Η πολιτική ζωή του τόπου βρίσκεται από την προηγούμενη εβδομάδα σε γλιστερό έδαφος – δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό. Η υπόθεση των παρακολουθήσεων/υποκλοπών δεν έχει ακόμη εισέλθει στη φάση του «σκληρού ροκ», αυτό θα συμβεί όταν θα ανοίξει η Βουλή και θα συγκληθεί η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, αλλά και η Ολομέλεια όπου θα μιλήσουν οι πολιτικοί αρχηγοί. Το επόμενο στάδιο θα είναι η διαφαινόμενη σύσταση εξεταστικής επιτροπής που ήδη, με βάση τις ενδείξεις, μπορεί να εξελιχθεί σε παρωδία καθυστερήσεων και ανεξέλεγκτων διαρροών.
Τα τελευταία 24ωρα, όμως, η αίσθηση που δημιουργείται στον ευαισθητοποιημένο πολίτη είναι ότι διολισθαίνουμε σε ατραπούς επικίνδυνες. Το παρασκήνιο βράζει από πληροφορίες, φήμες και εικασίες για διαδρομές προσώπων σκοτεινές, ενώ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν ήδη παραταχθεί οι γνωστοί «στρατοί» είτε των έμμισθων τρολ είτε των (μάλλον όχι αθώων) εγκάθετων, διασπείροντας αυτόν τον οχετό που απωθεί όποιον διαθέτει έστω και στοιχειώδη (δημοκρατική) συνείδηση του τι ακριβώς διακυβεύεται εδώ.
Η κυβέρνηση επέλεξε μια απλή γραμμή άμυνας στο ζήτημα των υποκλοπών, η οποία όμως μένει να αποδειχθεί αν θα φανεί και αποτελεσματική. Κατ’ αρχήν, επικεντρώθηκε στη νόμιμη επισύνδεση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη που, σύμφωνα με όσα είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, «ήταν τυπικά επαρκής, όμως πολιτικά μη αποδεκτή». Θα μπορούσε κάποιος βέβαια να πει ότι αυτή η αποστροφή είναι μια νεότερη εκδοχή της διάκρισης μεταξύ «νομίμου» και «ηθικού», όπως παρατήρησε σε μία από τις καίριες δημόσιες παρεμβάσεις του ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Σε πολλούς κύκλους εντός και εκτός της χώρας μας, όμως, αυτή η γραμμή άμυνας δεν έπεισε, καθώς λείπουν οι σαφείς απαντήσεις. Η εικόνα της χώρας στο εξωτερικό επλήγη και δημοσιεύματα αρνητικά έχουν εμφανιστεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τη… Ρουμανία.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η κυβέρνηση επέλεξε να αφήσει τελείως εκτός του κάδρου το ζήτημα της χρήσης του λογισμικού παρακολούθησης (spyware) Predator με το οποίο επιχειρήθηκε να παγιδευτεί το κινητό του προέδρου του ΠαΣοΚ, αλλά είχε ήδη παγιδευτεί εκείνο του συναδέλφου δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη, τον οποίο επίσης είχε παρακολουθήσει μέσω της… νόμιμης επισύνδεσης η ΕΥΠ. Η επιλογή αυτή εγείρει εύλογα ερωτηματικά. Η κυβέρνηση έχει δηλώσει ότι δεν διαθέτει το εν λόγω λογισμικό. Την ίδια στιγμή όμως και παρά τα στοιχεία που έχουν δημοσιοποιηθεί, δεν έχει επιδιώξει να ελέγξει την εταιρεία που πουλά το λογισμικό, δηλαδή την Intellexa, η οποία με βάση νεότερες πληροφορίες εδρεύει στο Χαλάνδρι. Δεν μπορεί λοιπόν παρά να αναρωτηθεί κανείς: γιατί η νόμιμη επισύνδεση μέσω ΕΥΠ αξίζει περισσότερη έρευνα και προσοχή από την παρακολούθηση μέσω Predator; Τι διαχωρίζει τις δύο υποθέσεις; Δεν πρέπει να το μάθουμε;
Για όσους, ελαφρά τη καρδία, μιλούν περί του ρόλου των μυστικών υπηρεσιών σε μια δημοκρατική κοινωνία, αρκεί να θυμηθούν τις αντιδράσεις που προκάλεσε στις Ηνωμένες Πολιτείες η αλλαγή της νομοθεσίας στο πλαίσιο του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Υπάρχουν διαφορετικά μοντέλα εκεί έξω και πρέπει να μελετηθούν ώστε να βρεθεί τι χρειάζεται η Ελλάδα για να αποκτήσει πραγματικές μυστικές υπηρεσίες με ευθεία δημοκρατική λογοδοσία και που ίσως πρέπει να βασίζονται λιγότερο στις πληροφορίες τρίτων χωρών. Αλλο η συνεργασία, άλλο η εξάρτηση.
Υπάρχει, τέλος, το πολιτικό παζλ. Κρίσιμα κομμάτια αυτού του παζλ θα μετακινηθούν προσεχώς, ακόμη και αν το ζήτημα των υποκλοπών, για διάφορους λόγους και με διάφορους «τρόπους», πιεστεί προς τα κάτω στη λίστα της επικαιρότητας. Οι περίφημοι «κεντρώοι ψηφοφόροι» θεωρούνται περιζήτητοι ακριβώς λόγω της προσοχής που αποδίδουν, μεταξύ άλλων, σε θέματα δημοκρατίας, διαφάνειας και προστασίας της ιδιωτικότητας. Η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη επένδυσε σε αυτούς και το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο τον ένωσε μαζί τους. Νομοτελειακά, η ισχύς αυτού του μετώπου κάποια στιγμή θα εξέπνεε και το ερώτημα είναι ποιος μπορεί να εκφράσει αυτούς τους ανθρώπους εφόσον η εν λόγω σχέση ίσως διαρραγεί μόνιμα. Οπως θα έλεγαν και οι Αμερικανοί, «έχουμε νέο παιχνίδι στην πόλη»…