Τα στοιχεία της Φυσικής Κίνησης του Πληθυσμού της Ελλάδας που ανακοινώθηκαν προ ημερών από την ΕΛΣΤΑΤ ξανα-αφύπνισαν το ενδιαφέρον και ξανα-θορύβησαν την κοινή γνώμη ως προς το δημογραφικό μέλλον της χώρας.
Οι γεννήσεις στην Ελλάδα το 2022 έπεσαν κάτω από τις 80.000 – για την ακρίβεια μόλις άγγιξαν τις 76.541, κατά 10% λιγότερες σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και σχεδόν οι μισές σε σχέση με το 1980. Οι θάνατοι αν και ελαφρώς λιγότεροι μετά το τέλος της πανδημίας είναι κατά 12% αυξημένοι σε σχέση με το 2019. Τόσο ο αριθμός των γεννήσεων όσο και το ποσοστό μείωσης αλλά και το έλλειμμα έναντι των θανάτων αποτελούν ιστορικά χαμηλά.
Τα παραπάνω στοιχεία δικαιολογούν την ανησυχία, όχι όμως και την έκπληξη. Η μείωση του πληθυσμού εκτός από απολύτως αναμενόμενη είναι και αναπόδραστη για τουλάχιστον άλλες δύο δεκαετίες. Οι θάνατοι δεν θα μειωθούν αφού ο πληθυσμός γερνάει και φτάνει στα βιολογικά του όρια, ενώ οι γεννήσεις δεν μπορεί να ανακάμψουν εύκολα δεδομένου ότι το ύψος τους είναι συνάρτηση όχι μόνο του αριθμού των παιδιών που αποκτά μια γυναίκα αλλά και του πλήθους των γυναικών στην κρίσιμη αναπαραγωγική ηλικία. Τα τελευταία 5 χρόνια ο αριθμός των γυναικών 20-40 ετών έχει μειωθεί κατά 150.000 (!) λόγω της μείωσης των γεννήσεων που ξεκίνησε το 1980.
Η συρρίκνωση των γεννήσεων και η διεύρυνση της διαφοράς με τους θανάτους μονοπώλησαν τη συζήτηση. Στην Εκθεση, όμως, αποτυπώνονται και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία σχετικά με τις γεννήσεις στην Ελλάδα, τα οποία δεν έτυχαν ανάλογης προσοχής.
Ετσι, ενώ ο αριθμός των γεννήσεων μειώθηκε σε κάθε ηλικιακή ομάδα, οι γυναίκες άνω των 40 ετών έφεραν στον κόσμο περισσότερα παιδιά σε σχέση με τα προηγούμενα έτη. Ιδιαιτέρα για τις γυναίκες πάνω από 45 ετών οι γεννήσεις διπλασιάστηκαν τα τελευταία δέκα χρόνια.
Η απόκτηση (πρώτου) παιδιού σε μεγάλη ηλικία μόνο εν μέρει μπορεί να δικαιολογήσει τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά καισαρικών. Δύο στις τρεις Ελληνίδες γεννούν με καισαρική όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας θεωρεί ως αποδεκτή συχνότητα της μεθόδου αυτής μόλις το 10-15% των τοκετών.
Οι γεννήσεις των αλλοδαπών μητέρων, κατά 15% λιγότερες από την προηγούμενη χρονιά, φαίνεται ότι μειώνονται ταχύτερα από αυτές των Ελληνίδων.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα διαπίστωση αφορά στον θεσμό του γάμου ως προϋπόθεσης για τη δημιουργία οικογένειας. Μπορεί το πρότυπο ως προς το μέγεθος της οικογένειας να έχει αλλάξει δραματικά, μπορεί ο αριθμός των διαζυγίων να αυξάνεται, μπορεί όλο και περισσότεροι να επιλέγουν τον πολιτικό έναντι του θρησκευτικού γάμου, όμως οι γεννήσεις εκτός γάμου παραμένουν κάτω από το 10%, κατατάσσοντας σταθερά την Ελλάδα στις χαμηλότερες θέσεις παγκοσμίως. Ισως φαίνεται παράξενο αλλά, στις ανεπτυγμένες χώρες, τα χαμηλά ποσοστά εκτός γάμου γεννήσεων φαίνεται να συμβαδίζουν με τα χαμηλά ποσοστά γονιμότητας.
Η κυρία Αλεξάνδρα Τραγάκη είναι καθηγήτρια Οικονομικής Δημογραφίας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο.