«Δεν θέλω αυτή τη στιγμή καμία κουβέντα» δήλωνε σύμφωνα με συνομιλητές του ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον στενό κύκλο συνεργατών του και σε όσους επιχείρησαν τις προηγούμενες ημέρες να συζητήσουν τα επόμενα πολιτικά βήματα και τις αποφάσεις για τον χρόνο των εκλογών.
Το δυστύχημα των Τεμπών και ο τραγικός τρόπος με τον οποίο αποκαλύφθηκαν για μία ακόμα φορά τα ελλείμματα του ελληνικού κράτους, οι διαχρονικές παθογένειες, οι εγκληματικές αμέλειες και οι δαιδαλώδεις ευθύνες για όλα αυτά, επιβάρυναν σε δραματικό βαθμό το κλίμα στη χώρα και υπό αυτή την έννοια αντιμετωπίζονται και από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό ως κομβικό σημείο της θητείας του.
Ενας επιπλέον λόγος για αυτό είναι ότι με την τραγική αφορμή του δυστυχήματος αποκαλύφθηκε ένα κρίσιμο πεδίο του κρατικού τομέα, στο οποίο οι παρεμβάσεις εκσυγχρονισμού κατά τη διάρκεια της προηγούμενης τετραετίας ήταν τουλάχιστον αποσπασματικές και ανεπαρκείς.
Υπό την πίεση των γεγονότων, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του βρέθηκαν τις προηγούμενες ημέρες σε μια αδυναμία λήψης πολιτικών αποφάσεων, πέραν εκείνων οι οποίες αφορούν τη διαχείριση του τραγικού περιστατικού, την κινητοποίηση του διασωστικού δυναμικού, την παροχή στήριξης στους τραυματίες και στις οικογένειες των θυμάτων. Η συναισθηματική φόρτιση ήταν έντονη και η καθαρή σκέψη δυσχερής.
Προβληματισμός για την 9η Απριλίου
Παρά ταύτα, οι αποφάσεις για τα παραιτέρω και για τον χρόνο των εκλογών θα γίνουν σύντομα μια πιεστική αναγκαιότητα.
Το σενάριο της 9ης Απριλίου παρέμενε ενεργό έως και τα τέλη της εβδομάδας και προϋπέθετε ότι η προκήρυξη των εκλογών και η διάλυση της Βουλής θα πρέπει να γίνουν πριν τις 20 Μαρτίου. Σε κάθε διαφορετική περίπτωση, τα χρονοδιαγράμματα θα διαφοροποιηθούν και ο τρόπος των ανακοινώσεων θα προσαρμοστεί αναλόγως.
Σύμφωνα πάντως με επιβεβαιωμένες πληροφορίες, τις προηγούμενες ημέρες το πρωθυπουργικό περιβάλλον άρχισε να αμφιταλαντεύεται, οι επιφυλάξεις από υπουργούς και κομματικά στελέχη για την 9η Απριλίου (ή ακόμα και για τις 23 ή 30 του ίδιου μήνα) έγιναν εντονότερες και το ενδεχόμενο της προκήρυξης των εκλογών στις 21 Μαΐου, ώστε να είναι «ασφαλής» και η χρονική απόσταση από τις Πανελλαδικές εξετάσεις του Ιουνίου, άρχισε να συζητείται σοβαρά. Εφόσον αυτό επικρατήσει τελικά, οι δεύτερες εκλογές θα διεξαχθούν πιθανότατα στις 2 Ιουλίου.
Η συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου
Κυβερνητικές πηγές αναφέρουν ότι η συνεδρίαση του εξ αναβολής Υπουργικού Συμβουλίου αναμένεται εκτός απροόπτου εντός της εβδομάδας, δίχως όμως να μπορεί να διαβεβαιώσει κανείς αν σε αυτό θα γίνουν οι ανακοινώσεις οι οποίες είχαν προγραμματιστεί για την προηγούμενη Παρασκευή ως προς το χρονοδιάγραμμα των εκλογών.
Οι συσκέψεις πάντως με αντικείμενο την προεκλογική ετοιμασία επανέρχονται στην ημερήσια διάταξη και όπως μεταδίδεται από το Μέγαρο Μαξίμου, οι τελικές αποφάσεις του Πρωθυπουργού δεν πρόκειται να καθυστερήσουν.
Ο κίνδυνος του «εκτροχιασμού»
Γεγονός είναι ότι η βαριά ατμόσφαιρα λόγω του δυστυχήματος και του πένθους που σκέπασε όλη τη χώρα αξιολογείται ως μια νέα πολιτική παράμετρος της περιόδου και ειδικά λίγο πριν από τις εκλογές, δίχως όμως να είναι κανείς σε θέση αυτή τη στιγμή να προσδιορίσει το πώς θα επιδράσει στην πολιτική αντιπαράθεση ή αν θα επηρεάσει τάσεις και διαθέσεις των πολιτών.
Υπό αυτό το πρίσμα πάντως, για την κυβέρνηση διαμορφώνεται ένα νέο πεδίο πίεσης και προκλήσεων προς άμεση αντιμετώπιση, ως προς τη διερεύνηση των παθογενειών, την απόδοση ευθυνών και την ταχεία κινητοποίηση για την αποκατάσταση των δραματικών ελλειμμάτων ασφαλείας του σιδηροδρομικού δικτύου (κατά τα όσα αναφέρουν κυβερνητικές πηγές, η σηματοδότηση θα έχει τεθεί σε λειτουργία «μέχρι τον Σεπτέμβριο»).
Ο κίνδυνος τον οποίο διαβλέπουν στο Μέγαρο Μαξίμου είναι ο εκτροχιασμός της πολιτικής συζήτησης σε μια ασύμμετρη αντιπαράθεση με αφορμή το δυστύχημα. Κυβερνητικές πηγές εκτιμούν με βεβαιότητα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσει να ανεβάσει τους τόνους και ενδεχομένως να αποδυθεί σε μια εκστρατεία συμψηφισμού του τραγικού περιστατικού των Τεμπών με τη συμφορά στο Μάτι. Κατά τα όσα διαμηνύουν πάντως συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη, η κυβέρνηση και ο ίδιος δεν έχουν καμία διάθεση να εμπλακούν σε τέτοιου είδους σύγκρουση και παραπέμπουν ως προς αυτό στην ταχύτητα της παραίτησης του Κώστα Αχ. Καραμανλή και στη δρομολόγηση όλων των διαδικασιών για τη διερεύνηση του δυστυχήματος, την απόδοση/ανάληψη ευθυνών και τη βελτίωση των υποδομών.
Η απειλή της γενικής απαξίωσης
Πολιτικοί παράγοντες από όλους τους χώρους, αναλυτές, επικοινωνιολόγοι και δημοσκόποι, εκτιμούν ότι το δυστύχημα των Τεμπών έχει χαρακτηριστικά τα οποία μπορεί να επιδράσουν καταλυτικά στο πολιτικό πεδίο. Κατά τα όσα σημειώνουν, η τυχόν προσπάθεια πολιτικής αξιοποίησης – πόσο μάλλον εκμετάλλευσης – από οποιαδήποτε πλευρά δύσκολα μπορεί να προσφέρει οφέλη. Πιθανότατα δε να οδηγήσει σε αντίθετα αποτελέσματα. Προσθέτουν επιπλέον οι ίδιες πηγές ότι απόπειρες υποδαύλισης πολιτικών αντιπαραθέσεων σε ένα τέτοιο πεδίο, ειδικώς σε μια συγκυρία όπως η σημερινή και με δεδομένη την επισώρευση πολλαπλών κρίσεων της προηγούμενης δεκαετίας, είναι πιθανό να έχουν διαλυτική επίδραση στο πολιτικό πεδίο. Οπως επισημαίνεται, στο διάστημα που μεσολαβεί έως τις εκλογές θα τεθούν σε δοκιμασία οι ικανότητες διαχείρισης και ο βαθμός υπευθυνότητας όλων των πολιτικών δυνάμεων και προσώπων. Το επίδικο θα είναι αν θα διαμορφωθεί μια τάση αποστασιοποίησης από το πολιτικό σύστημα και γενικής απαξίωσης εκ μέρους των πολιτών ή αν αυτή θα αποτραπεί και θα τεθούν σε πραγματική βάση οι προτεραιότητες και οι ανάγκες της χώρας.