Υπό τη βαριά σκιά των τελευταίων απαράδεκτων ανθελληνικών δηλώσεων του γνωστού μας Νεοσουλτάνου, μία ακόμη προοπτική ελληνοτουρκικής συνεννόησης διανοίγεται με τη συνάντηση των δύο υπουργών Εξωτερικών στην Αγκυρα και την προγραμματισμένη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη. Και το ερώτημα είναι αν τη φορά αυτή θα προκύψει κάτι ουσιαστικό, που θα μπορούσε να άρει το γνωστό επικίνδυνο αδιέξοδο, που διαρκεί εδώ και 50 χρόνια. Για να συμβεί όμως αυτό θα πρέπει και οι δύο πλευρές να αντιμετωπίσουν το πολιτικό κόστος που συνεπάγεται μια λύση, εφόσον αναμένεται ότι αυτή δεν θα ικανοποιεί πλήρως ούτε την Ελλάδα ούτε την Τουρκία. Και είναι αυτό το τεράστιο εμπόδιο, με όλες τις εύλογες εσωτερικές του αναταράξεις, που ουσιαστικά δεν επέτρεψε να φθάσουμε σε λύσεις στο παρελθόν.
Γι’ αυτό προφανώς οι δύο πλευρές συμφώνησαν τη φορά αυτή να υπάρξει μια βήμα προς βήμα προσέγγιση, ξεκινώντας από τα ευκολότερα προβλήματα (τα λεγόμενα χαμηλής πολιτικής) και φθάνοντας στα δυσκολότερα, που είναι φυσικά η οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών και η παραπομπή στη Χάγη, αν δεν υπάρξει συμφωνία στην εκατέρωθεν έκταση των χωρικών υδάτων, που αποτελεί τη βάση για την οριοθέτηση. Ενώ παράλληλα απαιτείται συμφωνία στο περιεχόμενο του περιώνυμου συνυποσχετικού πριν την παραπομπή. Και εδώ είναι το μεγάλο αγκάθι, καθώς η μεν Αθήνα επιμένει ότι μία είναι η διαφορά, ο καθορισμός των ορίων της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, ενώ η Αγκυρα θέτει τη γνωστή σειρά μονομερών διεκδικήσεων, χωρίς να δείχνει καμία διάθεση να παραιτηθεί από αυτές, ενώ στο παρελθόν είχε δεχθεί μια κλιμακωτή αύξηση των χωρικών υδάτων.
Η συμφωνία αυτή δεν προχώρησε όμως λόγω κυβερνητικών αλλαγών κα στις δύο χώρες. Σύμφωνα με αυτήν θα μπορούσαν σε ορισμένα νησιά τα όρια να παραμείνουν στα 6 μίλια, σε άλλα να επεκταθούν στα 8, ενώ στις ηπειρωτικές ακτές να επεκταθούν έως και στα 12 μίλια με απώτερη εναρμόνιση και του εναερίου χώρου, εφόσον αυτός, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, θα πρέπει να ταυτίζεται με το όριο των χωρικών υδάτων. Ιδού λοιπόν μια βάση πάνω στην οποία θα μπορούσαν να ξεκινήσουν και πάλι οι συνομιλίες, με την προοπτική αν δεν υπάρξει τελική συμφωνία, να παραπεμφθεί το θέμα στη Χάγη. Μόνο που πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το Διεθνές Δικαστήριο, για λόγους τήρησης πολιτικών ισορροπιών, δεν δίνει ποτέ 100% δίκιο σε μία πλευρά. Και το καίριο ερώτημα είναι αν είμαστε έτοιμοι να δεχθούμε (εφόσον μάλιστα διακηρύσσουμε μονίμως ότι στηρίζουμε το Διεθνές Δίκαιο) μια τέτοια απόφαση, ή αν προτιμούμε τη διαιώνιση της γνωστής συνταγής της ακινησίας, που δίνει όμως την ευκαιρία στην Τουρκία να θέτει συνεχώς και νέες διεκδικήσεις.