Το νομικό πλαίσιο της εξαγωγής του λογισμικού

Σε μία προσπάθεια να ξετυλιχθεί το «κουβάρι» του νομικού πλαισίου που διέπει την αδειοδότηση προϊόντων διττής χρήσης όπως είναι το λογισμικό Predator, διαπιστώνει κανείς ότι πρόκειται για σύνθετο ζήτημα. Αρχικά, το πόρισμα της επιτροπής PEGA του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τις υποκλοπές ανέφερε ότι αρμόδιος φορέας για τη χορήγηση αδειών εξαγωγής είναι το υπουργείο Εξωτερικών. Στην έκθεση γίνεται εκτενής αναφορά και στο νομικό πλαίσιο της Ελλάδας. Το χαρακτηρίζει αρκετά ισχυρό, όμως σημειώνει ότι «νομοθετικές τροποποιήσεις έχουν αποδυναμώσει κρίσιμες δικλίδες ασφαλείας και ο πολιτικός διορισμός σε βασικές θέσεις αποτελούν εμπόδιο για έλεγχο και λογοδοσία».

Επιπλέον, η δραστηριότητα και μόνο μιας εταιρείας παραγωγής λογισμικών κατασκοπείας στην Ελλάδα είναι παράνομη, σύμφωνα με το άρθρο 292Γ του Ποινικού Κώδικα που ψηφίστηκε το 2019.

Ποιος χορηγεί τελικά
την άδεια εξαγωγής;

Ως προς τη χορήγηση της άδειας εξαγωγής, τα πράγματα δεν είναι τόσο σαφή. Στον ιστότοπο της Γενικής Γραμματείας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Εξωστρέφειας του υπουργείου Εξωτερικών, αναφέρεται πως η υπηρεσία έχει την ευθύνη για «τη χορήγηση αδειών διακίνησης ελεγχόμενων ειδών (διττής χρήσης και ειδών συνδεόμενων με την άμυνα, κυνηγετικών, εκρηκτικών εμπορικής χρήσης), σύμφωνα με τον Ν. 2168/1993 (Α’ 147), καθώς και για τη διεξαγωγή των απαραίτητων ενδιάμεσων ενεργειών με τα συναρμόδια υπουργεία».

Από την πλευρά της, η ΑΑΔΕ επισημαίνει ότι το υπουργείο Ανάπτυξης και Επενδύσεων διαδραματίζει βασικό ρόλο στη χορήγηση αδειών εξαγωγής ειδών διπλής χρήσης, συμπεριλαμβανομένων των λογισμικών και της τεχνολογίας που δύνανται να χρησιμοποιούνται τόσο για πολιτικούς όσο και για στρατιωτικούς σκοπούς. Επιπλέον, σε ορισμένες «ευαίσθητες» περιπτώσεις, εμπλέκεται και το υπουργείο Εθνικής Αμυνας.

Πάντως στον κανονισμό της ΕΕ (2021/821) που αφορά τη θέσπιση ενωσιακού συστήματος ελέγχου των εξαγωγών, της μεσιτείας, της τεχνικής βοήθειας, της διαμετακόμισης και της μεταφοράς ειδών διπλής χρήσης, τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα και καταγράφονται αναλυτικά οι προϋποθέσεις και απαιτήσεις για τη χρήση αυτών των «προϊόντων».

Ειδικότερα, «δεν επιτρέπεται η εξαγωγή ειδών όταν: ο εξαγωγέας έχει ενημερωθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους στο οποίο διαμένει ή είναι εγκατεστημένος ότι τα συγκεκριμένα είδη προορίζονται ή ενδέχεται να προορίζονται, εν όλω ή εν μέρει: για χρήση που συνδέεται με παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των δημοκρατικών αρχών ή της ελευθερίας έκφρασης όπως ορίζονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μέσω τεχνολογιών υποκλοπής και διατάξεων μεταφοράς ψηφιακών δεδομένων, για την παρακολούθηση κινητών τηλεφώνων και γραπτών μηνυμάτων, καθώς και για τη στοχοθετημένη παρακολούθηση της χρήσης του διαδικτύου (κυρίως μέσω κέντρων παρακολούθησης και διαύλων νόμιμης υποκλοπής)».

Σε διεθνές επίπεδο, υπάρχει η μη δεσμευτική Συνθήκη του Βάσενααρ (Wassenaar Arrangement, 1996), που αφορά τις εξαγωγές και επικαιροποιήθηκε τελευταία φορά το 2013. Σύμφωνα με αυτή τα κράτη δεν θα πρέπει να εκδίδουν άδειες σε ιδιωτικές εταιρείες αν το προϊόν μπορεί «να χρησιμοποιηθεί για την παραβίαση ή την καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών». Σημειώνεται πως τη Συνθήκη του Βάσενααρ έχει υπογράψει η Ελλάδα, αλλά όχι η Κύπρος.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.