Το αποτέλεσμα των εκλογών της περασμένης Κυριακής ήρθε να επικυρώσει με τον πιο αδιαμφισβήτητο τρόπο όλα όσα εικάζαμε μήνες πριν από την προεκλογική περίοδο και τις κάλπες:
- Οτι η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή της χώρας και ότι ο ίδιος προβάλλεται ως ο νικητής της εκλογικής αναμέτρησης και ως ο επόμενος πρωθυπουργός.
- Οτι ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία όχι μόνο δεν φαίνεται να έχει πιθανότητες διεκδίκησης της νίκης στις εκλογές, αλλά και ότι τα ποσοστά που θα συγκεντρώσει θα είναι σαφώς χαμηλότερα από τις επιδόσεις που πέτυχε στην εκλογική αναμέτρηση του Ιουλίου του 2019.
- Οτι το ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει την εκλογική επίδοση που είχε πετύχει τέσσερα χρόνια νωρίτερα και να κινηθεί σε διψήφια ποσοστά.
- Οτι το ΚΚΕ θα αυξήσει την επιρροή του στο εκλογικό σώμα.
Ο παράγοντας των Τεμπών
Ολες οι παραπάνω εκτιμήσεις φάνηκε κάποια στιγμή ότι θα μπορούσαν να διαταραχθούν κάτω από το σοκ που έζησε η χώρα το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου με την τραγωδία των Τεμπών, όταν από τη σύγκρουση δύο τρένων έχασαν τη ζωή τους 57 άνθρωποι. Οι προεκλογικοί δείκτες μέσα στον Μάρτιο έδειξαν σημαντική κάμψη της Νέας Δημοκρατίας και στις μετρήσεις καταγράφηκε ένα γενικευμένο κύμα οργής και ανασφάλειας, που όμως δεν εστράφη μόνο προς την κυβέρνηση, αλλά, όπως είχαμε τονίσει τότε, προς το σύνολο του πολιτικού συστήματος καθώς και του κρατικού μηχανισμού. Ομως γρήγορα, μετά το Πάσχα, το κλίμα αυτό περιορίστηκε και το κυβερνών κόμμα της ΝΔ άρχισε να ενισχύεται με πολύ ταχύτερους ρυθμούς από ό,τι οποιοδήποτε άλλο κομματικό σχήμα.
Φτάσαμε έτσι παραμονές των εκλογών της 21ης Μαΐου με τη ΝΔ να αγγίζει στην εκτίμηση ψήφου το 40%, κάτι που ως τάση ενισχύθηκε περαιτέρω τις τελευταίες 48 ώρες πριν από τις κάλπες, ύστερα από άστοχες ή/και ανησυχητικές δηλώσεις στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. δηλώσεις Κατρούγκαλου για τις εισφορές στους ελεύθερους επαγγελματίες, «προσκλητήριο» προς ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ κ.λπ.).
Τα μοντέλα κυβέρνησης
Το κυριότερο όλων όμως ήταν, όπως είχαμε επισημάνει εδώ και μήνες μέσα από τη συνδρομητική μας έρευνα Metron Forum, το γεγονός πως ενώ η ΝΔ κυριαρχούσε στο μισό του εκλογικού σώματος, που προτιμούσε αυτοδύναμη κυβέρνηση, ως η μόνη κατατεθειμένη πρόταση ενδιαφέροντος, στο υπόλοιπο μισό του εκλογικού σώματος, που προτιμούσε κυβέρνηση συνεργασίας, δεν υπήρχε καμιά συγκεκριμένη και ρεαλιστική πρόταση συνεργασίας που να τεθεί στην κρίση των ψηφοφόρων ως αντίπαλον δέος στην πρόταση «Μητσοτάκης – αυτοδύναμη κυβέρνηση». Ούτε και υπήρξε κάποια προσπάθεια τεκμηρίωσης γιατί αυτός ο τύπος διακυβέρνησης (συνεργασία) μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικός για την ελληνική κοινωνία από τον σημερινό τύπο διακυβέρνησης (αυτοδύναμη κυβέρνηση).
Αυτοδυναμία και αναστοχασμός
Οδεύουμε λοιπόν προς τη δεύτερη αναμέτρηση, η οποία τοποθετείται για τις 25 Ιουνίου, δηλαδή σε λιγότερο από έναν μήνα, χωρίς να έχει αναλάβει κανείς πρόσθετο κόστος για αυτό. Η απλή αναλογική όπως ήλρθε παρήλθε και η όλη εξέλιξη της δεύτερης εκλογής με τον νέο κλιμακωτό νόμο είχε προεξοφληθεί. Η Νέα Δημοκρατία έχει πλέον διαμορφώσει ένα ρεύμα νίκης το οποίο δύσκολα θα ανακοπεί και κατά πάσα πιθανότητα θα είναι σε θέση να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Η Κεντροαριστερά θα βρεθεί σε θέση αναστοχασμού και ανασυγκρότησης, αφού είναι φανερό ότι εκτός από την πολυδιάσπασή της αντιμετωπίζει και την αποδοκιμασία μεγάλου τμήματος του εκλογικού σώματος.
Τέλος, το ΚΚΕ θα επιδιώξει να συγκρατήσει τα εκλογικά του οφέλη και να αποκτήσει ένα αυξημένο πολιτικό βάρος στις διεργασίες που συντελούνται στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς.
Στις παρυφές του 3% θα δοθούν επίσης σημαντικές εκλογικές μάχες. Η Πλεύση Ελευθερίας και η Νίκη θα διεκδικήσουν την είσοδό τους στη Βουλή, αλλά ίσως και το ΜέΡΑ25 αν καταφέρει να αποσαφηνίσει τα θέματα που, όπως αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος, του δημιούργησαν πρόβλημα στις πρώτες κάλπες (όπως, για παράδειγμα, το πρόγραμμα εναλλακτικών πληρωμών «Δήμητρα» αλλά και άλλα).
Το κρίσιμο δίπολο
Σε κάθε εκλογική αναμέτρηση όλα συμπυκνώνονται τελικά στο δίπολο «σταθερότητα ή αλλαγή». Μπορεί το αίτημα της σταθερότητας να ήταν μειοψηφικό (38% καταγράφηκε στις μετρήσεις συγκριτικά με το αίτημα της αλλαγής που μετρήθηκε στο 58%), αλλά το εκπροσωπούσε μόνο ένα κόμμα ενώ απέναντί του είχε ένα διάσπαρτο τοπίο.
Μπαίνουμε λοιπόν στον επόμενο πολιτικό κύκλο της Μεταπολίτευσης. Και αυτός δεν θα χαρακτηρίζεται μόνο από τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας και τη νέα τετραετία για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Θα χαρακτηρίζεται και από διάθεση ευρύτερης αναδιάταξης των δυνάμεων.
Γιατί η νέα πολιτική «ζήτηση» απαιτεί και νέα πολιτική προσφορά.
*Ο κ. Στράτος Φαναράς είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis SA.