Η έντονη διπλωματική κινητικότητα που καταγράφει η Αγκυρα σε μια σειρά πεδίων, η άσκηση λεπτών ισορροπιών εκ μέρους της – όπως στον ρωσοουκρανικό πόλεμο – και η ολική επανάκαμψη σε διμερείς σχέσεις που η ίδια είχε φροντίσει να διαρρήξει (όπως με χώρες της Μέσης Ανατολής και του Κόλπου) δυσκολεύουν τους Δυτικούς να «αντιληφθούν» αυτό που οι Τούρκοι αποκαλούν «ιδιότυπη πολιτική ενεργητικής ουδετερότητας» και αφετέρου στο να διαγνώσουν τις επιδιώξεις της.
«Πόσο καιρό μπορεί η Τουρκία να παίξει και τις δύο πλευρές στον πόλεμο της Ουκρανίας;» διερωτάτο την περασμένη Πέμπτη η αμερικανική δεξαμενή σκέψης Atlantic Council. Την ίδια ημέρα πραγματοποιήθηκε συνάντηση των προέδρων Ουκρανίας, Τουρκίας και του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ (Βολοντίμιρ Ζελένσκι, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και Αντόνιο Γκουτέρες αντιστοίχως) στο Λβιβ για τις εξελίξεις του πολέμου. Ο Ερντογάν διεκδίκησε (εκ νέου) ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ Μόσχας και Κίεβου, ενώ φέρεται να πρότεινε στον Ζελένσκι συνάντηση με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Δύο εβδομάδες νωρίτερα, Πούτιν και Ερντογάν συναντήθηκαν στο Σότσι όπου συμφώνησαν στην αύξηση της συνεργασίας τους.
Ορισμένοι διεθνείς αναλυτές παρομοιάζουν την τουρκική στάση στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο με «γεωπολιτικό μποτιλιάρισμα», υπογραμμίζοντας ότι είναι μια πολιτική με κινδύνους και περιορισμούς. Εως τώρα πάντως η Αγκυρα δείχνει ότι μπορεί με σχετική άνεση να πατά σε αρκετές βάρκες. Το ερώτημα για την ίδια είναι κατά πόσο θα μπορέσει να συνεχίσει στο ίδιο μοτίβο και δεν θα χρειαστεί να διαλέξει πλευρά.
Ομαλοποίηση με «τρομοκράτες»
Εν τω μεταξύ η Αγκυρα συνεχίζει να επιδιορθώνει τις σχέσεις της με κρίσιμους δρώντες του εγγύς γεωστρατηγικού της περιβάλλοντος. Ετσι, μετά τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ήρθε η πλήρης αποκατάσταση των τουρκο-ισραηλινών διπλωματικών σχέσεων. Παρότι, μόλις τον Μάιο του 2021, ο κ. Ερντογάν αποκαλούσε το Ισραήλ «κράτος-τρομοκράτη».
Η πλήρης αποκατάσταση των διμερών σχέσεων Αγκυρας και Τελ Αβίβ και η επικείμενη επανατοποθέτηση πρέσβεων στις δύο πρωτεύουσες ύστερα από μια ταραχώδη – και οιονεί εχθρική – δεκαετία είναι αποτέλεσμα της επαναπροσέγγισης που «έτρεξε» έναν χρόνο και στο διάστημα του οποίου πραγματοποιήθηκαν εκατέρωθεν επισκέψεις σε διάφορα επίπεδα.
Δύο ξεχώρισαν: η επίσκεψη του ισραηλινού προέδρου Ισαάκ Χέρτζογκ (που ήταν ένθερμος υποστηρικτής της επαναπροσέγγισης) στην Αγκυρα τον περασμένο Μάρτιο και δύο μήνες αργότερα η επίσκεψη του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στην Ιερουσαλήμ, η πρώτη τούρκου υπουργού Εξωτερικών στο Ισραήλ επί μία δεκαπενταετία.
ΕΕ και ΗΠΑ χαιρέτισαν το γεγονός, με τον αμερικανό σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας Τζέικ
Σάλιβαν να κάνει λόγο για ενέργεια που «θα φέρει αυξημένη ασφάλεια, σταθερότητα και ευημερία».
«Επανασύνδεση» και με Συρία;
Την ίδια στιγμή ο τουρκικός Τύπος «βοά» ότι επίκειται εξομάλυνση και των τουρκοσυριακών σχέσεων. Οι πρόσφατες δηλώσεις Τσαβούσογλου ότι η Αγκυρα προτίθεται να παράσχει «κάθε είδους υποστήριξη στο έργο του καθεστώτος (σ.σ. του Μπασάρ αλ Ασαντ)» στον αγώνα εναντίον των Κούρδων (PKK και YPG) αλλά και ότι συναντήθηκε με τον σύρο ομόλογό του στο Βελιγράδι ενίσχυσαν τις φήμες.
Για την Αγκυρα η συμφιλίωση με τη Δαμασκό είναι σημαντική για μια σειρά λόγους και έχει άμεση συνάρτηση και με τη στάση της στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. «Ο πόλεμος της Ουκρανίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον πόλεμο στη Συρία, επειδή χρειάζεται την ανοχή της Μόσχας στην ασφαλή ζώνη στη Βορειοανατολική Συρία που διατηρεί την αντιπολίτευση κατά του Μπασάρ αλ Ασαντ και προσφέρει ελπίδα για επανεγκατάσταση μερικών από τα 4 εκατομμύρια σύρους πρόσφυγες σήμερα στην Τουρκία» σημείωσε η Μπρέντα Σέιφερ. Εν όψει εκλογών, τα 4 εκατομμύρια Σύροι που διαμένουν στην Τουρκία έχουν αναχθεί σε πολιτικό ζήτημα, με την αντιπολίτευση να διαμηνύει ότι μόλις αναλάβει την εξουσία «θα τους στείλει στο σπίτι τους».
«Εάν εξομαλυνθούν οι σχέσεις Τουρκίας – Συρίας, θα είναι δυνατόν να εξαλειφθούν οι μαχητές του ΡΚΚ που είναι εξοπλισμένοι και είναι εγκατεστημένοι από τις ΗΠΑ στο συριακό έδαφος. Επιπλέον, συνεργαζόμενοι με το νόμιμο συριακό καθεστώς, μπορούμε να κάνουμε την πόλη του Χαλεπιού ξανά κατοικήσιμη. Εάν το Χαλέπι, μια πόλη 6 εκατομμυρίων κατοίκων, αποκατασταθεί στην πρότερη κατάστασή της, οι περισσότεροι σύροι πρόσφυγες στην Τουρκία θα επιστρέψουν σε αυτή την πόλη» έγραψε η εφημερίδα «Sabah» που απηχεί κυβερνητικές απόψεις.
Το αλαλούμ με τους S-400 και η αντίδραση των ΗΠΑ
Εντονη αμερικανική αντίδραση, απειλή νέων κυρώσεων στην Τουρκία και μια… περίπου διάψευση επέφερε το δημοσίευμα του ρωσικού πρακτορείου Tass ότι η Μόσχα θα προμηθεύσει την Αγκυρα και με δεύτερη συστοιχία του αντιαεροπορικού συστήματος S-400. Οι Τούρκοι ισχυρίστηκαν ότι δεν υπάρχει νέα συμφωνία και ότι η αρχική έκανε λόγο για παράδοση δύο συστοιχιών. Το παράδοξο είναι ότι το ρωσικό δημοσίευμα και η διάψευση της Αγκυρας έγιναν την ημέρα που αξιωματούχοι του τουρκικού υπουργείου Αμυνας βρίσκονταν στις ΗΠΑ για να συζητήσουν το ενδεχόμενο αναβάθμισης των υπαρχόντων αλλά και την αγορά νέων μαχητικών F-16. Ηταν τυχαίο γεγονός, τέχνασμα ή έμμεση απειλή προς τη Δύση για μεγαλύτερη σύγκλιση Αγκυρας και Μόσχας; Πάντως, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ αλλά και ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας (και γνωστός για τις φιλελληνικές του θέσεις) Μπομπ Μενέντεζ αντέδρασαν σφόδρα στο ενδεχόμενο αγοράς νέας παρτίδας S-400, κάνοντας λόγο για «ξεκάθαρη παραβίαση των κυρώσεων» που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στην Αγκυρα για το ίδιο θέμα.
Καμία ανησυχία για Αθήνα και Λευκωσία
Το «ερώτημα τους ενός εκατομμυρίου» για Ελλάδα και Κύπρο – οι οποίες έχτισαν αμφότερες στενές σχέσεις συνεργασίας με το Ισραήλ τα τελευταία χρόνια – είναι αν η συγκεκριμένη εξέλιξη επηρεάζει τη σχέση τους με το Τελ Αβίβ. Στην Αθήνα δεν προκάλεσε έκπληξη η αποκατάσταση των τουρκο-ισραηλινών σχέσεων, με ανώτερους διπλωματικούς αξιωματούχους να κάνουν λόγο για μια «προδιαγεγραμμένη πορεία». Η Ελλάδα δεν έχει λόγο να ανησυχεί από την ομαλοποίηση σχέσεων γειτόνων της, σημείωναν οι ίδιες πηγές, ενώ υπογράμμιζαν ότι «με τις χώρες που η Αγκυρα επιχειρεί να τα βρει η Αθήνα έχει χτίσει σχέσεις που έχουν αυθύπαρκτη δυναμική και δεν τελούν υπό την αίρεση της σχέσης τους με την Τουρκία».
Από την άλλη, ανώτεροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι εκτιμούσαν ως πιο «επιφανειακή» και χωρίς εμπιστοσύνη τη σχέση Αγκυρας και Τελ Αβίβ, σημειώνοντας ότι έχει σημασία ποια θα είναι η τουρκική στάση στην επόμενη ισραηλινο-παλαιστινιακή κρίση. «Αμφιβάλλω ότι το Ισραήλ θα αναβαθμίσει τις σχέσεις με την Αγκυρα στο σημείο που βρίσκονταν πριν από μία δεκαετία, όταν η Τουρκία ήταν ο πιο ευνοημένος περιφερειακός σύμμαχός του. Εκτοτε, το Ισραήλ έχει κάνει καλούς φίλους με πολλές περιφερειακές δυνάμεις» σχολίασε ο Σονέρ Τσαγπατάι, ανώτερος συνεργάτης στο Washington Institute.