Ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου, ο βουλευτής Ν. Παππάς (ΣΥΡΙΖΑ) ανάρτησε μια δοξολογία, την οποία συνόδευε μια φωτογραφία.

Μόνο που η φωτογραφία δεν είχε καμία σχέση με το επετειακό γεγονός.

Απεικόνιζε μαχητές του ΕΛΑΣ, ο οποίος ιδρύθηκε ενάμιση χρόνο μετά τον ελληνο-ιταλικό πόλεμο! Ή, κατ’ άλλους, μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού, ο οποίος είχε το προνόμιο να μην πολεμήσει εναντίον κανενός εισβολέα αλλά μόνο κατά του ελληνικού στρατού (1946-1949).

Η μία εξήγηση είναι ότι ο βουλευτής δεν έχει χαμπάρι από Ιστορία και τα μπερδεύει στο μυαλό του.

Η άλλη εξήγηση είναι ότι η ίδια η Ιστορία είναι μπερδεμένη στο μυαλό του όπου ο Πόλεμος, η Αντίσταση και ο Εμφύλιος αποτελούν ένα κουβάρι.

Πιθανώς να ισχύουν και τα δύο μέσα από κάποια «αριστερή ανάγνωση» της Ιστορίας.

Την προηγουμένη, διάβασα σε κάποιο επετειακό αφιέρωμα ότι ο Μεταξάς δεν είπε «Οχι» στον ιταλό πρέσβη τη νύχτα της 27ης προς 28η Οκτωβρίου. Κι ότι αυτό είναι «προπαγανδιστική κίνηση του καθεστώτος», ένας μύθος ο οποίος κατασκευάστηκε εκ των υστέρων και τον οποίο αναπαράγουν οι «σημερινοί απολογητές» της τότε δικτατορίας («Εφ. Συν.», 27/10). Οτι είναι δηλαδή ένα κατασκεύασμα από εκείνους που δεν ήθελαν να πολεμήσουν.

Εδώ αγγίζουμε τα σύνορα της βλακείας. Διότι εδώ και εξηντατόσα χρόνια ξέρουμε ότι ο Μεταξάς δεν είπε «Οχι!». Δεν χρειάζεται καμία ιδιαίτερη ιστορική έρευνα. Το αναφέρει ο ίδιος στο ημερολόγιό του και το επιβεβαιώνει ο ιταλός πρέσβης που τον επισκέφθηκε νυχτιάτικα στην Κηφισιά για να επιδώσει το ιταλικό τελεσίγραφο.

Ο Μεταξάς είπε στον Ιταλό «Alors c’ est la querre!». Ο επιμελητής του ημερολογίου του (Φ. Βρανάς) το απέδωσε ως «Τότε έχουμε πόλεμο!» – ή, κατά μια άλλη απόδοση, «Λοιπόν έχουμε πόλεμο!».

Αλλά τι αλλάζει;

Η Ιταλία κήρυξε τον πόλεμο. Της πολεμικής προσπάθειας ηγήθηκε η δικτατορική κυβέρνηση του Μεταξά και όλο το έθνος (δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί) πολέμησε με ενθουσιασμό, ηρωισμό και φιλοπατρία.

Βεβαίως οι άνθρωποι στα βουνά της Αλβανίας και σε όλη την Ελλάδα δεν φώναζαν πολεμώντας «Alors c’ est la guerre!». Το έλεγαν με δικά τους λόγια. «Οχι!».

Διότι μπορεί ο Μεταξάς να ήταν βασιλόφρονας, δικτάτορας, κοντός, παλιάνθρωπος, ενδεχομένως και φασίστας, αλλά στις 28 Οκτωβρίου 1940 αντιστάθηκε στην ιταλική εισβολή. Και όλη η Ελλάδα μαζί του, χωρίς να διαπραγματεύεται ποιος είναι ο Μεταξάς.

Αλλωστε οι Ελληνες σύσσωμοι δεν πολέμησαν κατά του φασισμού (για τον οποίο ελάχιστοι γνώριζαν τι είναι και τι πρεσβεύει!) αλλά κατά του ιταλού και αργότερα γερμανού εισβολέα.

Και θα πολεμούσαν το ίδιο είτε εισέβαλλαν στην πατρίδα τους ιταλοί φασίστες είτε φινλανδοί οικολόγοι-πράσινοι – ό,τι κι αν λένε οι «σημερινοί απολογητές» του τότε καθεστώτος και οι όψιμοι αντίπαλοί του.

Αυτό δεν εμποδίζει τη μεταπολεμική Αριστερά να έχει στο μυαλό της ένα πονηρό κουβάρι. Διότι η Ιστορία λέει πως το 1940, στην Εθνική Αντίσταση και στον Εμφύλιο, οι Ελληνες κατάφεραν μέσα σε μια δεκαετία να αναμετρηθούν και με τους τρεις ολοκληρωτισμούς του 20ού αιώνα. Τον φασισμό, τον ναζισμό και τον κομμουνισμό.

Απλώς οι ηττημένοι θέλουν να ξαναγράψουν το σενάριο από την αρχή, μήπως και βρουν κάποιον ρόλο.

Καμία αντίρρηση. Απλώς το κάστινγκ έχει κλείσει προ πολλού.

Συγκίνηση
Η Ελλάδα αποχαιρέτισε τη Φώφη Γεννηματά με πάνδημη συγκίνηση. Μια συγκίνηση προσωπική. Χωρίς πολιτικό πρόσημο.
Και γι’ αυτό ήταν πάνδημη.
Τα πολιτικά θα τα κρίνει όπως πάντα η Ιστορία. Δεν είναι άλλωστε της στιγμής.
Οι υπόλοιποι θα συνεχίσουν τον δρόμο τους, όπου κι αν τους βγάλει. Θα φανεί κυρίως αν το Κίνημα Αλλαγής μπορεί να υπάρξει χωρίς εκείνη που το δημιούργησε.
Το μόνο που μπορούμε να ευχηθούμε όλοι είναι να διαπραγματευτεί τη μετά Φώφη εποχή με περισυλλογή, αίσθηση προοπτικής και αίσθημα ενότητας.
Η ιστορική αυτή παράταξη (όπως κι αν ονομάζεται) δεν περισσεύει στην Ελλάδα. Και γι’ αυτό είναι εθνικό ζητούμενο η επιβίωσή της.

Κόμμα μειοψηφίας;

Η Εξεταστική που προτίθεται να φτιάξει ο ΣΥΡΙΖΑ για τις δημοσκοπήσεις μάλλον έχασε το ενδιαφέρον της αλλά μπορεί να αποτελέσει μια καλή ευκαιρία. Να κληθούν οι εταιρείες να εξηγήσουν για ποιον λόγο η αξιωματική αντιπολίτευση παλεύει διαρκώς μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Τι φταίει;
Είμαι βέβαιος ότι θα έλεγαν κάτι απλό. Πως όταν γυρίζεις την πλάτη στους πολλούς, οι πολλοί σε τιμωρούν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να είναι το μοναδικό κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης τουλάχιστον στην Ευρώπη που πολιτεύεται με όρους μειοψηφικών αντιπαραθέσεων.
Εχουμε και λέμε.
– Πρώτα η ανεξήγητη φασαρία πού θα πάει ή δεν θα πάει ο Κουφοντίνας να εκτίσει την ποινή του.
– Υστερα η αμφισβήτηση ή πάντως η αμφίσημη διγλωσσία για τα εμβόλια (που δεν υπήρχαν!) και το πρόγραμμα εμβολιασμών.
– Μετά η αντίθεση στο πρόγραμμα εξοπλισμών με τις φρεγάτες και τα Ραφάλ, στο ελληνο-γαλλικό αμυντικό σύμφωνο και στο αντίστοιχο ελληνο-αμερικανικό.
– Και τώρα το ακατανόητο πάθος για ένα επεισόδιο μεταξύ αστυνομικών και Ρομά στο Πέραμα και μάλιστα εναντίον της Αστυνομίας.
Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλα. Αλλά στέκομαι μόνο σε αυτά διότι τέσσερα επεισόδια σε οκτώ μήνες είναι ήδη πολλά και έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό.
Και στις τέσσερις περιπτώσεις ο ΣΥΡΙΖΑ συντάχθηκε με μια μικρή μειοψηφία της κοινής γνώμης. Και αντιτάχθηκε στην πλειονότητα.
Αν αυτό οφείλεται απλώς σε μια πολιτική πεποιθήσεων, να το δεχθώ. Κανείς στην πολιτική δεν υποχρεούται να υποστείλει τις πεποιθήσεις του, όσο ακραίες ή βλακώδεις κι αν είναι.
Αλλά στη δημοκρατία οι πεποιθήσεις (ακόμη και οι ευγενέστερες…) δεν αρκούν. Και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρέθηκε κάθε φορά περισσότερο χαμένο παρά κερδισμένο από τις πεποιθήσεις του.
Αν πάλι έχει συνειδητά επιλέξει να εκπροσωπεί την εκάστοτε μειοψηφία, κανένα πρόβλημα. Είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για να μετατραπεί σε κόμμα μόνιμης μειοψηφίας.
Αλλά η δημοκρατία είναι καθεστώς πλειοψηφίας και γι’ αυτό δεν φταίνε οι δημοσκοπήσεις.