Η συμπλήρωση σε λίγες ημέρες ενός έτους από την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠαΣοΚ προφανώς δεν αποτελεί αφορμή για κάποιου είδους απολογισμό. Είναι όμως μια καλή ευκαιρία να αποτιμηθεί η παρουσία του στον δημόσιο βίο της χώρας από τη θέση του επικεφαλής του τρίτου κόμματος στη Βουλή.
Απέναντι σε όσους ισχυρίζονται ότι «ξεθώριασε» το «όνειρο» να επανέλθει το ΠαΣοΚ σε ρόλο καταλύτη των πολιτικών εξελίξεων, οφείλει κανείς να αναγνωρίσει ότι ο νέος πρόεδρος του κόμματος κατάφερε τουλάχιστον σε αυτόν τον ένα χρόνο να δημιουργήσει συνθήκες επαναφοράς. Μπορεί όχι στον απόλυτο βαθμό, αλλά πάντως σήμερα, έναν χρόνο μετά, το ΠαΣοΚ μπορεί να μην είναι ο πρωταγωνιστής των εξελίξεων, αλλά σίγουρα δεν είναι πλέον ένας αμέτοχος τρίτος παρατηρητής τους.
Γνωρίζω ότι υπάρχουν ενστάσεις από την εκλογική βάση, αλλά και το υπάρχον στελεχιακό δυναμικό αναφορικά με τον τρόπο που πολιτεύεται ο Νίκος Ανδρουλάκης. Πολλοί θα ήθελαν από αυτόν μεγαλύτερη ενεργητικότητα, περισσότερες πρωτοβουλίες, πιο αποτελεσματική παρέμβαση στον δημόσιο λόγο, προκειμένου να διασπαστεί το δίπολο ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχουν επίσης άλλοι οι οποίοι στέκονται στην τακτική που ακολουθεί εδώ και μήνες, καταλογίζοντας προσωπικά σε εκείνον ότι με ευθύνη του το ΠαΣοΚ δεν έχει ανοίξει ακόμη τη βεντάλια των πολιτικών του θέσεων για τη χώρα, επιμένοντας εμμονικά σχεδόν στην υπόθεση των παρακολουθήσεων.
Και είναι και ορισμένοι οι οποίοι ανιχνεύουν μια οργανωτική ανεπάρκεια, μια αδυναμία να αποτυπωθούν σε χειροπιαστό αποτέλεσμα οι προσδοκίες και οι ελπίδες που γέννησε η εκλογή του.
Ο ίδιος διατείνεται συχνά ότι ο χώρος έχει αποδυναμωθεί και δεν διαθέτει στελεχιακό δυναμικό σε αριθμούς και ποιότητα, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που προκαλεί η βούληση για αυξημένη επιρροή στο εκλογικό σώμα. Ακούγεται να λέει, για παράδειγμα, «δεν έχουμε κόσμο». Αλλά ο ορισμός μιας γυναίκας στελέχους μόλις προ ολίγων ημερών στην κομβική θέση της γραμματέως Οργανωτικού προβληματίζει σοβαρά και για τη δική του ικανότητα να διαβάσει σωστά το μήνυμα, το πολιτικό μήνυμα, που εξέπεμψε η εκλογή του από 270.000 ανθρώπους έναν χρόνο πριν.
Αυτό που ίσως θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί, αν όχι άμεσα με την εκλογή του, τουλάχιστον αμέσως μετά το συνέδριο του περασμένου Μαΐου, καθυστέρησε κάπου έξι μήνες, και ενώ η χώρα διανύει ήδη μια προεκλογική περίοδο, τα πρώτα σημάδια της οποία δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικά για το ΠαΣοΚ. Διότι, όπως διαφαίνεται, δεν θα πιεστεί απλώς από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, αλλά θα συμπιεστεί στις μυλόπετρες της άγριας δικομματικής πόλωσης. Και θα συμπιεστεί εκεί που πονάει, στη βάση του εκλογικού σώματος. Εκεί δηλαδή που οργανωτικά θα έπρεπε να είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει την προπαγάνδα και την δι’ όλων των μέσων αντιπαράθεση των δύο. Ειδικά όταν φτάσει «η ώρα της κρίσεως», όταν δηλαδή το ΠαΣοΚ θα κληθεί να αποφασίσει με ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει.
Από την άλλη πλευρά όμως είναι υποχρεωμένος κανείς να δειχθεί ότι όλα αυτά, οι οργανωτικές αδυναμίες, η απουσία συγκροτημένης πολιτικής πρότασης για τη χώρα, η χαρακτηριστική έλλειψη καινούργιων στελεχών που να μπορούν να διαδώσουν το μήνυμα (πλην του εκπροσώπου Τύπου Δ. Μάντζου, δύσκολα εντοπίζει κανείς άλλο νέο στέλεχος που να σηματοδοτεί την «εποχή Ανδρουλάκη» στο ΠαΣοΚ), αποτελούν από μόνες τους ισχυρές προκλήσεις για τον νέο πρόεδρο του Κινήματος.
Και επειδή, όπως καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις, δεν έχει σπαταλήσει ακόμη το πολιτικό του κεφάλαιο, υπάρχει, όχι πολύς, άλλα υπάρχει, χρόνος για μια ολική επαναφορά του. Αρκεί να το πάρει απόφαση, ότι για να επιτευχθεί ο στόχος που έχει θέσει, περί μιας προοδευτικής λύσης για τη χώρα, πρέπει να εργαστεί σκληρά ο ίδιος για να εμπνεύσει και το κόμμα του. Αλλωστε, όπως λέει σε ένα στίχο του ο Οδυσσέας Ελύτης, «για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει δουλειά πολλή»…