Για δεύτερο συνεχή μήνα οι εξελίξεις στο κομματικό σύστημα της χώρας είναι σημαντικές και ραγδαίες, ιδίως στον χώρο της Κεντροαριστεράς, αν και δεν παύουν να εξελίσσονται σε ολόκληρο το ιδεολογικο-πολιτικό φάσμα.
Ειδικά στον χώρο της Αριστεράς-Κεντροαριστεράς, είχαμε το προηγούμενο Σαββατοκύριακο την εξαγγελία ίδρυσης ενός νέου κόμματος (Κίνημα Δημοκρατίας, υπό την ηγεσία του κ. Κασσελάκη, πρώην προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ) αλλά και την ανάδειξη του κ. Σ. Φάμελλου στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έπειτα από εκλογική διαδικασία προσφυγής στη βάση.
Παράλληλα, είχαμε και την ομιλία του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου της Νέας Δημοκρατίας κ. Κώστα Καραμανλή, η οποία μεταξύ άλλων άγγιξε και τα θέματα που έθεσε σε συνέντευξή του στο «Βήμα» ο κ. Αντ. Σαμαράς (επίσης πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του κόμματος) και πήρε – έστω και εμμέσως – θέση κατά της διαγραφής του κ. Σαμαρά από τη Νέα Δημοκρατία.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν.
Είναι σαφές ότι η συνεχής κινητικότητα στον ευρύτερο αυτόν χώρο (αν συμπεριλάβει κανείς και την εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη ηγεσίας στο ΠαΣοΚ, που προηγήθηκε κατά έναν μήνα), συντηρεί το κλίμα ρευστότητας και δεν επιτρέπει την παγίωση ενός ισχυρού πόλου που να αποτελεί πραγματικό αντίπαλο δέος για τη ΝΔ.
Το ΠαΣοΚ συνεχίζει να βρίσκεται στη δεύτερη θέση του κομματικού συστήματος, όχι μόνο δημοσκοπικά αλλά και κοινοβουλευτικά πλέον, με την ανάδειξή του σε Αξιωματική Αντιπολίτευση, ωστόσο απέχει ακόμη από τη ΝΔ στην εκτίμηση ψήφου πάνω από 9 ποσοστιαίες μονάδες (όσες και τον Οκτώβριο). Ο πρόεδρός του, ο κ. Ν. Ανδρουλάκης, κατέχει πλέον την πολιτειακή θέση του αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και αυτό τού εισφέρει μια περαιτέρω βελτίωση στην αντιλαμβανόμενη καταλληλότητά του για την άσκηση της πρωθυπουργίας (8% αυθόρμητες αναφορές), αλλά η απόστασή του από τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος συγκεντρώνει ποσοστό 30%, παραμένει ακόμη μεγάλη.
Παράλληλα, η ανάδειξη του κ. Φάμελλου στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει – έστω και περιστασιακά και ενδεικτικά – να ανακόπτει τη συνεχή πτωτική πορεία των ποσοστών του κόμματος. Χαρακτηριστικά, πριν από την ανάδειξή του στην ηγεσία, την περασμένη Κυριακή, η εκτίμηση ψήφου του ΣΥΡΙΖΑ είχε πέσει στο 6,7% και αμέσως μετά κατεγράφη στο 8,1%.
Η ίδια ανοδική τάση εμφανίστηκε και για το νεοϊδρυθέν κόμμα του κ. Κασσελάκη. Ενώ η εκτίμηση ψήφου για το κόμμα του (το οποίο υπήρχε μόνο ως εικασία) πριν από την ιδρυτική του διακήρυξη βρισκόταν μόλις στο 1,5%, μετά από αυτήν εκτινάχθηκε στο 4,2%.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ήδη υπάρχουν στον χώρο αυτόν τα σχήματα Πλεύση Ελευθερίας, ΜέΡΑ25 και Νέα Αριστερά, που όλα προέρχονται από διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και τα οποία φαίνεται να επηρεάζονται αρνητικά από τις εξελίξεις που προαναφέραμε, έτσι όπως τουλάχιστον δείχνει η σύγκριση των ποσοστών τους πριν και μετά το περασμένο Σαββατοκύριακο.
Το μόνο κόμμα που δεν φαίνεται να αγγίζει η ρευστότητα του χώρου αυτού της Αριστεράς-Κεντροαριστεράς είναι το ΚΚΕ. Στην εκτίμηση ψήφου κινείται στην περιοχή του 10% και όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς μελετώντας την εικόνα (τα χαρακτηριστικά) του κομματικού συστήματος διαθέτει ισχυρά στοιχεία, όπως το «είναι πιο ενωμένο» με 19% και το «βρίσκεται πιο κοντά στην κοινωνία» με 15%. Αντίθετα, τα υπόλοιπα σχήματα του χώρου της Αριστεράς δεν έχουν καταφέρει μέχρι τώρα να διαμορφώσουν ισχυρή εικόνα στην κοινωνική αντίληψη.
Στον χώρο της Κεντροδεξιάς-Δεξιάς δεν θα λέγαμε ότι υπάρχει ιδιαίτερη ρευστότητα, αφού η Νέα Δημοκρατία διαθέτει αδιαμφισβήτητη θέση κυρίαρχης δύναμης και επιπλέον κυβερνά αυτοδύναμα τη χώρα. Ωστόσο η πρόσφατη σύγκρουση του κ. Σαμαρά με τον Πρωθυπουργό, και μάλιστα με σημαντικά σημεία διαφοροποίησης όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς και οι διαφορετικές προσεγγίσεις σε κοινωνικά και αξιακά θέματα της λεγόμενης παραδοσιακής Δεξιάς από την επίσημη γραμμή της κυβέρνησης, δημιουργεί τριγμούς και αφήνει χώρο ύπαρξης σε σχήματα όπως η Ελληνική Λύση αλλά και η Φωνή Λογικής.
Σε αυτό το περιβάλλον ας συνυπολογίσουμε ότι η κυβέρνηση αναμετράται και με τα θέματα της κοινωνικής ατζέντας (ακρίβεια, δημόσιες υποδομές, ασφάλεια, κράτος δικαίου κ.τ.λ.), θέματα τα οποία σταδιακά τη φθείρουν, όσο τουλάχιστον δεν είναι ορατό ένα restart στο κυβερνητικό αφήγημα που θα δίνει νέα προωθητική δύναμη στην πολιτική της υπεροχή.
Ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης συνεχίζει να κυριαρχεί στην αντιλαμβανόμενη καταλληλότητα να κυβερνά, ωστόσο όλες αυτές οι τριβές και οι επιθέσεις επηρεάζουν τη δημοφιλία του και ίσως αυτό να σηματοδοτεί αυριανούς κινδύνους και για την εικόνα του. Πάντως, αν υπάρχει κάτι προβληματικό στην εικόνα του κόμματος, αυτό είναι η αντιλαμβανόμενη μη εγγύτητά του με την κοινωνία και όχι η αντιλαμβανόμενη ενότητά του, η οποία παραμένει ισχυρή (πρώτο με 34%), εφόσον βέβαια είναι και το κόμμα που ασκεί τη διακυβέρνηση.
Και μιλώντας βέβαια για τη φθορά που υφίσταται η κυβέρνηση από την πενταετή διακυβέρνηση και τα τρέχοντα θέματα της συγκυρίας, ένα είναι βέβαιο: η φθορά αυτή εντοπίζεται κυρίως στα οικονομικά θέματα και όχι στα ελληνοτουρκικά, για τα οποία το 51% των πολιτών θεωρούν ότι «είναι αναγκαίος ο διάλογος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας για όλα τα θέματα που θέτουν οι δύο πλευρές», χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι ο διάλογος αυτός είναι δεσμευτικός.
Ας προσέξουμε όμως μια σημαντική πτυχή: όσοι αυτοτοποθετούνται στη Δεξιά, αποτελούν δηλαδή τον πυρήνα της παραδοσιακής Νέας Δημοκρατίας, έχουν αντίθετη γνώμη: μόλις το 38% από αυτούς συμφωνεί ότι ο διάλογος πρέπει να είναι ανοικτός σε όλα τα θέματα, ενώ το 33% θεωρεί ότι δεν υπάρχει έδαφος για κανέναν διάλογο με την Τουρκία και επιπλέον ένα 29% ότι μπορούν να συζητηθούν μόνο τα θέματα που θέτει η ελληνική πλευρά. Σχεδόν δύο στους τρεις εξ αυτών δηλαδή (62%) είναι αρνητικοί με τον «διευρυμένο» διάλογο.
Ο κύριος Στράτος Φαναράς είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis SA.