Τα ευρήματα της επίμαχης μελέτης είναι ανάλογα με αντίστοιχες παρατηρήσεις σε παγκόσμιο επίπεδο τα χρόνια της πανδημίας, «όμως καμιά φορά το αυτονόητο χρειάζεται να τεκμηριωθεί και να αναδειχθεί», υπογραμμίζει μιλώντας στο «Βήμα» ο καθηγητής Δημόσιας Υγείας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου Θεόδωρος Λύτρας.
Απτόητος και αμέτοχος όσον αφορά πολιτικές αντιπαραθέσεις και σκοπιμότητες, διευκρινίζει σε κάθε ευκαιρία πως οι τοποθετήσεις του είναι καθαρά επιστημονικές. Επιπλέον, επιμένει ότι τα δεδομένα είχαν γνωστοποιηθεί σε πρόσωπα που «αναλαμβάνουν τις αποφάσεις σε ανώτατο επίπεδο», καθώς διαφορετικά τόσο ο ίδιος όσο και ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας θα ήταν «υπόλογοι».
Την κριτική των συναδέλφων του τη δέχεται χαρακτηρίζοντας την «καλοπροαίρετη», περιγράφοντας τη διεξοδική αυτή συζήτηση που βρίσκεται σε εξέλιξη ως βασικό κύτταρο της επιστημονικής διαδικασίας. Τονίζει όμως ότι όλες οι μελέτες έχουν περιορισμούς (με την τελευταία που συνυπογράφει με τον κ. Τσιόδρα να μην αποτελεί εξαίρεση), ενώ προσθέτει με νόημα ότι είχε προηγηθεί αυστηρός έλεγχος από ανεξάρτητους αξιολογητές (συγκεκριμένα, από τρεις) προτού δοθεί το «πράσινο φως» για τη δημοσίευσή της σε επιστημονικό περιοδικό.
Τι απαντά για τις «αδυναμίες»
Αναφορικά με τις «αδυναμίες» της μελέτης – χαρακτηρισμό που απέδωσε η υφυπουργός Υγείας κυρία Γκάγκα -, γίνεται πολύς λόγος, μεταξύ άλλων, και για την απουσία καταγραφής των γεωγραφικών διακυμάνσεων στην ένταση της πίεσης που δέχθηκε στο σύστημα κατά τα πανδημικά κύματα. Μάλιστα, στο πλαίσιο αυτό αμφισβητείται η «κόκκινη γραμμή» των 400 διασωληνωμένων ως «όριο» στις αντοχές του Συστήματος Υγείας.
«Εξετάσαμε τον συνολικό αριθμό των διασωληνωμένων σαν δείκτη της συνολικής επιβάρυνσης στο Σύστημα Υγείας. Ασφαλώς, υπάρχουν επιμέρους γεωγραφικές διαφορές, επιλέξαμε όμως η σύγκριση να γίνει σε σχέση με τον μέσο όρο της συνολικής επιβάρυνσης και νομίζω ότι είναι λογικό όταν η ίδια η ηγεσία είχε ορθά δηλώσει ότι όλη η χώρα είναι μία υγειονομική περιφέρεια» απαντά ο κ. Λύτρας.
Σε ό,τι δε αφορά το «τσουβάλιασμα» των νοσοκομείων της Περιφέρειας, διευκρινίζει πως ο σκοπός της μελέτης δεν ήταν αυτός. «Τα στοιχεία ανά μικρές γεωγραφικές περιοχές δεν αρκούσαν ώστε να προκύψουν σημαντικά στατιστικά συμπεράσματα. Προφανώς εντός της ταμπέλας «υπόλοιπη Ελλάδα» προκύπτουν διαφοροποιήσεις. Παρ’ όλα αυτά η θνητότητα σε σχέση με την Αττική τα λέει όλα».
Σύμφωνα δε με τον ερευνητή, η ανισότητα αυτή θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού και περαιτέρω μελέτης. Επιχειρώντας μια πρώτη ανάλυση επικαλείται τις σημαντικές διαφορές στην επάνδρωση των Μονάδων, στα διαθέσιμα μέσα και στην κλινική εμπειρία.