Το θολό τοπίο των δημοσκοπήσεων επιχειρούν να αναλύσουν τα επιτελεία του Μεγάρου Μαξίμου και της Πειραιώς, όσο παραμένει άγνωστη η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη για τον χρόνο των εκλογών και καθώς πολλά αντικρουόμενα στοιχεία των ερευνών αποτυπώνουν (ή και διαμορφώνουν) ένα περιβάλλον γενικευμένης πολιτικής σύγχυσης.
Η μέχρι στιγμής κοινή συνισταμένη των μετρήσεων που έχουν δημοσιοποιηθεί ή/και κοινοποιηθεί και ότι οι δημοσκοπικές της απώλειες κινούνται στα επίπεδα του 3%.
Κατά τα λοιπά, διαπιστώνεται ότι δεν ωφελούνται ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠαΣοΚ, ενώ φαίνεται ότι οι διαρροές στρέφονται είτε προς την αδιευκρίνιστη ψήφο είτε προς τα κόμματα της άκρας και λαϊκιστικής Δεξιάς, είτε προς την Αριστερά και ειδικότερα το ΜέΡΑ25, το οποίο εμφανίζεται πλέον με βάσιμες πιθανότητες εισόδου στη Βουλή.
Για την κυβέρνηση το μεγάλο αίνιγμα και στοίχημα της περιόδου είναι να αξιολογηθεί αν οι απώλειές της είναι αναστρέψιμες (όπως είχε συμβεί στο παρελθόν, π.χ. με την κακοκαιρία «Ελπίδα», τις πυρκαγιές του 2021 ή ακόμη και με τις υποκλοπές) και αν η απειλή για τις εκλογικές της προοπτικές εντοπίζεται κατά μείζονα λόγο στην αποχή ή στην ενίσχυση άλλων πολιτικών δυνάμεων.
Σημαντικός παράγων ανησυχίας στο Μέγαρο Μαξίμου είναι το ενδεχόμενο οι εμφανιζόμενοι ως αναποφάσιστοι να επιλέξουν την αποχή και αυτή κατά μείζονα λόγο να προέρχεται από ψηφοφόρους της ΝΔ. Δευτερευόντως προβληματίζει η ψήφος προς τα δεξιά κόμματα. Δεν υπάρχει πάντως καμία βάσιμη βεβαιότητα ότι μια τέτοια επιλογή, λίγων έστω, αλλά κρίσιμων ομάδων ψηφοφόρων θα είναι αναστρέψιμη υπέρ της ΝΔ σε μια ενδεχόμενη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.
Κυρίαρχη είναι ωστόσο η αίσθηση ότι υπό τις νέες συνθήκες απαιτούνται ιδιαίτερες διαχειριστικές ικανότητες, αλλά και ότι το λεγόμενο «κακό σενάριο» της μη αυτοδυναμίας συγκεντρώνει αυξημένες πιθανότητες.