Οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες έχουν καταστεί εμφανώς πιεστικές για τη νεοδημοκρατική κυβέρνηση μετά τα ογκώδη συλλαλητήρια σε όλη την Ελλάδα στην επέτειο των δύο ετών από το τραγικό πολύνεκρο δυστύχημα των Τεμπών.
Ο κ. Μητσοτάκης επιχείρησε να ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο την πάνδημη συμμετοχή του ελληνικού λαού σε αυτά υπογραμμίζοντας ότι «οι πολίτες θέλουν την Ελλάδα να ανέβει ψηλότερα» και «όχι να πέσει η κυβέρνηση» όπως ορισμένοι φώναξαν στα συλλαλητήρια.
Ο Πρωθυπουργός θέλησε κατά βάση να προσπεράσει τον αντικυβερνητικό χαρακτήρα των εκδηλώσεων μνήμης για την τραγωδία των Τεμπών και να μεταδώσει προς πάσα κατεύθυνση ότι δεν θα πέσει αμαχητί, όπως πολλοί υποθέτουν, παρά θα δώσει μάχη μέχρι το τέλος.
Σε μια αποστροφή του λόγου του στη Βουλή, επικαλούμενος τις διεθνείς εξελίξεις και τις συντελούμενες παγκοσμίως τεράστιες ανατροπές, δήλωσε χαρακτηριστικά ότι «δεν θα το βάλουμε ποτέ κάτω», ξεκαθαρίζοντας ότι «θα παλέψει για να λάμψει η αλήθεια, να αποδοθεί δικαιοσύνη, να φωτισθεί το δράμα των Τεμπών και να αναταχθούν οι συγκοινωνίες στην Ελλάδα».
Ουσιαστικά θέλησε να μεταδώσει στην ελληνική κοινωνία ότι δεν πρόκειται να παραιτηθεί υπό την πίεση της κοινωνικής αντιπολίτευσης και ότι θα είναι εκείνος που θα ηγηθεί της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές του 2027, οπότε και θα κριθεί συνολικά, κατά τα λεγόμενά του, το έργο της κυβέρνησης και προσωπικά του ιδίου.
Ωστόσο τα λόγια του μπορεί να ηχούν ηρωικά και πένθιμα, αλλά οι περισσότεροι και εντός της κυβέρνησης δεν έχουν αμφιβολίες για τη μεταβολή των συσχετισμών στο εκλογικό σώμα. Κανείς δεν πιστεύει ότι ο θρυλούμενος ανασχηματισμός μπορεί να αλλάξει τον ρου των πραγμάτων. Αλλωστε στον κυβερνητικό «πάγκο» του κ. Μητσοτάκη δεν υπάρχουν πολλά «αστέρια» ικανά να υποστηρίξουν μεγάλες πολιτικές και να αναγεννήσουν την κυβερνητική μηχανή.
Επιστροφή στα τοξικά χρόνια των μνημονίων;
Οπως σημείωνε προσφάτως επιφανής υπουργός της κυβέρνησης, «οι συσχετισμοί τού 60%-40% που επικράτησαν στα χρόνια των μνημονίων και του ανορθολογισμού τείνουν να εγκατασταθούν και πάλι στην ελληνική πολιτική».
Και προσέθετε ότι «πλέον παλεύουμε να απευθυνθούμε και να μας ακούσει το 40% του ελληνικού λαού, το 60% σχεδόν αποστρέφει την κεφαλήν του, αρνείται επιδεικτικά να μας ακούσει». «Αυτή είναι» επέμενε «η σκληρή πραγματικότητα, την οποία είναι πολύ δύσκολο να υπερβεί η κυβέρνηση».
Εξηγούσε δε ότι «ο πολυκερματισμός της αντιπολίτευσης δεν επιτρέπει ακόμη να εκφραστούν ενιαία οι νέοι συσχετισμοί, με αποτέλεσμα να συνεχίζει να φαντάζει ηγεμονική η θέση της κυβερνώσας Νέας Δημοκρατίας».
Ωστόσο, γίνεται φανερό πλέον ότι η όποια υπεροχή της κυβέρνησης είναι εύθραυστη και ευάλωτη. Και το πιθανότερο είναι ότι στην πρώτη στροφή, στο πρώτο ρήγμα ή αδυναμία της θα φανερωθεί. Και αυτό μπορεί να συμβεί χωρίς η αντιπολίτευση να έχει δημιουργήσει μέχρι τότε ένα ισχυρό αντίπαλο μέτωπο ή σχήμα ικανό να κυβερνήσει με αξιοπιστία τη χώρα.
Αν όντως επιβεβαιωθούν οι παραπάνω εκτιμήσεις, η αποσταθεροποίηση της Ελλάδας πιθανώς να επέλθει και η χώρα να βρεθεί να αναζητεί λύσεις εντός ενός προβληματικού ανορθολογικού κύκλου, που ορίζεται από φαντασιώσεις οι οποίες πολύ απέχουν από την πραγματική θέση της χώρας, ειδικά στον σημερινό ταραγμένο κόσμο.
Περιττό να σημειώσουμε ότι η Ελλάδα δεν διαθέτει παραδόσεις και κουλτούρα συμμαχικών κυβερνήσεων, όπως π.χ. συμβαίνει στη Γερμανία, όπου οι βασικές πολιτικές δυνάμεις δεν διανοούνται να επιτρέψουν να μείνει η χώρα τους ακυβέρνητη και συναινούν στη βάση συγκεκριμένων προγραμμάτων και επιμέρους πολιτικών.
Χαρακτηριστική θεωρείται η ταχεία συμφωνία συνεργασίας, σε τούτες τις ιδιαίτερες γεωπολιτικές συνθήκες, μεταξύ Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών μετά τις πρόσφατες εκλογές του περασμένου Φεβρουαρίου.
Επικίνδυνο διεθνές περιβάλλον
Σύμφωνα με άλλο κυβερνητικό στέλεχος «το δυστύχημα είναι ότι όλα τούτα καταγράφονται σε καιρούς ταραγμένους και αναθεωρητικούς, σε χρόνους που όχι μόνο περισσεύει η ρευστότητα διεθνώς, αλλά τείνουν να επικρατήσουν στο διεθνές στερέωμα προσωπικότητες αλλοπρόσαλλες και δυνάμεις ανορθολογικές, οι σκοποί και οι επιδιώξεις των οποίων δεν είναι ευκρινείς».
Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν επέρχονται σοβαρές μετατοπίσεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Στις προηγούμενες δυόμισι δεκαετίες η Ελλάδα απολάμβανε το προνόμιο συμμετοχής στην ευρωζώνη, αντλούσε κύρος, ισχύ και καλυπτόταν από σχετική προστασία.
Η διαφαινόμενη οικοδόμηση νέων προς την ευρωζώνη επάλληλων κύκλων και αξόνων, αμυντικών, διπλωματικών και άλλων, μάλλον θα περιορίσει την όποια δυναμική μετέφερε το μέχρι τώρα διατηρούμενο ελληνικό προνόμιο.
Αν επιβεβαιωθεί, για παράδειγμα, η ανάπτυξη νέου αμυντικού ευρωπαϊκού σχήματος με τη συμμετοχή της Γαλλίας, της Γερμανίας και δύο μη συμμετεχουσών στο ευρωπαϊκό σύστημα χωρών, της Μεγάλης Βρετανίας και της Τουρκίας, η ευρωζώνη θα περιοριστεί στη διαχείριση του νομίσματος και τα πράγματα θα δυσκολέψουν πολύ για την Ελλάδα.
Η Τουρκία θα βρεθεί αίφνης να πρωταγωνιστεί στις ευρωπαϊκές αμυντικές υποθέσεις και έτσι να αναγνωριστεί ως κρίσιμος σύμμαχος και εταίρος για τους Ευρωπαίους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις διεκδικήσεις της έναντι της χώρας μας.
Το ίδιο κυβερνητικό στέλεχος σημείωνε πως είναι εύκολο να φανταστεί κανείς πόσο μπορούν να θιγούν τα ελληνικά συμφέροντα αν ταυτόχρονα ο Ταγίπ Ερντογάν συντονιστεί με τον επιθετικό «έμπορο» Ντόναλντ Τραμπ και θελήσει να χειριστεί με ωμό και επιθετικό τρόπο τις διαφορές του με την Ελλάδα, προβάλλοντας ιδιαιτέρως το μακράς διαρκείας στρατήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» και συνδέοντάς το με τον πλούτο των υδρογονανθράκων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Είναι απολύτως προβληματικό το γεγονός ότι αυτές οι ιστορικών διαστάσεων γεωπολιτικές αλλαγές, αυτή η άνευ προηγουμένου κατάρρευση των μεταπολεμικών κανόνων και συμμαχιών, δεν απασχολούν την τρέχουσα ελληνική πολιτική.
Κοινώς, το διαφαινόμενο ελληνικό πολιτικό αδιέξοδο τείνει να αναδειχθεί στη χειρότερη δυνατή διεθνή συγκυρία, σε χρόνο ανατροπών και αλλαγών που εγκυμονούν εθνικούς κινδύνους για τη χώρα. Ολοι μπορούν να φανταστούν τι μπορεί να συμβεί αν η Ελλάδα βρεθεί ακυβέρνητη ή με ασταθή και προβληματική κυβέρνηση σε συνθήκες μεγάλων γεωπολιτικών αλλαγών και ανακατανομής των συμφερόντων και των μέσων διεκδίκησης στην Ευρώπη και στον κόσμο. Πολύ περισσότερο όταν μετά την επανεκλογή Τραμπ τείνει να επικρατήσει στη διεθνοπολιτική το δίκαιο των ισχυρών.