Ο Πρωθυπουργός πολύ πριν από τις νικηφόρες για αυτόν εκλογές του 2019 είχε επεξεργαστεί αρκούντως τα καίρια προβλήματα συντονισμού των προηγούμενων κυβερνήσεων και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι χωρίς κεντρικό έλεγχο και συντονισμό τουλάχιστον των βασικών παραγωγικών υπουργείων δουλειά δεν γίνεται στη χώρα.
Ετσι επέλεξε τη λύση του επιτελικού κράτους, ενός σχήματος κεντρικής οργάνωσης και καθοδήγησης της κυβέρνησης από το Μέγαρο Μαξίμου, ικανού να συντονίζει συστηματικά και οργανωμένα το κυβερνητικό έργο, θέτοντας στόχους και επιμέρους σκοπούς, ο έλεγχος και η παρακολούθηση των οποίων θα εξασφάλιζε επιδόσεις που δεν μπορούσαν να επιτύχουν οι προηγούμενες αποκεντρωμένες κυβερνήσεις που επαφίονταν στην καλή θέληση και στη συνεργασία των υπουργών, οι οποίες συνήθως δεν υπήρχαν. Εξ ου και οι συχνές αλλαγές και οι ατελέσφοροι ανασχηματισμοί ανά εξάμηνο.
Ο κ. Μητσοτάκης είχε πειστεί λοιπόν ότι η χώρα δεν μπορεί να κυβερνηθεί και να αποδώσει χωρίς αποτελεσματική κεντρική διοίκηση και έλεγχο. Μελετώντας και αξιολογώντας προηγούμενες κυβερνήσεις, ήταν βέβαιος πως με πεντακόσια ικανά στελέχη, απλωμένα σε κρίσιμες θέσεις και κεντρικά καθοδηγούμενα από μια συνεκτική ομάδα, θα μπορούσε ένας ηγέτης να επιτύχει τα μέγιστα.
Ερχόμενος στην εξουσία δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να οργανώσει την κυβέρνησή του σύμφωνα με τις πεποιθήσεις του. Αρνούμενος μάλιστα με τρόπο κατηγορηματικό τις όποιες επιφυλάξεις έμπειρων πολιτικών προσώπων που περιέγραφαν τους κινδύνους της οργάνωσης ενός τόσο συγκεντρωτικού σχήματος εξουσίας, που οριζόταν από τον ίδιο και βεβαίως αποδιδόταν επίσης σε αυτόν.
Η αλήθεια είναι ότι το σχήμα σε πρώτη φάση απέδωσε και χρειάστηκε αρκετός χρόνος για να αποκαλυφθούν τα ελλείμματα και οι φθορές του, που σε μεγάλο βαθμό οφείλονταν στα ενδιάμεσα πρόσωπα, στον χαρακτήρα και στον ρόλο που αποδόθηκε στο καθένα από αυτά.
Με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τον γενικό γραμματέα του Πρωθυπουργού, στον οποίο εκ των πραγμάτων, εκ των συνθηκών, λόγω της συγκέντρωσης των ευθυνών και των αρμοδιοτήτων του επιτελικού κράτους, δόθηκαν δυνατότητες που τον ξεπερνούσαν.
Ηταν τέτοιο το εύρος των υποθέσεων που χειριζόταν που προσπέρασε και αυτήν ακόμη την πολυπραγμοσύνη του. Εφτασε κάποια στιγμή ο «περιζήτητος» γενικός γραμματέας του Πρωθυπουργού να φαντασιώνεται ότι πρωθυπουργεύει!
Συναντάται το σύνδρομο της υποκατάστασης των πάντων και της υπεροχής έναντι όλων σε πρόσωπα χωρίς εμπειρίες, βάθος και έρμα. Οταν η εξουσία προσφέρεται αφειδώς και συναντάται με την υπεροψία του νεοφώτιστου, το απαιτούμενο μέτρο και η επιβεβλημένη αυτοσυγκράτηση χάνονται. Αντί αυτών αναδεικνύονται και επικρατούν η υπεροψία, η οίηση, η αυθαιρεσία και εν τέλει το σκάνδαλο. Το χειρότερο ίσως είναι ότι η συγκεκριμένη στάση και συμπεριφορά αναμεταδίδεται, μεταφέρεται και έτσι ένας ευρύτερος κύκλος φτάνει να κινείται αναλόγως, χωρίς αυτοέλεγχο και ενοχές.
Κάπως έτσι φανερώθηκε το επιτελικό λάθος που τώρα καταδιώκει και πιέζει αφόρητα τον Πρωθυπουργό και συνολικά την κυβέρνησή του.