Η ΕΕ εισέρχεται στο 2023, ενώ βρίσκεται, αν όχι σε τέλμα, σίγουρα σε στρατηγική αμηχανία σχετικά με το παρόν και το μέλλον της.
Οι εξελίξεις του Οκτωβρίου του 2022 στις σχέσεις Γαλλίας – Γερμανίας ανέδειξαν σοβαρές διαφωνίες και ρωγμές στον ηγετικό πυρήνα της ΕΕ.
Η αναβολή των παραδοσιακών γαλλογερμανικών διαβουλεύσεων, οι οποίες πάντοτε αποτελούσαν την ευρωπαϊκή πυξίδα για την εκάστοτε συγκυρία και πορεία της ΕΕ, μεγιστοποίησαν τους φόβους για στρατηγική εμπλοκή με ευρύτερες συνέπειες.
Το πρόσφατο σκάνδαλο (Qatargate) που συγκλόνισε την Ευρώπη δείχνει πάνω από όλα την επιθετική διείσδυση τρίτων δυνάμεων στην ΕΕ και την ανάγκη θεσμικής θωράκισης των ευρωπαϊκών οργάνων και υπηρεσιών.
Στον 21ο αιώνα η ανάδειξη συνεχώς νέων παικτών με συγκριτικά πλεονεκτήματα (πετρέλαιο, αέριο), αλλά και τα εργαλεία της ψηφιακής εποχής δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα. Απαιτείται συνεχής νομική και τεχνολογική αναβάθμιση των ευρωπαϊκών και εθνικών υπηρεσιών για να αντιμετωπίσουν τη διαχρονική ανθρώπινη απληστία, παρούσα σε όλα τα επίπεδα, σε όλα τα σημεία του κόσμου.
Ουσιαστικά όμως, αν θέλουμε να υπερβούμε τις συναρπαστικές εικόνες της οθόνης, θα πρέπει να εστιάσουμε στην κυρίαρχη κρίση μέσα στις πολλές κρίσεις της ΕΕ, που είναι η γεωπολιτική.
Είναι ο βασικός κρίκος της μεγάλης παγκόσμιας αλυσίδας, η διαχείριση του οποίου θα καθορίσει και την πορεία των υπολοίπων.
Η ΕΕ κατάφερε σε μεγάλο ή μικρό βαθμό να αντιμετωπίσει τις κρίσεις των τελευταίων 15 χρόνων, με πολιτικοοικονομικούς συμβιβασμούς των κρατών-μελών.
Δυστυχώς όμως η ΕΕ σήμερα δεν αποτελεί επαρκές γεωπολιτικό υποκείμενο για την αντιμετώπιση της ουκρανικής κρίσης.
Η ανάγκη για κοινή πολιτική και γρήγορες αποφάσεις προϋποθέτει την επανεκκίνηση του γαλλογερμανικού άξονα. Γαλλία, Γερμανία διαφωνούν σε πολλά: ενέργεια, αλλαγή της δημοσιονομικής πολιτικής, αμυντικές προμήθειες, σχέσεις με Κίνα, στάση απέναντι στην Τουρκία και την Ανατολική Μεσόγειο. Κανένας από τους ηγέτες των δύο χωρών δεν διαθέτει πολιτική υπεροχή στη χώρα του, τέτοια που να του επιτρέπει την υπέρβαση των εθνικών ορίων. Πολύ περισσότερο οι Γερμανοί, στους οποίους αντιστοιχεί μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης. Σήμερα υπάρχει γερμανική στρατηγική προσωρινής αυτονόμησης από την επιτάχυνση της ενοποίησης. Μετά από μια πολιτική δεκαετιών, που την οδήγησε σε εξάρτηση από: Ρωσία (ενέργεια), Κίνα (βιομηχανία) και ΗΠΑ (άμυνα), βρίσκεται σε περίοδο αναστοχασμού. Η ανάγκη αλλαγής πολιτικών και επιλογών που βάζουν στο περιθώριο τη στενή αντίληψη περί γερμανικού συμφέροντος μόνο λαμβάνουν χώρα σε μία περίοδο με τρία κόμματα στο πηδάλιο της κυβέρνησης και χωρίς περιθώριο χρόνου. Από την άλλη πλευρά, οι Γάλλοι πιέζουν για «γρηγορότερα, ψηλότερα, δυνατότερα», έχοντας την ασφάλεια του ακολουθητικού ρόλου.
Οι συγκεκριμένες δυσκολίες δεν πρέπει να θεωρηθούν ανυπέρβλητες, αν εξετάσουμε την ιστορία των γαλλογερμανικών σχέσεων και τον ρόλο που αυτές έπαιξαν στην εξέλιξη και τις επιτυχίες της ΕΕ.
Τον Ιανουάριο του 2023 αναμένεται επανάληψη των διαβουλεύσεων.
Η συμφωνία μεταξύ τους πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα συνολικά συμφέροντα των κρατών-μελών, σε μια προοπτική υπέρβασης του κρατικού προς το ευρωπαϊκό συλλογικό συμφέρον.
Υπάρχει αυτή η δυνατότητα; Σε λίγες μέρες θα μπορούμε να εκτιμήσουμε εάν η ατμομηχανή θα ξεκινήσει πάλι ή θα μείνει ακίνητη βλέποντας τα νέα τρένα να περνούν.
*Η κυρία Αννα Διαμαντοπούλου είναι πρόεδρος του Δικτύου, πρόεδρος της Επιτροπής της ΕΕ για το μέλλον του κοινωνικού κράτους, πρώην επίτροπος ΕΕ, πρώην υπουργός.