Αναζητώντας ένα πειστικό εκλογικό δίλημμα, η κυβέρνηση προετοιμάζεται για τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, έχοντας όμως την ίδια στιγμή ανοιχτά κοινωνικά μέτωπα, τα οποία αναμένεται ότι θα βαρύνουν στις αποφάσεις των πολιτών και, σε μεγάλο βαθμό, θα καθορίσουν το αποτέλεσμα.
Από το Μέγαρο Μαξίμου και την Πειραιώς αρχίζει ήδη παρασκηνιακώς να καλλιεργείται ένα κλίμα μάλλον μετριοπαθών προσδοκιών, τουλάχιστον ως προς τον πήχη της εκλογικής επιτυχίας. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του γνωρίζουν ότι οι πιθανότητες επανάληψης ενός θριάμβου, με ποσοστά στη σφαίρα του 40% είναι περιορισμένες και μάλλον αποτελούν μια μη ρεαλιστική επιδίωξη. Εξ ου και ήδη ο εκλογικός στόχος τίθεται με βάση το ποσοστό των προηγούμενων ευρωεκλογών του Μαΐου 2019 (33,12%). Ωστόσο, μία τέτοια επίδοση θα υπολείπεται κατά επτά μονάδες από τα ποσοστά των εθνικών εκλογών και αν τελικά επαληθευτεί κάτι τέτοιο, μοιραία θα πυροδοτήσει συζητήσεις για τη φθορά της κυβέρνησης μόλις έναν χρόνο μετά την τελευταία νίκη της, τον Ιούνιο του 2023.
Παρά ταύτα, η δημοσκοπική εικόνα και η αλληλεπίδραση μίας σειράς παραμέτρων διαμορφώνουν, σε βαθμό βεβαιότητας, την αίσθηση ότι η νίκη με μεγάλη διαφορά από τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι προδιαγεγραμμένη. Υπό αυτή τη συνθήκη, το εκλογικό επιτελείο της ΝΔ στρέφει την προσοχή του σε άλλα σημεία, τα οποία, αφενός, θα επηρεάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα και, αφετέρου, πιθανώς να αποδειχθούν κρίσιμα για την πολιτική ατμόσφαιρα στο διάστημα που θα ακολουθήσει.
Ο εφησυχασμός και η τάση αποδοκιμασίας
Οι καθοριστικοί παράγοντες του τετραμήνου έως τις κάλπες των ευρωεκλογών εντοπίζονται στην ιδιομορφία του πολιτικού σκηνικού και στα πεδία όπου η κυβέρνηση είτε παρουσιάζει χαμηλές επιδόσεις, είτε αρχίζει να συναντά κύματα αντιδράσεων, οργανωμένων ή μη. Ως προς την πολιτική συνθήκη, τα στοιχεία του προβληματισμού είναι συγκεκριμένα.
Η απουσία αντιπολίτευσης κρύβει τον μεγάλο κίνδυνο του εφησυχασμού, ο οποίος ευνοεί την αδράνεια του κομματικού μηχανισμού της ΝΔ και κυρίως εντείνει την αδιαφορία των ψηφοφόρων.
Την ίδια στιγμή, οι ασκούμενες πολιτικές ή οι κυβερνητικές παραλείψεις, σε συνδυασμό με τη χαλαρότητα της ψήφου, ελλείψει ουσιαστικής διακύβευσης, πιθανολογείται ότι θα μπορούσαν να ευνοήσουν την απελευθέρωση των διαθέσεων όσων θα θελήσουν να στείλουν ένα μήνυμα αποδοκιμασίας προς την κυβέρνηση.
Τα περιστατικά των τελευταίων εβδομάδων έχουν διαμορφώσει υπό αυτό το πρίσμα ένα πεδίο έντονου προβληματισμού σε ορισμένους κυβερνητικούς και κομματικούς κύκλους. Στελέχη και των δύο επιτελείων διαπιστώνουν ότι σε μία αξιοσημείωτη μερίδα κόσμου αρχίζει να διαμορφώνεται η αίσθηση ότι η κυβέρνηση κινείται πλέον σε μια τροχιά ασύμπτωτη προς τις ανάγκες, τις προσδοκίες και τις απαιτήσεις των πολιτών.
Οι κινητοποιήσεις των αγροτών και της εκπαιδευτικής κοινότητας για τις αλλαγές στα ΑΕΙ, το πρόβλημα της εύρεσης στέγης, τα αλλεπάλληλα περιστατικά ανομίας (π.χ. οι δολιοφθορές στους αγωγούς ύδρευσης της Αίγινας και ηλεκτροδότησης της Κρήτης), η έξαρση της βίας και των δολοφονιών-ξεκαθαρίσματος μεταξύ εγκληματικών συμμοριών, η επανεμφάνιση της τρομοκρατίας, η βία στα σχολεία και μεταξύ των ανηλίκων, η ακρίβεια και η ασύμμετρη επένδυση πολιτικού κεφαλαίου σε ζητήματα που απέχουν πολύ από τις προτεραιότητες και αγωνίες των πολιτών (βλ. γάμος ομοφύλων) τείνουν να διαμορφώσουν την αντίληψη σε μία σημαντική ομάδα (και) ψηφοφόρων της ΝΔ ότι η κυβέρνηση χάνει τον έλεγχο και πάντως ότι βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση από τις κυρίαρχες ανησυχίες τους.
Ασύμμετρη χαλαρότητα
Σε αυτές τις συνθήκες και καθώς οι ευρωεκλογές διεξάγονται σε ένα κλίμα γενικής αμφισβήτησης και δυσφορίας σε ολόκληρη την Ενωση, τα στελέχη του Μαξίμου και της Πειραιώς αναζητούν μεθόδους και μέσα για την ενίσχυση της εκλογικής επαγρύπνησης και παράλληλα μια πολιτική επιχειρηματολογία και συνθηματολογία, η οποία θα αποτρέψει, στον βαθμό του εφικτού και ρεαλιστικού, την ψήφο αποδοκιμασίας, αδιαφορίας και διαμαρτυρίας.
Η αποστολή δεν είναι εύκολη, και αυτό το διαπιστώνουν ακόμη και έμπειρα στελέχη και εν ενεργεία ευρωβουλευτές. Ορισμένοι από αυτούς μάλιστα εκτιμούν ότι μέχρι στιγμής δεν έχει καταστρωθεί μία στρατηγική αντίστοιχη της ιδιαιτερότητας της επικείμενης αναμέτρησης και ότι η κυβέρνηση προετοιμάζεται για τις κάλπες του Ιουνίου με μία μάλλον ασύμμετρη χαλαρότητα.
Προσπάθεια κινητοποίησης
Παρ’ όλα αυτά, σε ορισμένους κομματικούς κύκλους εκδηλώνεται ανησυχία και καταστρώνονται σχέδια για την κινητοποίηση μηχανισμών και στελεχών και για τη χάραξη μιας στρατηγικής εν όψει των εκλογών της 9ης Ιουνίου.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ήδη ξεκινήσει τις περιοδείες και έχει δώσει τα πρώτα δείγματα των σχεδιασμών του, ενώ από τις προσεχείς εβδομάδες θα πυκνώσει η δραστηριότητα στελεχών όπως της γραμματέως της ΠΕ Μαρίας Συρεγγέλα, η οποία θα αναλάβει το βάρος της προεκλογικής εκστρατείας ανά την Ελλάδα, και του επικεφαλής της ευρωομάδας της ΝΔ, Βαγγέλη Μεϊμαράκη, ο οποίος θα επιστρατευθεί και στο εσωτερικό, όσο παράλληλα θα «τρέχει» και για την προεκλογική καμπάνια και του ΕΛΚ, με την ιδιότητα του αντιπροέδρου της ευρωομάδας του κόμματος.
Η τακτική και το σχέδιο που λείπει
Στις αρχικές συζητήσεις για τον σχεδιασμό της εκλογικής στρατηγικής στην Πειραιώς, έχει εντοπισθεί ο κίνδυνος της αδιαφορίας των πολιτών για τα στοιχήματα των ευρωεκλογών. Ειδικότερα δε σε μια συγκυρία κατά την οποία αναδεικνύεται το αγροτικό ζήτημα σε όλες τις διαστάσεις του, ευρωπαϊκές και εθνικές, έχει αποφασιστεί ότι η κυβέρνηση θα δώσει ιδιαίτερη έμφαση στα όσα έχουν προηγηθεί στο πεδίο της ευρωπαϊκής διαπραγμάτευσης των τελευταίων ετών, για την «πράσινη μετάβαση» της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.
Με βάση αυτά αναμένεται ότι θα επιδιωχθεί να επισημανθούν οι ενστάσεις και οι αντιρρήσεις τις οποίες έχει διατυπώσει ο Πρωθυπουργός στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια ως προς την ταχύτητα και την ίδια τη φύση των αλλαγών, οι οποίες επιβαρύνουν με δυσανάλογο τρόπο και κόστος την παραγωγική διαδικασία στον πρωτογενή τομέα, ενώ παράλληλα θα προβάλλεται ότι ΠαΣοΚ και ΣΥΡΙΖΑ τάσσονταν ανεπιφύλακτα και σχεδόν άνευ όρων υπέρ της νέας ΚΑΠ.
Παράλληλα, στο διάστημα των αμέσως επόμενων εβδομάδων η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να επιταχύνει και να απλοποιήσει τις γραφειοκρατικές διαδικασίες για τη βεβαίωση και καταβολή αποζημιώσεων, επιδομάτων, κ.λπ., με την ελπίδα ότι θα κατευναστούν οι αντιδράσεις των αγροτών στη Θεσσαλία κ.α.
Ωστόσο, όπως σημειώνουν επαγγελματίες του κλάδου, θα παραμένει σε εκκρεμότητα το μεγάλο ζητούμενο, που είναι η διαμόρφωση ενός συνολικού και ρεαλιστικού εθνικού σχεδίου για την αναδιάρθρωση και ανασυγκρότηση του πρωτογενούς τομέα.