ΤΩΝ Μαργαρίτας Αριανούτσου (1), Χρήστου Ζερεφού (2), Κωνσταντίνου Καλαμποκίδη (3), Φίλιππου Αραβανόπουλου (4), Ιωάννη Καψωμενάκη (2), Αναστασίας Πούπκου (2)
Ο φετινός Ιούλιος ήταν ο πιο ακραίος ιστορικά. Οι περίπου 1.500 πυρκαγιές είχαν ως αποτέλεσμα να καούν δασικά οικοσυστήματα σε έκταση 500.000 στρεμμάτων. Το τι έφταιξε δεν είναι το ίδιο σε όλες τις περιπτώσεις ούτε και κατ’ ανάγκην σχετίζεται μόνο με την κλιματική αλλαγή. Σχετίζεται και με το ότι η προληπτική διαχείριση του φυσικού περιβάλλοντος έχει αφεθεί στην ατομική μας ευθύνη, σε μία χώρα όπου τα 3/4 περίπου των δασών και δασικών εκτάσεων που καταλαμβάνουν σχεδόν το 1/2 της χερσαίας έκτασής της, είναι δημόσια γη.
H φετινή χρονιά αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της συνέργειας κλιματικών και άλλων παραγόντων που οδήγησαν στην τραγωδία. Κατά την περίοδο Οκτωβρίου 2022-Μαρτίου 2023, οι βροχές αλλά και οι χιονοπτώσεις στα ορεινά υπολείπονταν σχεδόν κατά 50% των κλιματικών μέσων όρων με συνέπεια τη μείωση της σχετικής υγρασίας του εδάφους. Σε συνέργεια, οι έντονοι και παρατεταμένοι καύσωνες του Ιουλίου αύξησαν την πιθανότητα ανάφλεξης της καύσιμης ύλης (η οποία είχε απομακρυνθεί πλημμελώς) και οδήγησε, σε συνδυασμό με τους ενισχυμένους κατά διαστήματα ανέμους (μελτέμια), σε ακραίο κίνδυνο.
Δυστυχώς το φετινό καλοκαίρι αποτελεί προάγγελο των όσων αναμένονται στο μέλλον. Τις προσεχείς δεκαετίες, κυρίως μετά το 2050, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις των κλιματικών μοντέλων που αποτυπώθηκαν στην Εκθεση της Επιτροπής για την Ανθεκτικότητα των Ελληνικών Δασικών Οικοσυστημάτων στην Κλιματική Αλλαγή (ΕΑΔΟ) της Ακαδημίας Αθηνών, η μέση θερμοκρασία αναμένεται να αυξηθεί κατά επιπλέον 2,5°C έως και 5°C. Αναμένεται επίσης να αυξηθεί ο αριθμός των ημερών με καύσωνα στα πεδινά, κατά 15-20 ημέρες έως τα τέλη του αιώνα στο ήπιο σενάριο. Επίσης, οι βροχοπτώσεις, ιδίως στα νοτιοανατολικά τμήματα της Ελλάδας, θα μειωθούν έως και κατά 15%. O συνδυασμός της ανόδου της θερμοκρασίας, της μείωσης των βροχοπτώσεων και της παράλληλης ενίσχυσης της ξηρασίας και των ανέμων κατά το θέρος, θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των ημερών με ακραίο κίνδυνο πυρκαγιάς στο μέλλον.
Τα σημεία επαφής αστικού ιστού και περιαστικής φύσης αυξάνουν τον κίνδυνο έντονων πυρκαγιών. Αποτέλεσμα είναι ότι με τα χρόνια ο κίνδυνος για τις ανθρώπινες ζωές και περιουσίες αυξάνει μαζί με τη συχνότητα των πυρκαγιών.
Αδήριτη η ανάγκη ετήσιας διαχείρισης της καύσιμης ύλης
Είναι επομένως αδήριτη η ανάγκη ετήσιας διαχείρισης της καύσιμης ύλης. Οι δράσεις πρόληψης πρέπει να καλύπτουν τόσο την περιοχή από όπου πηγάζει ο κίνδυνος (π.χ. δάση που μπορεί να βρίσκονται 5-10 χιλιόμετρα μακριά) όσο και τις σημαντικές για προστασία περιοχές. Για την περίπτωση σχεδίων και προγραμμάτων προστασίας των οικισμών, αυτό σημαίνει ότι τα τοπία με εύφλεκτη καύσιμη ύλη που περιβάλλουν αυτούς τους οικισμούς (μεγάλη κλίμακα) πρέπει να τα διαχειριζόμαστε συνδυαστικά με δράσεις τόσο εντός της οικιστικής ζώνης (μέτρια κλίμακα) όσο και στη ζώνη ανάφλεξης κατοικιών, που αντιπροσωπεύει τη μικρότερη κλίμακα διαχείρισης (δηλαδή κήποι και αυλές). Γενικά, πρέπει να αυξηθεί στη χώρα μας η έκταση με αντιπυρική διαχείριση της καύσιμης ύλης ετησίως και φυσικά είναι επιβεβλημένη η ριζική αναθεώρηση στην πρακτική (π.χ. γραφειοκρατία, κόστος, χρονοδιάγραμμα, διεθνής εμπειρία) της διαχείρισης της δασικής καύσιμης ύλης με γνώμονα την εξέλιξη της κλιματικής κρίσης.
Αφού κηρυχτούν αναδασωτέες οι καμένες εκτάσεις και απαγορευτεί αυστηρά η βόσκηση, πρέπει να γίνει αποτύπωσή τους με σύγχρονα τεχνολογικά μέσα και να εντοπιστούν τα ευάλωτα σημεία εντός της περιμέτρου τους. Αυτά μπορεί να είναι θέσεις που έχουν καεί στο κοντινό παρελθόν, θέσεις με έντονη κλίση στις οποίες η σφοδρότητα καύσης ήταν μεγάλη και ενδεχομένως δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για επιφανειακή απορροή και διάβρωση του εδάφους μετά από έντονη βροχόπτωση. Στις πρώτες χρειάζεται ειδικός σχεδιασμός για την υποβοήθηση της φυσικής αναγέννησης, ενώ στις δεύτερες παρεμβάσεις για την ανάσχεση της ταχύτητας ροής του νερού.
Τονίζεται εδώ ότι δεν είναι σκόπιμο να κοπούν τα καμένα δένδρα, με το επιχείρημα ότι εμποδίζουν τη φυσική αναγέννηση. Αυτή θα συμβεί με πιθανότητα >90% εφόσον το έδαφος που είναι ευάλωτο λόγω της απώλειας του οργανικού του περιεχομένου, δεν αλλοιωθεί από τον άνθρωπο ή τα βόσκοντα ζώα. Τα καμένα δένδρα προσφέρουν καλύτερες συνθήκες επιβίωσης στα αρτίβλαστα του πεύκου που θα προκύψουν μετά τις πρώτες βροχές, μειώνουν τη ραγδαιότητα της βροχής και συγκρατούν το έδαφος. Η υλοτόμησή τους μπορεί να προκριθεί εάν πρόκειται να ληφθούν σημαντικές ποσότητες ξυλείας που θα χρειαστούν για την κατασκευή έργων συγκράτησης της επιφανειακής απορροής και μείωσης της διάβρωσης, με παράλληλη συνεισφορά στη μείωση της ευφλεκτότητας της περιοχής. Αν απαιτείται να γίνει, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί επιλεκτικά με βάση τις επιστημονικές προδιαγραφές που προβλέπουν την προστασία της φυσικής αναγέννησης, της μικρότερης δυνατής αλλοίωσης του καμένου εδάφους και την κατάλληλη χρονική στιγμή.
Εγκληματικές οι μαζικές αναδασώσεις
Είναι εγκληματικό να οργανωθούν μαζικές αναδασώσεις σε περιοχές στις οποίες η φύση ξέρει να επουλώνεται και ακόμη περισσότερο επικίνδυνο να γίνει απόπειρα τροποποίησης της δομής των δασών με το πρόσχημα να αντικατασταθούν τα πεύκα με κάποια άλλα είδη που καίγονται βραδύτερα. Με λύπη θα θυμίσουμε πως και τα έλατα καίγονται βραδύτερα, αλλά η Πάρνηθα κάηκε το 2007. Επίσης, ας κατανοήσουμε επί τέλους πως τα δασικά οικοσυστήματα είναι ενότητες οργανισμών με συγκεκριμένη σύνθεση και λειτουργία και δεν είναι ούτε άλση ούτε γεωργικές εκτάσεις ούτε ο κήπος μας για να τα γεμίσουμε με χαρουπιές ή όποιο άλλο φυτό έτυχε να γνωρίζουμε… Οι περιπτώσεις των περιαστικών δασών, ή των περιοχών όπου δημιουργήθηκαν συμπαγείς οικισμοί εντός του δάσους, είναι διαφορετικές και εκεί ίσως θα μπορούσαμε να εξετάσουμε εναλλακτικές λύσεις, κυρίως στο ποσοστό της μίξης πεύκων και πλατυφύλλων. Ο μύθος πως αν βάλουμε βελανιδιές στη θέση των πεύκων καιρός είναι να καταρριφθεί μια και οι βελανιδιές (όπως και τα άλλα φυλλοβόλα πλατύφυλλα) χρειάζονται περισσότερο ψυχρές και υγρές συνθήκες που αναρωτιόμαστε πού θα τις βρουν στο νέο περιβάλλον που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή.
Πέρα όμως από τη διαχείριση της καύσιμης ύλης, είναι ξεκάθαρο πλέον ότι η διαχείριση των δασών πρέπει να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της κλιματικής κρίσης. Πρέπει να μεγιστοποιεί τις αναντίρρητες δυνατότητες των δασικών οικοσυστημάτων για την άμβλυνση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και παράλληλα να βελτιστοποιεί την πρόληψη των φυσικών καταστροφών, ιδίως των πυρκαγιών. Στην προσαρμοστική δασική διαχείριση πρέπει να εδράζεται η νέα εθνική δασική πολιτική, όπως αναφέρεται και στην Εθνική Στρατηγική για τα Δάση.
Εδώ, ο διαχειριστής καλείται και να προσφέρει αναγκαίες λύσεις και ταυτόχρονα να ελέγχει την επίδραση των διαχειριστικών μέτρων στην προσαρμοστική ικανότητα των δασών. Τα δασοδιαχειριστικά μέτρα άμεσης προτεραιότητας είναι: (1) η επιλογή των κατάλληλων δασοπονικών ειδών όπου αυτό είναι απαραίτητο, (2) η εισαγωγή νέου γενετικού υλικού με προσαρμοστική ικανότητα, (3) η διαχείριση του αυξητικού χώρου με συνεκτίμηση του ρόλου του ανάγλυφου, που σχετίζεται άμεσα και με τη διαχείριση της καύσιμης ύλης και την πρόληψη πυρκαγιών και (4) ο καθορισμός του χρόνου που θα υλοτομηθεί-αναγεννηθεί το δάσος που πρέπει γενικά να μειωθεί, καθώς η συχνότερη εναλλαγή των γενεών θα βοηθήσει στην αύξηση της προσαρμογής στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον
Απαιτείται νέα νομοθεσία για τα δάση
Η Ελληνική Πολιτεία πρέπει να δημιουργήσει νέα νομοθεσία που απαιτείται ώστε να δημιουργηθούν νέα διαχειριστικά σχέδια, όχι μόνο για τα παραγωγικά δάση αλλά και για δάση ή δασικές εκτάσεις που μέχρι τώρα βρίσκονται εκτός του συστήματος διαχείρισης της Δασικής Υπηρεσίας (π.χ. θερμόβια δάση κωνοφόρων ή θαμνώδεις εκτάσεις), τα οποία θα περιλαμβάνουν αναλύσεις που εξετάζουν τις βιοφυσικές, επιχειρησιακές, οικονομικές και υλικοτεχνικές πτυχές της εφαρμογής διαφορετικών σεναρίων δασικής διαχείρισης. Τα σχέδια αυτά πρέπει να στοχεύουν στην εκπλήρωση διαφορετικών προτεραιοτήτων (δασοπονία πολλαπλών σκοπών και χρήσεων), με μετρήσιμα αποτελέσματα όχι μόνο για το ποια θα είναι η προβλεπόμενη συγκομιδή ξυλείας αλλά και για άλλες σημαντικές προτεραιότητες, όπως η προστασία των οικισμών και των προστατευόμενων περιοχών από τις πυρκαγιές.
Τέλος σε ό,τι αφορά την καταστολή, το τετράπτυχο αποτελεσματικής αναχαίτισης των μεγάλων και ακραίων δασικών πυρκαγιών απαιτεί:
1. συνδυασμένη δράση των επίγειων και εναέριων μέσων κατάσβεσης για τον έλεγχο της πυρκαγιάς,
2. εκτάσεις μειωμένης καύσιμης ύλης έπειτα από σχεδιασμό και υλοποίηση δασοδιαχειριστικών μέτρων,
3. εφαρμογή παθητικών μεθόδων αναχαίτισης του πυρικού μετώπου και έμμεσης προσβολής του, όπως για παράδειγμα με την τεχνική του αντίπυρος, και
4. χρήση νέων καινοτόμων τεχνολογιών, π.χ. τεχνητή νοημοσύνη, ρομποτική, drones κ.ά.
Οπως εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει, εν μέσω όλων αυτών που συμβαίνουν, είναι επιβεβλημένη πλέον η αναθεώρηση της διαχείρισης των δασών και ιδιαίτερα της διαχείρισης των πυρκαγιών στην Ελλάδα τόσο σε θεσμικό όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο σε ένα μεταβαλλόμενο κλίμα. Αν δεν αλλάξει η στρατηγική αντιμετώπισης αυτού του φαινομένου, η χώρα μας δεν θα μπορέσει να προσαρμοστεί στις σημαντικές περιβαλλοντικές συνθήκες που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι γενιές που έρχονται. Είναι απαραίτητη μια νέα στρατηγική προσαρμογής με έμφαση στην πρόληψη, τη μηδενική ανοχή και την περιβαλλοντική παιδεία του πληθυσμού.