Η πρώτη διά ζώσης Σύνοδος Κορυφής από το ξέσπασμα της πανδημίας μετατράπηκε σε πεδίο μάχης για το φιλόδοξο χρηματοδοτικό πακέτο, το οποίο ξεπερνά τα 1,82 τρισ. ευρώ για το Ταμείο Ανάκαμψης και το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο. Η Σύνοδος ξεκίνησε περίπου στις 10.30 το πρωί της Παρασκευής και έπειτα από σχεδόν οκτώ ώρες οι ηγέτες της ΕΕ διέκοψαν κατάκοποι για να κάνουν απολογισμό της κατάστασης στα γραφεία των μόνιμων αντιπροσωπειών, προτού επιστρέψουν στην αίθουσα για το επίσημο δείπνο, το οποίο ξεκίνησε με μία ώρα καθυστέρηση. Ως τότε καμία πρόοδος δεν είχε συντελεστεί στη διαπραγμάτευση. Πιο σκληρός εμφανίστηκε ο ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, ο οποίος ζητούσε να υπάρχει ομοφωνία στις αποφάσεις πριν από κάθε εκταμίευση ενώ και οι τέσσερις φειδωλοί συνέχισαν να πιέζουν για μείωση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι συνομιλίες προχωρούσαν με ρυθμό παγόβουνου, όπως σχολίαζαν κοινοτικές πηγές. Ως εκείνη τη στιγμή, πριν από την έναρξη του δείπνου, στο τραπέζι των συζητήσεων βρισκόταν μόνο η πρόταση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ, ο οποίος όμως, όπως μεταδιδόταν, ετοιμαζόταν να καταθέσει στο δείπνο μια νέα συμβιβαστική πρόταση, η οποία δεν βρήκε σημείο συναίνεσης.
Η πρόταση αφορούσε το λεγόμενο «χειρόφρενο ανάγκης» (emergency break), δηλαδή την πρόβλεψη να παύει η εκταμίευση ποσών αν διαπιστωθεί ότι μια χώρα δεν τα ξοδεύει για τον σκοπό που της δόθηκαν. Ποιος θα διαπιστώνει όμως την καταπάτηση της συμφωνίας; Μία χώρα ή περισσότερες και πόσες ακριβώς; Θα απαιτείται ομοφωνία ή αυξημένη πλειοψηφία; Η παύση της εκταμίευσης θα αφορά όλο το πρόγραμμα ή μόνο τα κονδύλια που αντιστοιχούν στη χώρα-παραβάτη; Και θα μπλοκάρει η εκταμίευση ή το εθνικό σχέδιο που έχει καταθέσει;
Τα ερωτήματα αυτά απασχόλησαν τους ηγέτες της ΕΕ στο επίσημο δείπνο καθώς θεωρήθηκε ότι οι απαντήσεις θα έκαμπταν τις αντιρρήσεις όσων εναντιώνονται στη φιλόδοξη εκδοχή του Ταμείου Ανάκαμψης. Οι αντιθέσεις μεταξύ των ηγετών ήταν τόσο μεγάλες ώστε οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν ως αργά το μεσημέρι του Σαββάτου.
Οι επιδιώξεις
Μητσοτάκη
Η πρώτη μέρα της Συνόδου Κορυφής ανέδειξε μια απογοητευτική εικόνα της Ευρώπης και απείχε πολύ από τα σενάρια συμβιβασμού, με γεροφυροποιό το Βερολίνο, στα οποία πολλοί ήλπιζαν, παρότι γνώριζαν την πολυπλοκότητα της κατάστασης και τα απαισιόδοξα μηνύματα. Ούτε τα 66α γενέθλια της Ανγκελα Μέρκελ, που συνέπεσαν με την έναρξη της Συνόδου Κορυφής, δεν άλλαξαν την ατμόσφαιρα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήγε στη Σύνοδο Κορυφής με συγκεκριμένους στόχους. Να μη μειωθεί το ύψος των ενισχύσεων που πρότεινε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Να διατηρηθεί η προτεινόμενη από την Επιτροπή αναλογία επιχορηγήσεων και δανείων, ώστε ο κεντρικός κορμός των ενισχύσεων να είναι οι επιχορηγήσεις και όχι ο δανεισμός. Και να μην υπάρξουν πρόσθετες ειδικές προϋποθέσεις για την ενίσχυση μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, παρά μόνο όσες ήδη προβλέπονται στις Συνθήκες και στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Ο Πρωθυπουργός ζήτησε, σε ό,τι αφορά το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027, να μη μειωθούν οι πόροι για τη φύλαξη των συνόρων και τη διαχείριση του Προσφυγικού, τονίζοντας για μια ακόμα φορά ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην πρώτη γραμμή και υπερασπίζεται τα ευρωπαϊκά σύνορα. Το ίδιο ζήτησε και για τα κονδύλια που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή.
Η φόρμουλα
Σαρλ Μισέλ
Η συζήτηση αναμενόταν από την αρχή ότι θα είναι εξαιρετικά δύσκολη και ήδη υπήρχε το ενδεχόμενο να ακολουθήσει και άλλη στο τέλος Ιουλίου. Η πίεση που ασκούνταν από διάφορες χώρες να μειωθούν τα ποσά, 500 δισ. ευρώ επιχορηγήσεις και 250 δισ. ευρώ δάνεια, ήταν μεγάλη. Η φόρμουλα του Σαρλ Μισέλ να δοθεί το 70% των κονδυλίων για την περίοδο 2021-2022 και τις αρχικές κλείδες κατανομής της Κομισιόν και το 30% το 2023 με νέες κλείδες που βασίζονται στη μείωση ΑΕΠ 2020-2021 μειώνει το ποσό που κατανέμεται στην Ελλάδα κατά 2-4 δισ. ευρώ. Η φόρμουλα αυτή μεταβάλλει σε ένα κρίσιμο σημείο την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς στα κριτήρια κατανομής λαμβάνεται υπ’ όψιν, αντί για την ανεργία της τετραετίας 2015-2019, η πτώση του ΑΕΠ 2020-2021. Αυτό, σύμφωνα με ανεπίσημους υπολογισμούς, θα αφαιρέσει κονδύλια από την Πολωνία, που ανήκει στην ομάδα των τεσσάρων χωρών Βίσεγκραντ και θα ενισχύσει χώρες όπως οι Γαλλία, Φινλανδία, Ιταλία, Τσεχία και Ολλανδία.
Επιπλέον, ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπαν είχε διαμηνύσει πριν από τη Σύνοδο Κορυφής ότι θα καταψήφιζε οποιαδήποτε πρόταση συνέδεε την εκταμίευση ευρωπαϊκών πόρων με την αξιολόγηση του κράτους δικαίου στα κράτη-μέλη. Να προστεθεί ότι η Πολωνία αντιδρoύσε και στην πρόταση του Σαρλ Μισέλ για σύνδεση των εκταμιεύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης με τον στόχο για κλιματικά ουδέτερη ΕΕ έως το 2050.
Στην προσπάθεια να μη χαθούν απαραίτητα ευρωπαϊκά κονδύλια για τη χώρα μας έριξε το βάρος της η ελληνική αντιπροσωπεία και γι’ αυτόν τον λόγο βρισκόταν από την Τετάρτη στις Βρυξέλλες ο επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του Πρωθυπουργού Αλέξης Πατέλης, προκειμένου να παρουσιάσει στις επιτροπές οικονομικών και απασχόλησης της Κομισιόν το πρόγραμμα της κυβέρνησης και την έκθεση Πισσαρίδη. Σύμφωνα με πηγές του Μεγάρου Μαξίμου, οι κοινοτικοί αξιωματούχοι αναγνώρισαν ότι η Ελλάδα είναι μια από τις πιο οργανωμένες χώρες. «Είναι μια δύσκολη διαπραγμάτευση. Διεκδικούμε ό,τι καλύτερο για την Ευρώπη και για την Ελλάδα. Αν δεν συμφωνήσουμε, το διακύβευμα είναι μεγάλο για ολόκληρη την Ευρώπη. Ολοι πρέπει να κάνουν κάποιους μικρούς συμβιβασμούς. Κάποιες χώρες δεν το καταλαβαίνουν» ανέφεραν κυβερνητικές πηγές.
Τα εμπόδια
για τους πόρους
Τα εμπόδια που είχαν να ξεπεράσουν οι ηγέτες περιλάμβαναν και κομβικά ζητήματα, όπως το μέγεθος του Ταμείου Ανάκαμψης. Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προέβλεπε πόρους ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, οι οποίοι αφορούσαν επιχορηγήσεις 310 δισεκατομμυρίων ευρώ, προαιρετικά δάνεια 250 δισεκατομμυρίων ευρώ και 190 δισεκατομμύρια ευρώ τα οποία, με τη μορφή επιχορηγήσεων, θα χρηματοδοτούσαν επιμέρους προγράμματα. Οι «τέσσερις φειδωλοί» εταίροι – Ολλανδία, Δανία, Σουηδία και Αυστρία – επεδίωκαν τη μείωση του μεγέθους του πακέτου, αλλά και την αύξηση του μεριδίου των δανείων σε βάρος των επιχορηγήσεων. Σύμφωνα με δημοσιεύματα των «Financial Times» και του «Politico», το κομμάτι των 190 δισεκατομμυρίων ευρώ ήταν το πιο ευάλωτο σε περικοπές κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων. Το Ταμείο Ανάκαμψης συνδέεται άρρηκτα με το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, δηλαδή τον κοινοτικό προϋπολογισμό για την περίοδο 2021-2027, για τον οποίο η πρόταση Μισέλ προβλέπει κεφάλαια ύψους 1,074 τρισεκατομμυρίων ευρώ.
Διαφωνίες και για τον
μηχανισμό έγκρισης
Διαφωνίες υπήρχαν επίσης για τον μηχανισμό έγκρισης των εκταμιεύσεων, που απαιτεί την κατάθεση εθνικών σχεδίων, στα οποία κάθε χώρα περιγράφει τις μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές όπου θα επενδυθούν τα ευρωπαϊκά κονδύλια, ώστε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της πανδημίας και να τονώσει την ανάκαμψη, με έμφαση στις «πράσινες» επενδύσεις και στον ψηφιακό μετασχηματισμό. Η Ολλανδία επέμενε ότι τα εθνικά σχέδια θα πρέπει να λάβουν την ομόφωνη έγκριση όλων των κρατών-μελών, που σημαίνει ότι κάθε πρωτεύουσα θα έχει δικαίωμα βέτο και θα μπορεί να εμποδίσει την παροχή χρημάτων σε οποιαδήποτε άλλη χώρα αν θεωρεί ότι δεν υλοποιείται σύμφωνα με τη συμφωνία το μεταρρυθμιστικό της σχέδιο. Από την πλευρά του ο Σαρλ Μισέλ πρότεινε ένα πιο χαλαρό σύστημα: τα σχέδια να εγκρίνονται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατόπιν σχετικής εισήγησης της Κομισιόν, αλλά με ειδική πλειοψηφία.
Αυτό σημαίνει ότι κάθε πρόταση θα πρέπει να υπερψηφιστεί από τουλάχιστον το 55% των κρατών-μελών (δηλαδή από 15 από τα 27 κράτη-μέλη), τα οποία αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 65% του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ.
Η άκαμπτη στάση της Ολλανδίας οδήγησε, σύμφωνα με ιταλικά μέσα ενημέρωσης, σε σφοδρή σύγκρουση τον πρωθυπουργό Τζουζέπε Κόντε με τον ολλανδό ομόλογό του Μαρκ Ρούτε. Ο Κόντε τόνισε ότι «η πρόταση Ρούτε είναι μη συμβατή με τις ευρωπαϊκές συνθήκες και μη εφαρμόσιμη σε πολιτικό επίπεδο» και άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να ασκήσει βέτο η χώρα του κατά την τελική έγκριση του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου της ΕΕ. Επιπλέον, η ιταλική δημόσια τηλεόραση Rai μετέδωσε ότι σχετικά με την έγκριση των σχεδίων μεταρρυθμίσεων που θα καταθέσουν οι χώρες της ΕΕ ενδέχεται να μη θεωρηθεί αρκετό το «πράσινο φως» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά να χρειαστεί και η συναίνεση μιας ενισχυμένης πλειοψηφίας κρατών-μελών της ΕΕ.