσο σε επίπεδο ΟΗΕ όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης για να υπάρξει κάποια κινητικότητα σε σχέση με την επίλυση του ζητήματος. Διπλωματικές πηγές στην Αθήνα επιπλέον έλεγαν ότι η Αγκυρα μπορεί αυτή τη φορά να δεχθεί να καθίσουν οι δύο κοινότητες στο τραπέζι των συνομιλιών, χωρίς να βάζει εκ προοιμίου όρους για δύο ξεχωριστά κράτη, ωστόσο θα είναι η τελευταία φορά.
Αυτή η φράση «θα είναι η τελευταία φορά», που αναφέρει η Αγκυρα, αποτελεί οπωσδήποτε ένα είδος απειλής για την Αθήνα και τη Λευκωσία, γιατί εάν δεν υπάρξει πρόοδος και διακοπούν οι συνομιλίες, τότε η Αγκυρα θα θεωρεί τη μη λύση ως λύση με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα.
Δηλαδή το «τελευταία φορά» θα λογίζεται ως ένα νέο τουρκικό τελεσίγραφο προς την ελληνική πλευρά; «Οχι κατ’ ανάγκη» απαντούν έμπειροι διπλωμάτες, οι οποίοι περιμένουν ότι μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ θα ζητήσει να συγκληθεί τριμερής διάσκεψη (οι ηγέτες των δύο κοινοτήτων, παρουσία του ΟΗΕ) και να καλλιεργηθεί το έδαφος ώστε έπειτα από χρόνια ακινησίας στο Κυπριακό, οι ηγέτες να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι και να αρχίσουν να συνομιλούν.
Στην ουσία δεν θα γίνει τίποτα περισσότερο από μία επισκόπηση της κατάστασης, πώς φθάσαμε έως εδώ, γιατί σταμάτησαν οι συνομιλίες, ποιες προοπτικές υπάρχουν για το μέλλον, σύμφωνα και με την έκθεση της κυρίας Ολγκίν. Ισως σε δεύτερη φάση να ζητηθεί και πενταμελής διάσκεψη, με τη συμμετοχή και των δύο εγγυητριών δυνάμεων, για το Κυπριακό. Δεν θα πρέπει να αναμένεται, βεβαίως, εάν τελικά προχωρήσει ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ σε πενταμερή διάσκεψη, να καθίσουν και οι κ.κ. Μητσοτάκης και Ερντογάν μαζί με τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων.
Κατά πάσα πιθανότητα αυτοί που θα διαχειριστούν την πενταμερή από πλευράς Αθήνας και Αγκυρας θα είναι οι υπουργοί Εξωτερικών. Και εάν δεν συμβεί κάτι το απρόοπτο, τότε η κυρία Ολγκίν μπορεί επιστρέφοντας στην Κύπρο να συγκαλέσει διεθνή διάσκεψη για το Κυπριακό.
Το ζήτημα των βάσεων
Υπάρχουν, τέλος, ενδείξεις, πάλι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις διπλωματικών πηγών, ότι κάπως (όχι όμως τελείως) έχει καμφθεί η τουρκική εμμονή για δύο κράτη και ξεχωριστή κυριαρχία. Ισως στην ύστατη στιγμή να πρυτανεύσει μια λύση για χαλαρή συμβίωση των δύο κοινοτήτων, χωρίς σύνορα, με μια ιθαγένεια, αντί των άλλων λύσεων που είχαν προταθεί έως σήμερα και είχαν απορριφθεί.
Και κάτι ακόμα, στην Κύπρο λειτουργούν οι βρετανικές βάσεις, που αποτελούν κυρίαρχο βρετανικό έδαφος. Σε περίπτωση λύσης του Κυπριακού (έστω και με τη συνταγή της «χαλαρής συμβίωσης»), δεν είναι λίγοι στην Κύπρο που λένε ότι θα τεθεί και θέμα βρετανικών βάσεων.
Επεισόδιο στην Κάσο
Πώς λειτούργησε ο μηχανισμός αποφυγής κρίσεως
Υπήρξε προς στιγμήν ένταση ανοικτά της Κάσου, με την αιφνιδιαστική εμφάνιση τουρκικών πολεμικών πλοίων ανοικτά της νήσου των Δωδεκάνησων. Τα τουρκικά πλοία επέστρεφαν από την κατεχόμενη Κερύνεια μετά τη φιέστα της Αγκυρας με τους πανηγυρισμούς ντροπής για την 50ή επέτειο της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και επιχειρούσαν να εμποδίσουν ιταλικό πλοίο να διεξαγάγει έρευνες εντός της ελληνικής ΑΟΖ.
Ελληνικά και τουρκικά πλοία βρέθηκαν πάλι απέναντι θυμίζοντας άλλες εποχές κρίσεως όπως αυτή με το «Oruc Reis», όταν και τότε οι στόλοι των δύο χωρών βγήκαν στο Αιγαίο και βρέθηκαν αντιμέτωποι με κανόνες εμπλοκής.
Αυτή τη φορά όμως λειτούργησαν οι δίαυλοι επικοινωνίας σε διπλωματικό επίπεδο, λειτούργησε δηλαδή ο μηχανισμός αποφυγής κρίσεως που έχει θεσπισθεί ανάμεσα στην Αθήνα και στην Αγκυρα. Εγιναν λοιπόν οι απαραίτητες συνεννοήσεις ώστε να ολοκληρωθεί η αποστολή του ιταλικού ερευνητικού χωρίς εμπόδια.
Δεν είναι η πρώτη φορά που λειτουργούν αυτοί οι μηχανισμοί αποφυγής κρίσεως, κυρίως όταν υπάρχει κίνδυνος για τη δημιουργία θερμού επεισοδίου ή επέκτασης της έντασης. Το γεγονός ότι εδώ και ενάμιση χρόνο, από τους περυσινούς δηλαδή σεισμούς στην Τουρκία, δεν σημειώθηκαν κρίσεις επί του πεδίου στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και συνεχίζεται ο διάλογος, οφείλεται στους διαύλους επικοινωνίας, στους οποίους η Αθήνα επέμενε πως πρέπει να παραμένουν ανοικτοί ακόμα και σε δύσκολες περιόδους των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Δίαυλοι επικοινωνίας υπήρξαν κατά καιρούς ανοικτοί ανάμεσα στους πρώτους διπλωματικούς συμβούλους των Μητσοτάκη και Ερντογάν, δηλαδή ανάμεσα στην Ελένη Σουρανή και τον Ιμπραήμ Καλίν. Εν συνεχεία με την Αννα-Μαρία Μπούρα και τον Τσατάι Κίλιτς. Δίαυλοι επικοινωνίας υπήρχαν και με τους υφυπουργούς Κώστα Φραγκογιάννη (Θετική Ατζέντα) και Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου (πολιτικός διάλογος) με τον τούρκο ομόλογό τους.
Στόχος, όπως συνέβη και στην Κάσο, των διαύλων επικοινωνίας που είχαν αναπτύξει αμέσως τα υπουργεία Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας, ήταν οι συνεννοήσεις σε διάφορα επίπεδα ώστε να αποκλιμακωθεί η κρίση και να αποσυμφορηθεί η περιοχή από τα πολεμικά πλοία. Στόχος επετεύχθη κατά το υπουργείο Εξωτερικών.
Ετσι το ιταλικό ερευνητικό σκάφος κατάφερε να διανύσει όλη την απόσταση εντός της ελληνικής ΑΟΖ. Από τα 6 ναυτικά μίλια στα όρια της Κάσου, στα 6 ναυτικά μίλια της Καρπάθου. Ολοκλήρωσε τις διαδικασίες και επέστρεψε στο Ηράκλειο για ανεφοδιασμό, για αλλαγή πληρώματος και για καύσιμα.
Η ένταση κυρίως δημιουργήθηκε όταν η Τουρκία θέλησε να αποδείξει επί του πεδίου ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο παραμένει εν ισχύι και ότι με την κίνησή της αυτή η Αγκυρα θέλησε να αμφισβητήσει και την ισχύ της οριοθετημένης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου, όπως αυτή είχε συμφωνηθεί και υπογραφεί στις 6 Αυγούστου του 2020.