Το δίλημμα που θέτει ο Κυριάκος Μητσοτάκης εμπεριέχει φαινομενικά μια αντίφαση. Πώς θα ωφεληθεί εκλογικά από τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης της χώρας όταν οι πολίτες δεν αντιλαμβάνονται αυτόν τον κίνδυνο; Το θέμα είναι πιο περίπλοκο από την ανάπτυξη μιας προεκλογικής στρατηγικής και σχετίζεται με τη σύνδεση που έχει η ΝΔ, ύστερα από πέντε χρόνια στην εξουσία, με κρίσιμα εκλογικά ακροατήρια.
Οι νέες ισορροπίες που διαμορφώνονται με αφορμή τις ευρωεκλογές, ίσως όχι τόσο σε πολιτικό αλλά σίγουρα σε κοινωνικό επίπεδο, μένει να φανεί πώς θα επηρεάσουν το κομματικό σύστημα και αν θα επιδράσουν στο ποσοστό της αποχής, το οποίο τα τελευταία χρόνια αυξάνεται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση.
Οι απώλειες της ΝΔ
Σύμφωνα με τα συγκριτικά στοιχεία της Metron Analysis για τις ευρωεκλογές του 2019 και τις εφετινές, προκύπτει ότι σε αυτή την προεκλογική περίοδο η ΝΔ παρουσιάζει υστέρηση τόσο στο Κέντρο όσο και στη Δεξιά. Συγκριτικά με την προεκλογική περίοδο των ευρωεκλογών του 2019, η ΝΔ έχει χάσει 5 μονάδες από τους κεντρώους ψηφοφόρους, από 25,1% σήμερα βρίσκεται στο 20,2%. Στους κεντροδεξιούς ψηφοφόρους βρίσκεται 13,6 μονάδες πίσω, από 76,1% το 2019 στο 62,5% το 2024. Τις μεγαλύτερες απώλειες καταγράφει στους δεξιούς ψηφοφόρους, εκεί έχει απολέσει 18,4 μονάδες, από 62,9% προ πέντε ετών σήμερα έπεσε στο 44,5%.
Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχουν διαρροές σε όλο το φάσμα που συγκρότησε την πολιτική κυριαρχία του Κ. Μητσοτάκη και μάλιστα σε πολύ κρίσιμα ακροατήρια για την υποστήριξη των μεταρρυθμίσεων, που είχε κάνει σημαία το 2019 και επαναφέρει ως κεντρικό δίλημμα των τωρινών εκλογών. «Ψηφίζουμε», δήλωσε σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη (ΑΝΤ1), «για να μπορέσουμε να στείλουμε ένα ισχυρό εσωτερικό μήνυμα ότι αυτή η πορεία των μεταρρυθμίσεων πρέπει να συνεχιστεί απρόσκοπτα. Τι εννοώ απρόσκοπτα; Οσο πιο δυνατή βγει η ΝΔ στις εκλογές τόσο μεγαλύτερη ορμή θα έχει να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις της, χωρίς κάποιος να αμφισβητήσει τους βασικούς πολιτικούς συσχετισμούς».
Η «χαλαρή ψήφος»
Οι ευρωεκλογές του 2024 δεν αποτελούν πρόκριμα για βουλευτικές εκλογές, όπως συνέβαινε το 2019, που η αναμέτρηση ήταν πολύ πιο πιεστική, καθώς κρινόταν η διακυβέρνηση της χώρας. Οι εφετινές δεν συνορεύουν με βουλευτικές εκλογές, πραγματοποιούνται εννέα μήνες μετά τις διπλές εκλογές του 2023. Από μια άποψη αυτή η συνθήκη καθιστά πιο αναίμακτη τη σύγκρουση των πολιτικών δυνάμεων. Από μια άλλη πλευρά, όμως, αποδυναμώνει το επιχείρημα του κινδύνου αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης και της χώρας, το οποίο επισείει ο Πρωθυπουργός. Και αυτό, παρότι τα ευρήματα των πρόσφατων δημοσκοπήσεων δείχνουν ότι οι πολίτες δεν αποδέχονται ότι υπάρχει τέτοιος εμφανής κίνδυνος για τη χώρα.
Ο Κ. Μητσοτάκης δεν μιλά για επικείμενο κίνδυνο. Αυτό που ζητεί είναι να διατηρηθούν «η ορμή και το σκηνικό» που διαμορφώθηκαν στις εθνικές εκλογές. «Το ζήτημα της πολιτικής σταθερότητας έχει να κάνει με το ποιος θα αμφισβητήσει την επόμενη μέρα το πολιτικό τοπίο». Την αμφισβήτηση της νομιμοποίησής του τη συνδέει με μια άλλη διακινδύνευση, το ενδεχόμενο να ξαναφουντώσει το κίνημα της αντισυστημικότητας, όπως πριν από 10 χρόνια, με κόμματα που βρίσκονται είτε στα δεξιά είτε στα αριστερά της ΝΔ και τα οποία, όπως είπε, «κινούνται σε ένα μείγμα μηδενισμού, ασυναρτησίας και λαϊκισμού».
Η διπλή απειλή που υποδεικνύει μπορεί να μη βρίσκεται στα επίπεδα του 2010-2012, είναι ωστόσο υπαρκτή. Ο Στέφανος Κασσελάκης δεν περιφρονεί κανένα ακροατήριο όσο «ψεκασμένο» και αν είναι και ο Κυριάκος Βελόπουλος, αναμοχλεύοντας τα πάθη της ΝΔ και αναμειγνύοντάς τα με θεωρίες συνωμοσίας και αρλουμπολογίες για συντάξεις των 3.000 ευρώ, κατάφερε να αυξήσει θεαματικά το ποσοστό του.
Ο Πρωθυπουργός επιχειρεί να αναδείξει το ομοούσιο των δεξιών και αριστερών αντισυστημικών δυνάμεων, λέγοντας ότι ο Κασσελάκης και ο Βελόπουλος είναι ένα remake του Αλέξη Τσίπρα και του Πάνου Καμμένου. Οπως το 2015 ενώθηκαν ετερόκλητες δυνάμεις για να κυβερνήσουν, το ίδιο δεν αποκλείεται να συμβεί ξανά, γιατί, όπως παραδέχεται ο Κ. Μητσοτάκης, ο νέος αντισυστημισμός «μπορεί να πατήσει σε μια δικαιολογημένη αγανάκτηση του κόσμου για οποιοδήποτε ζήτημα».
Ο σιωπηρός θυμός
Από τις τοποθετήσεις του Πρωθυπουργού προκύπτει μια αγωνία, που μοιάζει να πηγαίνει πιο μακριά από την προεκλογικά δικαιολογημένη. Σε ένα κομμάτι της κοινωνίας υπάρχει αγανάκτηση και θυμός για ένα σωρό ζητήματα και με δεδομένη την αδυναμία ενός κόμματος να την εισπράξει, κανένας δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια πώς θα συμπεριφερθούν εκλογικά αυτοί οι νέοι αγανακτισμένοι. Ισως μέσα σε αυτή τη σκοτεινή μήτρα εκκολάπτεται κάτι κανούργιο που ακόμα δεν έχει βγει στο φως.
Ταυτόχρονα, οι διαρροές που έχει η ΝΔ σε όλο το φάσμα Κέντρου – Δεξιάς δυσχεραίνουν την υψηλότερη συσπείρωση των ψηφοφόρων του κόμματος, καθώς δεν υπάρχει ένα μόνο μέτωπο αλλά περισσότερα. Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε συχνά σε περιπτώσεις που μια ηγεμονική δύναμη αρχίζει να υποχωρεί και να χάνει δυνάμεις σε πολλά πεδία ταυτόχρονα. Διαφορετικά το πρόβλημα είναι συγκυριακό και αναστρέψιμο.
Yπάρχουν διαρροές σε όλο το φάσμα που συγκρότησε την πολιτική κυριαρχία του Κ. Μητσοτάκη και μάλιστα σε πολύ κρίσιμα ακροατήρια για την υποστήριξη των μεταρρυθμίσεων
Από ό,τι μπορεί να συμπεράνει κανείς από τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων, πέρα από τους διάφορους τομείς στους οποίους εκφράζεται η δυσαρέσκεια των πολιτών, αναδεικνύεται ένα συνολικότερο πρόβλημα.
Η κυβέρνηση έχει αποκτήσει υπέρμετρη εξουσία και οι κηλίδες που προκάλεσαν υποθέσεις όπως των υποκλοπών, των Τεμπών, ένα διάχυτο κλίμα βίας και ανασφάλειας, με αποκορύφωση τη δολοφονία μιας νέας γυναίκες έξω από το αστυνομικό τμήμα, γίνονται ανεξίτηλες. Eνα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας θεωρεί ότι η υπερεξουσία χρειάζεται να περιοριστεί. Και έτσι εκδηλώνεται μια κοινωνική και εκλογική τάση να δημιουργηθούν θεσμικά αναχώματα.
Τα Μέτωπα
Αλλάζει το πολιτικό διακύβευμα
Το ζητούμενο προηγούμενων αναμετρήσεων, υπό τη σκιά ακόμα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ήταν να δοθεί στη ΝΔ και στον Κ. Μητσοτάκη ελεύθερο πεδίο, πλήρης ηγεμονία ώστε να μπορέσει ανεμπόδιστα να εφαρμόσει το πρόγραμμά του. Αυτό πλέον φαίνεται ότι αλλάζει, ότι κρίσιμο κομμάτι ψηφοφόρων θεωρεί ότι πρέπει να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις ώστε η κυβέρνηση να μην είναι ανεξέλεγκτη πολιτικά. Αυτό το αίτημα δεν έχει διαμορφωθεί ακόμα, αλλά οι ευρωεκλογές μπορεί να λειτουργήσουν ως εμβρυουλκός.
Η συγκυρία είναι ιδιαίτερη. Η ΝΔ προηγείται με μεγάλη διαφορά από τα αντίπαλα κόμματα, αλλά έχοντας εμφανή σημάδια φθοράς. Η δεύτερη θέση δεν έχει κριθεί και ο αγώνας ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΠαΣοΚ θα είναι αδυσώπητος, αν και ίσως δεν απευθύνονται πια στα ίδια ακροατήρια. Είναι φανερή η ανάγκη συγκρότησης πόλων τόσο δεξιά όσο και αριστερά της ΝΔ, στα αριστερά όμως παραμένει ζητούμενο πώς θα διαμορφωθεί ο συσχετισμός δυνάμεων ενώ στα δεξιά η πλάστιγγα γέρνει προς τον Κυριάκο Βελόπουλο. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης, με το προφίλ που έχει φιλοτεχνήσει για τον εαυτό του, μπορεί να πλήξει τη ΝΔ, αλλά θεωρείται απίθανο ότι θα συγκεντρώσει γύρω του δυνάμεις που θα τον θέσουν σε τροχιά εξουσίας. Αντιθέτως, στην Κεντροαριστερά επενδύονται καθαρά προσδοκίες για τη διατύπωση μιας εναλλακτικής πρότασης διακυβέρνησης.