Η επιλογή του κ. Παναγιώτη Κοντολέοντος για τη θέση του επικεφαλής της ευαίσθητης Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών είχε εξαρχής επικριθεί. Με την ανακοίνωση της τοποθέτησής του πολλοί είχαν εκφράσει εύλογες απορίες και επιφυλάξεις, καθώς τα εχέγγυα που έφερε δεν ήταν ικανά να υποστηρίξουν µε επάρκεια το συγκεκριµένο έργο.

Προερχόταν από τον ιδιωτικό τοµέα παροχής υπηρεσιών ασφάλειας, οι φήµες που τον συνόδευαν δεν ήταν οι καλύτερες και, το χειρότερο, κυκλοφορούσαν ευρέως πληροφορίες ότι οι µέθοδοι που είχε χρησιµοποιήσει κατά το παρελθόν απείχαν πολύ από το δηµοκρατικό ιδεώδες που επιβάλλεται να καθοδηγεί τους επικεφαλής µυστικών υπηρεσιών.

Και αυτό γιατί ο πειρασµός χρησιµοποίησης παράνοµων εργαλείων και µέσων είναι µέγας, όπως και τα συµφέροντα και τα σχήµατα που συνήθως πολιορκούν τέτοιες υπηρεσίες µόνο αθώα δεν είναι. Αντιθέτως είναι πολυποίκιλα, επίµονα και στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν έχουν καλούς και αγαθούς σκοπούς. Μυστικές υπηρεσίες τρίτων χωρών, εγκληµατικά δίκτυα, αντιδηµοκρατικές δυνάµεις και οµάδες έχουν λόγους να εισχωρήσουν στις µυστικές υπηρεσίες για να εξυπηρετήσουν τα άνοµα σχέδιά τους.

Οι πρώτες πληροφορίες φέρουν την παραιτηθείσα ηγεσία της ΕΥΠ να έχει περιπέσει σε πάµπολλα αµαρτήµατα, να έχει συνδεθεί και εν πολλοίς να έχει διαβρωθεί από ξένες υπηρεσίες και από σκοτεινά επιχειρηµατικά δίκτυα, µε δόλιους σκοπούς. Μόνο έτσι µπορούν να εξηγηθούν οι παρακολουθήσεις δηµοσιογράφων, επιχειρηµατιών και εσχάτως πολιτικών.

Εφθασε η ΕΥΠ να ελέγχει σχεδόν 25.000 επισυνδέσεις τον χρόνο. Ο αριθµός από µόνος του σοκάρει, προκαλώντας ερωτηµατικά.

Η ευκολία επίσης µε την οποία η διοίκησή της αποδέχθηκε αιτήµατα ξένων υπηρεσιών να παγιδευθεί το τηλέφωνο του κ. Ανδρουλάκη, την εποχή που ήταν ευρωβουλευτής, δηλώνει το µέγεθος της φθοράς, της επιπολαιότητας, της έλλειψης δηµοκρατικής ευαισθησίας και βεβαίως της διάβρωσης που έχει υποστεί.

Αυτή δεν ήταν Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Σουρωτήρι ήταν, τρύπια από όλες τις απόψεις. Η δράση και η συµπεριφορά των υπευθύνων της µάλλον σε εξαρτηµένο παραµάγαζο παρέπεµπε παρά σε οτιδήποτε άλλο. Και βεβαίως δικαιολογεί την οργή του προέδρου του ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ ότι επιχειρήθηκε η προσωπική και πολιτική εξόντωσή του, µε δόλιο και απόλυτα αντιδηµοκρατικό τρόπο.

Γι’ αυτό και η κυβέρνηση οφείλει δράση και απόλυτο ξεκαθάρισµα.

Ο Πρωθυπουργός διαρρηγνύει τα ιµάτιά του πως ούτε αυτός ούτε ο παραιτηθείς γενικός γραµµατέας του γνώριζαν το παραµικρό για τις αντιδηµοκρατικές δραστηριότητες του υπευθύνου της εποπτευόµενης από τους ίδιους υπηρεσίας πληροφοριών. Ουδείς έχει διάθεση να αµφισβητήσει την πίστη του Πρωθυπουργού στα δηµοκρατικά ιδεώδη.

Ωστόσο, οφείλει εξηγήσεις και κυρίως επιβάλλεται να ρίξει φως σε αυτή την τόσο σκοτεινή υπόθεση. Μόνο αν φέρει τα πάντα στο προσκήνιο, µόνο αν χυθεί άπλετο φως επί των πεπραγµένων του κ. Κοντολέοντος, µόνο αν αποκαλυφθούν πλήρως τα σκοτεινά δίκτυα θα µπορέσει να χειριστεί και να ξεπεράσει τη µείζονα πολιτική κρίση που αντιµετωπίζει αυγουστιάτικα.

Η Ελλάδα είχε πικρές εµπειρίες στη διαδροµή των ετών από τη διαχείριση των υπηρεσιών εθνικής ασφαλείας. Γι’ αυτό και οι κυβερνήσεις φρόντιζαν να επιλέγουν για τις επίµαχες αυτές θέσεις πρόσωπα έντιµα, αψεγάδιαστα και µε συνείδηση βαθιά δηµοκρατική.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι πρωθυπουργοί της Μεταπολίτευσης τοποθετούσαν στην ΕΥΠ διακεκριµένους, εχέµυθους πρέσβεις, ζυµωµένους στην υποδοχή και διαχείριση ευαίσθητων δεδοµένων και πληροφοριών.

Και επίσης οι περισσότεροι ανέθεταν την ευθύνη εποπτείας του έργου της στους υπουργούς Εσωτερικών ή Προστασίας του Πολίτη.

Τώρα, ως προς το πρώτο σκέλος αναγκάστηκε να πράξει το ίδιο. Το αυτό επιβάλλεται να πράξει και ως προς το δεύτερο. Η ευθύνη εποπτείας επιβάλλεται να µεταφερθεί εκεί που παραδοσιακά ανήκει. Δεν επιτρέπεται να βαραίνει το Πρωθυπουργικό Γραφείο. Ως προς αυτή την πτυχή δε, είναι απαραίτητη η ενίσχυση του κοινοβουλευτικού ελέγχου, ενώ θα ήταν σκόπιµο να εξεταστούν αντίστοιχα µοντέλα άλλων χωρών για τον έλεγχο των µυστικών υπηρεσιών.

 

ΤΟ ΒΗΜΑ