Μιλώντας στο Πολιτικό Συμβούλιο του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλ. Τσίπρας είπε μια ωραία κουβέντα.

«Περνάμε σε μια νέα φάση, όπου η πανδημία είναι παρούσα αλλά μαθαίνουμε να ζούμε μαζί της».

Εχει δίκιο. Πρόσθεσε όμως ότι «ξεπαγώνει ο πολιτικός χρόνος και ανοίγει η πολιτική αντιπαράθεση» και ότι τώρα πλέον «θα κριθούν οι πολιτικοί συσχετισμοί της επόμενης κάλπης» (23/6).

Σε αυτό δεν ξέρω αν έχει δίκιο αλλά έπρεπε να το πει. Αν μη τι άλλο για να διασκεδάσει την εντύπωση ότι στην «επόμενη κάλπη» πάει χαμένος από τα αποδυτήρια.

Διότι το βασικό πρόβλημα του Τσίπρα δεν είναι το πάγωμα του πολιτικού χρόνου (που ασφαλώς ισχύει…) αλλά η επόμενη κάλπη.

Μια κάλπη που θα είναι με απλή αναλογική και για την οποία κανείς έως τώρα δεν έχει καταλάβει τι ακριβώς επιδιώκει.

l Να διαμορφώσει έναν «συνασπισμό εξουσίας» απέναντι στον Μητσοτάκη; Αλλά με ποιους; Και πώς θα προκύψουν συσχετισμοί εξουσίας σε μια Βουλή απλής αναλογικής;

l Ή να διασφαλίσει μια καλή (και καθαρή…) δεύτερη θέση ώστε μετά «βλέποντας και κάνοντας»;

Να πάει δηλαδή με τους άλλους της αντιπολίτευσης ή να πάει εναντίον των άλλων της αντιπολίτευσης;

Η σύγχυση φαίνεται καλύτερα αν κοιτάξει κανείς τους απέναντι.

Διότι ο Μητσοτάκης δεν έχει τέτοιες σκοτούρες. Η στρατηγική του είναι σχεδόν μονόδρομος: μια στρατηγική αυτοδυναμίας.

Με την ασφάλεια του φαβορί επανέφερε το παλαιότερο και λιγότερο αναλογικό εκλογικό σύστημα. Ετοιμάζεται για «εκλογές δύο γύρων». Και έχει καταστήσει σαφές ότι αυτό θα επιδιώξει. Απλά πράγματα.

Γι΄ αυτό άλλωστε (σε αντίθεση με τον Τσίπρα) ελάχιστο ενδιαφέρον δείχνει για την εσωκομματική αναμέτρηση στο ΚΙΝΑΛ. Αλλο μαγαζί.

Την πολυτέλεια αυτήν δεν τη διαθέτει ο Τσίπρας.

Σε ένα «σύστημα ενάμισι κόμματος» (όπως είναι το σημερινό…) είναι προφανές ότι το «μισό κόμμα» έχει μεγάλη δυσκολία να αναπτύξει μια πειστική στρατηγική.

Για να μείνει στο παιχνίδι πρέπει να δείχνει ότι είναι στο παιχνίδι ενώ την ίδια στιγμή όλοι ξέρουν ότι δεν είναι.

Αν προσπαθήσει μόνο του, δύσκολα θα πείσει την κοινωνία. Αν προσπαθήσει με άλλους, δύσκολα θα πειστούν οι άλλοι να ακολουθήσουν.

Γι΄ αυτό κι ο Τσίπρας (που αντιλαμβάνεται ότι δεν τον ακούν ηλίθιοι…) είπε περίπου ότι «τίποτα δεν έχει κριθεί» διότι στη χώρα επικρατούσαν ειδικές συνθήκες. Κι ότι «τώρα θα διαμορφωθούν οι εκλογικοί συσχετισμοί».

Είναι η θεωρία της «νέας φάσης». Παρόλο που τίποτα προς το παρόν δεν προμηνύει ότι θα είναι ευνοϊκότερη για την αντιπολίτευση από την προηγούμενη.

Το θέμα φυσικά δεν είναι ρητορικό. Κακά τα ψέματα, πλησιάζοντας στις εκλογές τα κόμματα πρέπει να αποκαλύψουν τι ζητούν από τους ψηφοφόρους.

Και ο μεν Μητσοτάκης έχει μια σαφή στρατηγική και ένα συγκεκριμένο αφήγημα. Οποιος πειστεί, θα τον ψηφίσει.

Αντιθέτως δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο τι ακριβώς θα πει ο Τσίπρας την κρίσιμη στιγμή. Ψηφίστε με να κυβερνήσω; Μόνος; Με κάποιους άλλους; Ψηφίστε με να αντιπολιτευτώ; Ψηφίστε με να φύγει ο Μητσοτάκης; Αλλά τότε ποιος θα έλθει στη θέση του;

Το πράγμα μπερδεύει. Η υποτιθέμενη «προοδευτική διακυβέρνηση» δεν έχει ονοματεπώνυμο, ούτε διεύθυνση κατοικίας.

Κι αν στις εκλογές χρειάζεται να εξηγήσεις στον ψηφοφόρο «τι», «πώς», «αν», «με ποιους» και «πότε», έχεις χάσει πριν προλάβεις να ανοίξεις το στόμα σου.

Κώδικες
Το ΕΣΡ ανακοίνωσε τη συγκρότηση «Επιτροπής για την Κατάρτιση Σχεδίου Κώδικα Δεοντολογίας Οπτικοακουστικών και Ραδιοφωνικών Προγραμμάτων». Υποθέτω αφορά και τα ενημερωτικά προγράμματα.
Ανακοίνωσε επίσης μια «Επιτροπή για την Κατάρτιση Σχεδίου Κώδικα Δεοντολογίας Οπτικοακουστικών και Ραδιοφωνικών Εμπορικών Ανακοινώσεων». Υποθέτω εννοεί τις διαφημίσεις.
Συνήθως οι κώδικες επαγγελματικής δεοντολογίας καταρτίζονται από εκείνους οι οποίοι δεσμεύονται να τους τηρούν. Από κάποιους εκπροσώπους τους. Ή έστω με τη σύμπραξή τους.
Δεν ξέρω λοιπόν ποιοι άμεσα εμπλεκόμενοι στα ραδιοτηλεοπτικά πράγματα θα διαμορφώσουν τη δεοντολογία τους. Για κάτι νομικούς ακούω.
Αλλά πάλι καλά. Ελπίζω να αποφύγουμε τους χωροφύλακες και τις Επιτροπές Ακτιβιστών Τηλεθεατών!

Οι επιθέσεις στην Πρόεδρο

Δυσκολεύομαι να κατανοήσω τις επιθέσεις που σε καθημερινή σχεδόν βάση δέχεται η Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τη (σχεδόν) Ακρα Δεξιά και την (περίπου) Ακρα Αριστερά.
Κυρίως όταν οι περισσότερες από αυτές είναι άνευ πραγματικού αντικειμένου.
Μόνο το τελευταίο διάστημα κατηγορήθηκε:
l Οτι «ράφτηκε» για να παραστεί στην επίδειξη του Dior στο Παναθηναϊκό Στάδιο – ενώ κανονικά θα έπρεπε να πάει γυμνή ή με μαγιό!
l Οτι έθεσε υπό την αιγίδα της ένα μάλλον γραφικό συνέδριο γονιμότητας κι ας απέσυρε την αιγίδα μόλις αποκαλύφθηκε η γραφικότητα.
l Οτι φωτογραφήθηκε μπροστά στον φράχτη του Εβρου – ο οποίος, αν δεν απατώμαι, προστατεύει τα εθνικά μας σύνορα…
Η (σχεδόν) Ακρα Δεξιά την κατηγορεί ότι δεν αναπαράγει τα υψηλόφρονα εθνικά ιδανικά που ανακύκλωνε φλύαρα ο προκάτοχός της.
Προφανώς δεν της συγχωρεί ότι τον διαδέχθηκε.
Η (περίπου) Ακρα Αριστερά της προσάπτει ότι διακινεί «συντηρητικά ιδεολογήματα που διχάζουν αντί να ενώνουν».
Προφανώς επειδή θεωρεί ότι «αναπαράγει συστηματικά το κυρίαρχο αφήγημα του Πρωθυπουργού» («Η Αυγή», 15/6).
Η προέλευση και η ποιότητα των επιθέσεων μάλλον κολακεύουν την Πρόεδρο.
Ούτως ή άλλως, ουδείς την εξέλεξε για να καταργήσει τα εθνικά σύνορα, ούτε για να διακινεί «προοδευτικά ιδεολογήματα» που ενώνουν την ισχνή μειοψηφία που τα πιστεύει.
Δεν τη βγάλαμε για εθνοφρουρό, ούτε για ακτιβίστρια.
Η Πρόεδρος είναι «ρυθμιστής του πολιτεύματος» και (χωρίς να έχει παραστεί έως τώρα ιδιαίτερη ανάγκη ρύθμισης…) δεν άκουσα κανέναν να την κατηγορεί ότι δεν ρυθμίζει καλά ό,τι χρειάστηκε να ρυθμιστεί.
Αντιθέτως, όλες οι δημοσιες παρεμβάσεις της έχουν κινηθεί μέσα στις κυρίαρχες συντεταγμένες της ευρείας πλειονότητας και του κοινού τόπου μιας δημοκρατικής πολιτείας.
Ασφαλώς θα κριθεί αυστηρά αν ποτέ αποκλίνει από τα όρια του Συντάγματος και τον ρυθμιστικό της ρόλο.
Αλλά από εκεί και πέρα, αν αγαπάει τις γάτες ή τους σκύλους, αν φοράει σνίκερ και όχι δωδεκάποντα, είναι δικό της θέμα και δεν βλέπω σε ποιον πέφτει λόγος.