Ο μήνας Σεπτέμβριος είναι, όπως φαίνεται, σημαδιακός για τη σύντομη ιστορία του μικρού βαλκανικού κράτους της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας που προέκυψε από τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Πριν από 27 χρόνια, στις 8 Σεπτεμβρίου 1991, οι πολίτες της άλλοτε «Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» (μιας εκ των συστατικών Δημοκρατιών της ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας) ψήφιζαν σε ποσοστό 96,4% υπέρ μιας ανεξάρτητης και κυρίαρχης «Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Στις κάλπες είχε τότε προσέλθει το 75,7% των εγγεγραμμένων πολιτών. Σήμερα, 30 Σεπτεμβρίου 2018, οι πολίτες της πΓΔΜ (όνομα προσωρινό, με το οποίο η χώρα έγινε μέλος του ΟΗΕ το 1993 μέχρι να βρεθεί οριστική λύση στην εκκρεμότητα της ονομασίας) καλούνται και πάλι στις κάλπες για να ψηφίσουν σε άλλο ένα ιστορικό δημοψήφισμα με σκοπό την αλλαγή της συνταγματικής ονομασίας του κράτους τους σε «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας». Αυτή τη φορά το διακύβευμα είναι εξίσου μεγάλο: ο ευρωατλαντικός προσανατολισμός της χώρας και η ένταξή της στο ΝΑΤΟ αρχικά και στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) κάποια χρόνια αργότερα. Το ερώτημα είναι άλλωστε σαφές: «Υποστηρίζετε την ένταξη στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ αποδεχόμενοι τη συμφωνία μεταξύ της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» και της Ελληνικής Δημοκρατίας;».
Οι συνθήκες
Οι συνθήκες είναι σήμερα πολύ διαφορετικές από τότε. Το 1991 τα αισθήματα ήταν εντονότερα και η υψηλή συμμετοχή το απέδειξε αυτό, σε μια περίοδο που τα Βαλκάνια βρίσκονταν σε πρωτοφανή αναβρασμό και ανακατάταξη. Παρά το γεγονός ότι η αλλαγή του ονόματος από «Δημοκρατία της Μακεδονίας» σε «Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή (erga omnes), είναι πλέον το «κλειδί» ώστε η χώρα να προσεγγίσει το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, η προεκλογική εκστρατεία υπήρξε μάλλον υποτονική, αν εξαιρέσει κανείς κάποιες ρητορικές εξάρσεις. Ακόμη και το ζήτημα της συμμετοχής , αν δηλαδή θα προσέλθει να ψηφίσει ποσοστό άνω του 50% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, έχει ελαφρώς απονευρωθεί τις τελευταίες ημέρες. Ο συμβολισμός όμως παραμένει ισχυρός στην πολιτική και ουδείς από τους «μονομάχους» στα Σκόπια μπορεί να αγνοήσει τι θα φέρει η επόμενη μέρα.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν απασχολεί, φυσικά, μόνο την Ελλάδα, όπου το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινής γνώμης αντιτίθεται στη συμφωνία των Πρεσπών, ενώ η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση διασταυρώνουν με μανία τα πολιτικά ξίφη τους. Η επιτυχής ολοκλήρωση της διαδικασίας επίλυσης του ονοματολογικού παρακολουθείται στενά τόσο από τους Αμερικανούς όσο και από την ΕΕ, ιδιαίτερα δε από ορισμένα κράτη-μέλη που δίνουν μεγάλη έμφαση στις εξελίξεις στη Βαλκανική. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι μόλις την περασμένη Πέμπτη και Παρασκευή, λίγα 24ωρα πριν από το δημοψήφισμα, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της πΓΔΜ και αρμόδιος για ευρωπαϊκές υποθέσεις Μπουγιάρ Οσμάνι (σχεδιάζει να επισκεφθεί και την Αθήνα εντός του πρώτου δεκαημέρου του Οκτωβρίου) βρέθηκε στις Βρυξέλλες με σκοπό να ανοίξει η διαδικασία του screening (ελέγχου/εξέτασης) εκ μέρους της Κομισιόν επί του κεφαλαίου 23 της ενταξιακής διαδικασίας που αφορά θέματα κράτους δικαίου και θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αυτό είναι ένα από τα ζητήματα στα οποία η πΓΔΜ πρέπει να επιδείξει πρόοδο αν θέλει τον προσεχή Ιούνιο να λάβει ημερομηνία έναρξης ενταξιακών συνομιλιών, και αποδεικνύεται ότι η ΕΕ θέλει να βοηθήσει. Η επίλυση της εκκρεμότητας της ονομασίας θα είναι ένα «success story» για τους Δυτικούς σε μια περίοδο που το δυτικό μοντέλο βάλλεται πανταχόθεν. Από κάποιους θεωρείται δε προάγγελος ευρύτερων ανακατατάξεων στα Βαλκάνια, καθώς δεν αποκλείονται εξελίξεις στις σχέσεις Σερβίας – Κοσόβου.
Ο παράγων Ιβανόφ
Ουσιαστικά, η προεκλογική μάχη εν όψει του σημερινού δημοψηφίσματος έχει εστιαστεί στο αν η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ (ο οποίος πραγματοποίησε την τελευταία προεκλογική του συγκέντρωση στο αλβανόφωνο Τέτοβο) θα μπορέσει να αποτρέψει μια μαζική αποχή, που φαίνεται να είναι η άρρητη στρατηγική της αξιωματικής αντιπολίτευσης του VMRO-DPMNE. Οι εκτιμήσεις λένε ότι 94% των ψηφοφόρων του κυβερνώντος Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SDSM) θα πάνε να ψηφίσουν. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης βρίσκεται σε μια περίεργη θέση. Πληγωμένο σοβαρά από τα σκάνδαλα της διακυβέρνησης του σήμερα διωκόμενου Νίκολα Γκρούεφσκι, θέλει να μην απομακρυνθεί από τα εθνικιστικά νάματα – κάτι το οποίο σημαίνει ότι η άρνηση της συνταγματικής ονομασίας «Δημοκρατία της Μακεδονίας» θα ήταν ανάθεμα -, αλλά παράλληλα να μην εμφανιστεί ότι καταψηφίζει ευθέως τη συμφωνία των Πρεσπών. Οσοι γνωρίζουν όσα συζητούνται πίσω από κλειστές πόρτες στα Σκόπια τονίζουν ότι έχει ασκηθεί σφοδρή πίεση στο VMRO-DPMNE από τους εταίρους του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, ιδιαίτερα από τη γερμανική πλευρά, να μην τορπιλίσει τη συμφωνία. Για να βγει από το αδιέξοδο, ο σημερινός πρόεδρος του κόμματος Χρίστιαν Μισκόφσκι έχει δηλώσει ότι οι ψηφοφόροι του VMRO-DPMNE θα ψηφίσουν κατά συνείδηση.
Κίνημα μποϊκοτάζ
Μήπως όμως υπογείως η αξιωματική αντιπολίτευση ενθαρρύνει την αποχή; Δεν είναι εύκολο αυτό να αποδειχθεί. Διαφαίνεται όμως ότι υπάρχει μια κινητικότητα στο Internet ώστε να αποθαρρυνθούν ψηφοφόροι να προσέλθουν στις κάλπες. Σύμφωνα με την Transatlantic Commission on Election Integrity, η οποία παρακολουθεί τη δραστηριότητα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έχουν δημιουργηθεί αρκετοί νέοι (δηλαδή εντός των τελευταίων 60 ημερών) αυτοματοποιημένοι λογαριασμοί στο Twitter που υποστηρίζουν το κίνημα υπέρ του μποϊκοτάζ, καθώς και πολιτικούς ή αξιωματούχους που τάσσονται υπέρ αυτού. Οι λογαριασμοί αυτοί καταλαμβάνουν περί το 10% της γενικότερης συζήτησης – ποσοστό υψηλότερο από αυτό στις πρόσφατες εκλογές στο Μεξικό και τρεις φορές υψηλότερο σε σχέση με τις τελευταίες εκλογές στην Ιταλία.
Αυτό που είναι όμως ξεκάθαρο είναι ότι ο σημερινός πρόεδρος Γκιόργκι Ιβανόφ τάσσεται υπέρ του μποϊκοτάζ της σημερινής ψηφοφορίας και δεν δίστασε να το διακηρύξει αυτό από το βήμα της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών. Ο κ. Ιβανόφ έχει εξοργίσει πολλούς με τη στάση του και είναι ενδεικτικό ότι η Ανγκελα Μέρκελ απέφυγε να τον συναντήσει στην πρόσφατη επίσκεψή της στα Σκόπια. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, η σκληρή πτέρυγα του VMRO-DPMNE έχει ήδη στρέψει το βλέμμα της στην επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος και δεν αποκλείεται ο κ. Ιβανόφ, η θητεία του οποίου ολοκληρώνεται τον προσεχή Απρίλιο, να έχει σχέδιο να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο. Από άλλες πλευρές αυτό το ενδεχόμενο απορρίπτεται κατηγορηματικά.
Η περίπλοκη εκλογική αριθμητική και η συμμετοχή
Δικαίωμα να ψηφίσουν έχουν σήμερα 1.806.336 άνθρωποι στην πΓΔΜ. Θα στηθούν 3.480 εκλογικά κέντρα σε 80 δήμους, με την ψηφοφορία να ξεκινά στις 07.00 και να ολοκληρώνεται στις 19.00 (τοπική ώρα). Σύμφωνα επίσης με τον πρόεδρο της Κρατικής Εφορευτικής Επιτροπής Ολιβερ Ντερκόφσκι, περίπου 2.700 ψηφοφόροι της Διασποράς έχουν εγγραφεί για να ψηφίσουν στις 33 διπλωματικές αποστολές και προξενικά γραφεία της χώρας ανά τον κόσμο. Κρίνοντας από τον συνολικό αριθμό των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, για να διασφαλιστεί ότι το ποσοστό συμμετοχής θα φθάσει το 50% που προβλέπει το Αρθρο 30, παράγραφος 1 του νόμου περί δημοψηφισμάτων, θα πρέπει να ψηφίσουν λίγο περισσότεροι από 903.000 άνθρωποι.
Ωστόσο, το ζήτημα της συμμετοχής είναι πιο περίπλοκο από όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Οι εκλογικοί κατάλογοι δεν έχουν ανανεωθεί εδώ και αρκετά χρόνια. Σύμφωνα με όσα πρόσφατα δήλωσε στη «Frankfurter Allgemeine» ο υπουργός Εξωτερικών Νίκολα Ντιμιτρόφ, «η πρόκληση έγκειται στους ανακριβείς εκλογικούς καταλόγους», σημειώνοντας ότι περίπου 300.000-400.000 εκ των 1,8 εκατομμυρίων εγγεγραμμένων ψηφοφόρων δεν βρίσκονται στη χώρα. Για τον λόγο αυτόν και σε συνδυασμό με τον συμβουλευτικό και όχι δεσμευτικό χαρακτήρα του δημοψηφίσματος, ο κ. Ντιμιτρόφ άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο η κυβέρνηση να προχωρήσει κανονικά στις συνταγματικές αλλαγές στο Κοινοβούλιο ακόμη και αν η συμμετοχή δεν φθάσει στο όριο του 50%. «Ορισμένοι συνταγματολόγοι», σημείωσε, «εκτιμούν ότι στην περίπτωση αυτή (σ.σ.: η συμμετοχή να είναι χαμηλότερη του 50%) η απόφαση επιστρέφει στη Βουλή. Αλλωστε, το δημοψήφισμα δεν συνιστά νομική προϋπόθεση για τη διαδικασία επίλυσης. Στη συμφωνία μας με την Ελλάδα αναφέρεται ως δυνατότητα και όχι ως αναγκαιότητα». Στο Αρθρο 1, παράγραφος 4γ της συμφωνίας των Πρεσπών συγκεκριμένα αναφέρεται: «Το δεύτερο μέρος (σ.σ.: η πΓΔΜ), εφόσον το αποφασίσει, θα διεξαγάγει δημοψήφισμα».
Ο κ. Ντιμιτρόφ διασταύρωσε τα ξίφη του επί του ιδίου θέματος σε τηλεμαχία που διεξήχθη το βράδυ της περασμένης Τετάρτης με τον αντιπρόεδρο του VMRO-DPMNE Αλεξάνταρ Νικολόσκι. Στη συζήτηση αυτή ο υπουργός Εξωτερικών επανέλαβε την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να ανακηρύξει το δημοψήφισμα ως επιτυχημένο εφόσον υπάρχει μια «ορατή πλειοψηφία» και όχι απαραίτητα μια «νομική πλειοψηφία». Ο κ. Νικολόσκι απάντησε λέγοντας ότι «είναι σαφές ποιο είναι ένα επιτυχημένο δημοψήφισμα. Δεν καθορίζεται από τα πολιτικά προγράμματα αλλά από τον νόμο». Προειδοποίησε επίσης για πιθανή νοθεία εκ μέρους της κυβέρνησης.
Οι Αλβανοί της πΓΔΜ, που αποτελούν περίπου το 25% του πληθυσμού, εμφανίζονται, τουλάχιστον σε επίπεδο ηγεσίας, να υποστηρίζουν ένθερμα το «Ναι» στο σημερινό δημοψήφισμα. Η μαζική συμμετοχή τους είναι κρίσιμη τόσο για την επίτευξη του ορίου του 50% όσο και για το υψηλό ποσοστό του «Ναι», κάτι που θα δημιουργούσε νέα δυναμική εν όψει των συζητήσεων στη Βουλή για τη συνταγματική αναθεώρηση. Σύμφωνα με κάποιες μετρήσεις, υπάρχει ένα ποσοστό Αλβανών, ίσως μέχρι 30%, που εμφανίζεται αναποφάσιστο για το αν θα πάει να ψηφίσει. Υπενθυμίζεται ότι κατά την έγκριση της συμφωνίας των Πρεσπών, στα τέλη Ιουνίου, ψήφισαν υπέρ αυτής 69 βουλευτές. Κυβερνητικές πηγές από τα Σκόπια έλεγαν ότι μπορούν να υπολογίζουν σε έναν συμπαγή πυρήνα 72-73 βουλευτών που στηρίζουν τις αλλαγές του ονόματος και επίσης του προοιμίου του Αρθρου 3 (που αφορά το απαραβίαστο των συνόρων και την εδαφική ακεραιότητα) και του Αρθρου 49 (που αφορά τη Διασπορά). Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι αυτές οι αλλαγές έχουν περάσει σχεδόν απαρατήρητες από πολλούς στην Ελλάδα, αν και πολύ σημαντικές. Πού θα βρεθούν όμως οι υπόλοιποι επτά ή οκτώ βουλευτές που θα συμπληρώσουν τον μαγικό αριθμό των 80 βουλευτών οι οποίοι θα αποτελέσουν την πλειοψηφία των 2/3 της Βουλής για να αλλάξει το Σύνταγμα της πΓΔΜ; Το παρασκήνιο οργιάζει και δεν λείπουν οι φήμες ακόμη και για εξαγορά βουλευτών του ευρύτερου δεξιού συνασπισμού.
Πώς φθάσαμε στη συμφωνία των Πρεσπών
Η ανάληψη της εξουσίας στην πΓΔΜ από την κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ, τον Ιούνιο του 2017 και έπειτα από πολύμηνο αδιέξοδο, ήταν αυτή που άνοιξε τον δρόμο για να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις που κατέληξαν, σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, στις 17 Ιουνίου 2018, στην υπογραφή της συμφωνίας των Πρεσπών από τον κ. Ζάεφ και τον Αλέξη Τσίπρα. Ουσιαστικά όμως οι συνομιλίες μπήκαν σε ράγες μετά την πρώτη επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Νίκολα Ντιμιτρόφ στην Αθήνα, στα μέσα Ιουνίου 2017, όπου συναντήθηκε με τον Νίκο Κοτζιά. Το ταξίδι Τσίπρα στην Ουάσιγκτον τον Οκτώβριο του 2017 υπήρξε επίσης κομβικό και εντός του ίδιου μήνα ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών ανακοίνωσε επισήμως την έναρξη ενός νέου γύρου διαπραγματεύσεων για το ονοματολογικό με σαφές χρονοδιάγραμμα τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο του 2018.
Αφού ο Μάθιου Νίμιτς, ο ειδικός απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, παρέδωσε τη «Δέσμη Ιδεών» του στους διαπραγματευτές Ελλάδος και πΓΔΜ τον Ιανουάριο του 2018, οι κ.κ. Κοτζιάς και Ντιμιτρόφ αποφάσισαν την αλλαγή της διαδικασίας. Οι διαπραγματευτές παραγκωνίστηκαν και οι υπουργοί Εξωτερικών πήραν τη σκυτάλη. Η πρώτη συνάντηση των Αλέξη Τσίπρα και Ζόραν Ζάεφ στο Νταβός, τον ίδιο μήνα, υπήρξε το «πολιτικό εναρκτήριο λάκτισμα» πριν οι δύο πρωθυπουργοί ξανασυναντηθούν στη Σόφια τον Μάιο. Παράλληλα, οι συναντήσεις του Νίκου Κοτζιά και Νίκολα Ντιμιτρόφ (με τη συμμετοχή, όταν χρειαζόταν, του κ. Νίμιτς) ξεκίνησαν από τη Βιέννη και κατέληξαν με τη διπλή συνάντηση σε Νέα Υόρκη και Βρυξέλλες στα τέλη Μαΐου. Οι τελικές πινελιές μπήκαν από τους Ζόραν Ζάεφ και Αλέξη Τσίπρα πριν πέσουν οι υπογραφές στο ειδυλλιακό περιβάλλον των Πρεσπών.