Ενας υποψήφιος φοιτητής διαμαρτύρεται επειδή το αποτέλεσμα των εξετάσεων δεν του επιτρέπει να φοιτήσει στη σχολή της επιλογής του.

Δεν αμφισβητεί το αδιάβλητο των εξετάσεων, ούτε τη βαθμολόγηση των γραπτών του, για τα οποία μια διαμαρτυρία θα ήταν εύλογη και ενδεχομένως επιβεβλημένη.

Αμφισβητεί τους κανόνες με τους οποίους διαγωνίστηκε. Και ζητά να αλλάξουν εκ των υστέρων και ύστερα από ένα αποτέλεσμα που θεωρεί ότι τον αδικεί.

Εως εδώ τα πράγματα είναι απλά. Ολοι καταλάβαμε.

Περιπλέκονται όμως όταν ο αρχηγός της αντιπολίτευσης μέσα στη Βουλή αλλά και βουλευτές του κόμματός του (η μία μάλιστα καθηγήτρια Πανεπιστημίου!) υιοθετούν τη διαμαρτυρία και το αίτημα του νεαρού.

Τότε η περίπτωση ενός δυσαρεστημένου νεαρού μετατρέπεται σε πολιτική ατζέντα.

Στο επετειακό ερώτημα «τι δημοκρατία έχουμε;», η προφανής απάντηση σαράντα επτά χρόνια μετά την αποκατάστασή της είναι πανεύκολη. Πιστεύω ότι έχουμε την καλύτερη δυνατή.

Σίγουρα όμως πάσχει ο δημοκρατικός πολιτισμός όταν ο εξισωτισμός υποκαθιστά την ισότητα και η ισοπέδωση την αλληλεγγύη.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα δύο βασικά λειτουργικά στοιχεία της δημοκρατίας που είναι ο συγκερασμός (όχι ο συμψηφισμός…) των απόψεων και η αποδοχή των κανόνων τελούν υπό σχεδόν διαρκή αμφισβήτηση.

Σε μια μνημειώδη μελέτη για την πολιτική κουλτούρα της Νότιας Ιταλίας, ο Εντουαρντ Μπάνφιλντ χαρακτήρισε «οικογενειακό αμοραλισμό» την αδυναμία ανάδειξης του κοινού αγαθού πάνω από τα άμεσα συμφέροντα της οικογένειας (Edward C. Banfield, «The Moral Basis of a Backward Society», 1958).

Σε διάφορες εκδοχές αμοραλισμού, το φαινόμενο παρατηρείται και σε άλλες μεσογειακές κοινωνίες. Σίγουρα στην Ελλάδα όπου τίποτα δεν θεωρείται αποδεκτό, αν δεν το αποδεχθεί ο καθένας ξεχωριστά.

Ακόμα και η επίδοση ενός νεαρού στο Πανεπιστήμιο τελεί υπό την αίρεση του ιδίου, της οικογένειάς του, των συνδικαλιστών εκπαιδευτικών της περιοχής, του αρχηγού της αντιπολίτευσης και όσων βουλευτών του κόμματός του προθυμοποιηθούν να απαντήσουν, έστω και χωρίς να ερωτηθούν.

Αυτός ο «αμοραλισμός» (ατομικός, οικογενειακός ή πολιτικός…) αποτελεί τόσο κυρίαρχο στοιχείο του δημοκρατικού πολιτισμού μας ώστε και τον υποσκάπτει και τον ακυρώνει.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο Τύπος. Η αξιοπιστία και η αμεροληψία του αμφισβητούνται όχι εξ αντικειμένου αλλά όταν δεν υιοθετεί τις απόψεις, τα συμφέροντα ή τις αντιλήψεις εκείνων που αμφισβητούν την αξιοπιστία και την αμεροληψία του. Διάδικοι και δικαστές ταυτοχρόνως.

Ακόμα και τα πιο απλά γεγονότα διυλίζονται μέσα από την υποκειμενικότητα όσων δεν καταφέρνουν να τα αντικρύσουν έξω από την υποκειμενικότητά τους. Και η οποία τελικά καταλήγει να ανακηρύσσεται σε αδιαμφισβήτητο μέτρο για όλους.

Κατά την ίδια λογική, ο «ανεμβολίαστος» αρνείται τις συνέπειες του μη εμβολιασμού του εφόσον δεν τις έχει συνυπογράψει ο ίδιος.

Αρνείται δηλαδή ότι υπάρχει ένα κοινό αγαθό πάνω από τη δική του άποψη, προκατάληψη ή δικαίωμα. Και καταγγέλλει ως «μη δημοκρατικό» ό,τι τον υποχρεώνει να υπηρετήσει το κοινό αγαθό που απορρίπτει.

Αν λοιπόν ένας πολύμορφος αμοραλισμός αποτελεί κεντρικό στοιχείο του δημοκρατικού πολιτισμού μας, είναι απολύτως κατανοητό γιατί ο πολιτισμός αυτός πάσχει.

Και γιατί θα μπορούσαμε, παραφράζοντας τη γνωστή ρήση του Καβούρ για την Ιταλία, να διαπιστώσουμε πως σαράντα επτά χρόνια μετά το 1974 έχουμε φτιάξει μια καλή δημοκρατία. Αλλά ότι μάλλον έχει έλθει η ώρα να φτιάξουμε και τους δημοκράτες.

Προοδευτικοί

Ομολογώ πως δεν το ήξερα, ούτε το υποψιαζόμουν.

Σύμφωνα με τον Ν. Φίλη «μόνο μια προοδευτική κυβέρνηση θα μπορούσε να δώσει νικηφόρα και ενωτικά τη μάχη της πανδημίας και των εμβολιασμών» (22/7).

Δεν ξέρω τι σχέση έχει η «πρόοδος» με πανδημίες και εμβόλια. Αλλά καμία αντίρρηση.

Μόνο μια απορία.

Στην προοδευτική κυβέρνηση θα μετέχει ο Πολάκης που εμβολιάζεται «μόνο με δοκιμασμένα εμβόλια» και η Τζάκρη που δεν θέλει εμβόλια με «προσωρινή άδεια»;

Και τι θα γίνει με τον Τσίπρα που στην αρχή έλεγε ότι δεν υπάρχουν εμβόλια και μετά ότι τα εμβόλια είναι σαν «το ρετσινόλαδο»;

Ενα ήσυχο καλοκαίρι

Φεύγοντας για διακοπές, ένα πράγμα μπορώ να ελπίσω. Οτι θα έχουμε ένα ήσυχο καλοκαίρι με την Τουρκία.

Παρά το σόου Ερντογάν στην Κύπρο, δεν φαίνεται ιδιαίτερα πιθανό να αρχίσουμε πάλι τα κυνηγητά με τα βαπόρια και τα γεωτρύπανα στο Αιγαίο.

Μια χαρά, θα μου πείτε. Και καμία αντίρρηση. Κυρίως επειδή στις σημερινές συνθήκες δεν μπορούμε να περιμένουμε κάτι καλύτερο.

Γι’ αυτό όμως υπαίτια δεν είναι η κυβέρνηση, ούτε ο Σαμαράς – όπως ανόητα ισχυρίζεται ένα μέρος της αντιπολίτευσης. Είναι η Τουρκία.

Είναι η πολιτική περιφερειακής ηγεμονίας που ασκεί και την οποία καμία ελληνική κυβέρνηση που σέβεται το όνομά της δεν μπορεί να αποδεχθεί.

Αυτή είναι η ουσία του ζητήματος. Στην οποία η κυβέρνηση απαντά (έως τώρα) με τον μόνο τρόπο που ενδείκνυται να απαντά μια πολιτισμένη ειρηνική χώρα: με συμμαχίες.

Διότι όταν μια χώρα δεν θέλει να υποταχθεί, ούτε να πιάσει τους γκράδες, η μόνη πολιτική που της μένει είναι η αποτροπή.

Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή ακριβώς η πολιτική συμμαχιών και αποτροπής είναι που κυρίως ενοχλεί τον Ερντογάν.

Πρόσφατα ο Τσαβούσογλου προσπαθούσε να μας πείσει ότι η Ελλάδα κάνει «σοβαρό λάθος» όσο επιχειρεί να μετατρέψει τα ελληνοτουρκικά προβλήματα σε «ευρωτουρκικές» ή «αμερικανοτουρκικές» διαφορές. Δεν πειράζει, μας αρέσουν τέτοια λάθη.

Σε αυτό δεν νομίζω να διαφωνεί κανένας σοβαρός άνθρωπος. Ακόμη και οι οπαδοί του κατευνασμού και της επίλυσης δύσκολα μπορούν να ισχυριστούν ότι ο κατευνασμός αποδίδει ή ότι η επίλυση έχει προοπτική.

Είναι προφανές ότι ο Ερντογάν δεν παίρνει από καλοπιάσματα και ότι οι πιθανές λύσεις στην τιμή που προσφέρονται σήμερα έχουν ένα δυσβάσταχτο κόστος.

Υπό αυτήν την έννοια, η πολιτική της κυβέρνησης είναι μονόδρομος και ίσως γι’ αυτό κανείς ουσιαστικά δεν την αμφισβητεί στο εσωτερικό της χώρας, ούτε στην Ευρώπη – παρά τα φάλτσα της Μέρκελ.

Προς το παρόν λοιπόν μακάρι να περάσουμε ένα ήσυχο καλοκαίρι. Και για τον χειμώνα βλέπουμε.