Αν η ιστορία της ελληνικής κρίσης χρέους είχε δράκο, αυτός θα ήταν αναμφίβολα ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Ο πανίσχυρος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, που οι ομόλογοί του παραδέχονταν ότι «θα μιλήσουμε όλοι και στο τέλος θα γίνει ό,τι πει ο Σόιμπλε», δεν είχε φολιδωτό δέρμα, δεν έβγαζε φωτιά από τα ρουθούνια και δεν πετούσε. Είχε όμως μια αδιαπέραστη ιδεολογική εμμονή στη λιτότητα, η ωμότητα και ο κυνισμός του κατάκαιαν τις προσπάθειες συμβιβασμού και το αναπηρικό αμαξίδιό του αντί να τον μειώνει τον ανύψωνε, καθώς πλησίαζε στρατηγικά τόσο κοντά τους ισχυρούς συνομιλητές του που τους ανάγκαζε να σκύβουν προς το μέρος του, σαν να τον προσκυνούν.
«Ο κύριος Λιτότητα»
«Mr Austerity». Η πολιτική παρακαταθήκη του αποβιώσαντος σε ηλικία 81 ετών Σόιμπλε συμπυκνώθηκε σε δύο λέξεις, «Ο κύριος Λιτότητα», οι οποίες κρύβουν πίσω τους την αποτυχία της ΕΕ να αντιμετωπίσει έγκαιρα και αποτελεσματικά την οικονομική κρίση που μετανάστευσε ταχύτατα από την Αμερική της Lehman Brothers και των δομημένων ομολόγων. Η οικονομική πανδημία που εξαπλώθηκε στις αγορές του πλανήτη αντιμετωπίστηκε στην Ευρώπη ως αποτυχία του ξεσαλωμένου Νότου. «The party is over» διακήρυσσε ο τότε πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ. Ο ευρωπαϊκός Νότος είχε πράγματι τις ευθύνες του, όμως άλλες τόσες είχε και η Κομισιόν του Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, ο οποίος ποτέ δεν νοιάστηκε να τραβήξει το χαλινάρι όσο ήταν καιρός και κανένας δεν του ζήτησε τα ρέστα. Η Ελλάδα μετατράπηκε στο «μαύρο πρόβατο» και στον «κακό μαθητή» της ΕΕ και έπειτα σε πεδίο πειραματισμού για τα μέτρα που με δυσκολία και καθυστέρηση λάμβανε η Ευρώπη. Και ο Σόιμπλε έγινε ο κακός της δαίμονας.
Από την τραγωδία…
Πριν συμβούν όλα αυτά, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ήταν μια χαρισματική φιγούρα της γερμανικής πολιτικής σκηνής, βαθιά φιλοευρωπαίος και δημοκράτης. Το 1969 εντάχθηκε στο CDU, στην Ομοσπονδιακή Βουλή εισήλθε το 1972, έγινε το μακροβιότερο μέλος της και για 51 χρόνια πέρασε από όλες τις θέσεις κύρους και ευθύνης εκτός από μία, του καγκελαρίου, παρότι θεωρούνταν ο επικρατέστερος διάδοχος του Κολ. Ωστόσο η μοίρα, με τη μορφή ενός ψυχικά διαταραγμένου με καραμπίνα, τον καθήλωσε στο αναπηρικό καροτσάκι, παράλυτο από τη μέση και κάτω, εννέα ημέρες μετά την 3η Οκτωβρίου 1990, όταν τέθηκε σε ισχύ «το αποκορύφωμα της καριέρας του» όπως πίστευε. Ηταν η Συνθήκη για την Επανένωση της Γερμανίας, την οποία ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είχε συνυπογράψει ως υπουργός Εσωτερικών μαζί με τον ανατολικογερμανό ομόλογό του Γκίντερ Κράουζε στις 31 Αυγούστου 1990.
…στον θρίαμβο
Ο προσωπικός του θρίαμβος σημαδεύτηκε από την κατοπινή τραγωδία που θα λύγιζε και σίδερα. Και ίσως θα έπρεπε να είχαν βγάλει όλοι τα συμπεράσματά τους για τον χαρακτήρα του όταν μερικές εβδομάδες μετά το τρομοκρατικό χτύπημα επέστρεψε στο πόστο του ξεκαθαρίζοντας ότι η καριέρα του δεν είχε τελειώσει ακόμη. Συνέχισε να υπηρετεί τη χώρα του σε κορυφαίες θέσεις για τα επόμενα τριάντα χρόνια, σπρώχνοντας πεισματικά μόνος του τις ρόδες στο αναπηρικό του αμαξίδιο, χωρίς να κρατήσει κακία στη μαθητευόμενή του, Ανγκελα Μέρκελ, η οποία τον προσπέρασε στον δρόμο για την εξουσία. Αλλωστε, ο Σόιμπλε δεν έχασε ποτέ την ισχύ του και η Μέρκελ δεν διαφωνούσε ποτέ μαζί του, ειδικά όταν το θέμα ήταν η Ελλάδα, η οποία σύμφωνα με την καγκελάριο έπρεπε οπωσδήποτε να κάνει τα μαθήματά της προκειμένου να προβιβαστεί.
Στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης η Μέρκελ ήταν η Μέρκελ, η προτεστάντισσα κόρη ενός ανατολικογερμανού πάστορα, αρνητική αρχικά με τη διάσωση της Ελλάδας, η οποία παρέμεινε αυστηρή με τον μητρικό τρόπο που οι Ελληνες μετά τους Γερμανούς έμαθαν να τον αποδέχονται περισσότερο ως γονεϊκό και λιγότερο ως πολιτικό. Παράδειγμα, ο Αλέξης Τσίπρας που μόλις έγινε Πρωθυπουργός έπαψε να τη βλέπει σαν τη φρικτή «μαντάμ Μέρκελ» και προσέτρεχε στη βοήθειά της για το καθετί. Ο Σόιμπλε όμως δεν ήταν ο πολιτικός που θα έκανε στους άλλους εκπτώσεις, τις οποίες αρνούνταν στον ίδιο του τον εαυτό, ούτε θα ωραιοποιούσε καταστάσεις, αναλαμβάνοντας με άνεση το κόστος να γίνεται δυσάρεστος. Δεν υπήρχε καμία διεθνής συνωμοσία πίσω από αυτό, όπως θα βόλευε ένα μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης, παρά μόνο η ατομική του ηθική και η προσωπική του κοσμοθεωρία. Ηταν ο βολικός κακός που έλεγε άβολες αλήθειες.
Σκληρός με τους Ελληνες
Τον Δεκέμβριο του 2014, όταν τον επισκέφθηκε στο «στρατηγείο» του στο Βερολίνο ο Ευάγγελος Βενιζέλος, τον υποδέχθηκε – κάνοντας μια σπάνια χειρονομία – ο ίδιος στον προθάλαμο του γραφείου του, δίπλα στον ξύλινο πάγκο υποδοχής που ήταν διακοσμημένος με ένα μικροσκοπικό χριστουγεννιάτικο έλατο σε γλάστρα. Μια απτή διακήρυξη των απόψεών του, «μη μου ζητάτε πολυτέλειες που δεν επιτρέπω σε εμένα», προτού προλάβει ο άλλος να ανοίξει το στόμα του. Τη συγκεκριμένη στιγμή, ο γερμανός υπουργός Οικονομικών ήθελε να κάνει μια κίνηση αβροφροσύνης στην κυβέρνηση Σαμαρά/Βενιζέλου, με την οποία δεν είχε πάντα αρμονικές σχέσεις αλλά σταδιακά καλλιεργήθηκε αμοιβαίος σεβασμός, ενώ έβλεπε να έρχεται με φόρα ο ΣΥΡΙΖΑ που υποσχόταν ότι θα καταργούσε τα μνημόνια με έναν νόμο και ένα άρθρο.
Τότε ήταν ήδη αργά. Επί τέσσερα χρόνια τα λόγια του έπεφταν σαν λίπασμα στη γερμανική κοινή γνώμη, η οποία θεωρούσε τη βοήθεια προς την ευρωζώνη «ξελάσπωμα» της Ελλάδας, και σαν σπίρτο στην ελληνική κοινή γνώμη. Πολλοί στη Γερμανία θα συντάχθηκαν σιωπηρά με την πρωτοσέλιδη εικόνα της Αφροδίτης της Μήλου με υψωμένο το μεσαίο δάχτυλο στο περιοδικό «Focus» και στην Ελλάδα με τη γελοιογραφία της εφημερίδας «Αυγή» που έδειχνε τον Σόιμπλε με στολή των SS. Οι εμπνεύσεις των δύο μέσων ενημέρωσης διατάραξαν τις ελληνογερμανικές σχέσεις, αλλά όχι τόσο ώστε να τις διαρρήξουν.
Οταν αποκαταστάθηκε η ομαλότητα, όλα αυτά ξεχάστηκαν αμέσως ακόμα και από τον ίδιο τον Σόιμπλε, ο οποίος όταν ήρθε η ενεργειακή κρίση έδωσε λίγο από το «ελληνικό» φάρμακο στους συμπατριώτες του. Τους χαρακτήρισε κακομαθημένους και τους συνέστησε να φορούν δεύτερο πουλόβερ για να μην κρυώνουν και να εφοδιαστούν με σπίρτα, κεριά και φακούς για να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενες διακοπές ρεύματος, επειδή θεωρούσε αναγκαίο να μην υποχωρήσει η Δύση απέναντι στις απειλές του Πούτιν για χρήση πυρηνικών όπλων. «Αν υποχωρήσεις μια φορά, θα υποχωρείς για πάντα. Και πάντα είχα στη ζωή μου καλά αποτελέσματα λέγοντας «όχι, δεν θα με εκβιάσουν»» συμβούλευσε τον καγκελάριο Ολαφ Σολτς σε μια τηλεοπτική συνέντευξη.
Η «φιλική» έξοδος
Ο εκβιασμός, ως μέσο άσκησης πολιτικής, μπορεί να μην του άρεσε αλλά αυτό δεν σημαίνει και ότι δεν τον χρησιμοποίησε. Στον Γιώργο Παπακωνσταντίνου ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει plan B για την Ελλάδα. Ο Βενιζέλος έχει διηγηθεί πολλές φορές το σοκ που υπέστη όταν ο Σόιμπλε τον ρώτησε αιφνιδίως στο Βρότσλαβ, όπου διεξαγόταν το άτυπο Eco/Fin που διοργάνωσε η πολωνική προεδρία, αν η Ελλάδα θα προτιμούσε αντί για δεύτερο μνημόνιο μια «φιλική» έξοδο από το ευρώ και του παρουσίασε ένα λεπτομερές σχέδιο εκτάκτων συνθηκών. Το σχέδιο αυτό τρόμαξε ακόμα και τον τότε υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Τίμοθι Γκάιτνερ, ο οποίος το πληροφορήθηκε στο νησί Σιλτ στη Βόρεια Θάλασσα, όπου έκανε τις διακοπές του ο γερμανός πολιτικός, ο οποίος του εξήγησε ότι πολλοί στην Ευρώπη πίστευαν πως το Grexit ήταν μια πιθανή, ίσως και επιθυμητή στρατηγική. Ανήσυχος ο Γκάιτνερ ενημέρωσε τον Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος παρενέβη προσωπικά υπέρ της Ελλάδας.
Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε σθεναρά τις προτάσεις του και ο Σόιμπλε έκανε πίσω μέχρι το 2015 που πρότεινε στον Γιάνη Βαρουφάκη ένα πενταετές time out της χώρας μας από την ευρωζώνη, με αφορμή το δημοψήφισμα. Στον Γιάννη Στουρνάρα πρότεινε να δημιουργηθεί ειδικός λογαριασμός στο Λουξεμβούργο που δεν θα ελεγχόταν από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και σε αυτό υποχώρησε. Πίστευε ότι αυτές τις ακραίες αποφάσεις έπρεπε να τις πάρει μόνη της η Ελλάδα, όχι να της επιβληθούν. Από την άλλη πλευρά, ήταν ο πρώτος και σταθερός υποστηρικτής του PSI που, όταν έγινε, ελάφρυνε σημαντικά μέχρι σήμερα το ελληνικό χρέος, και αυτός που δεν ήθελε να εμπλακεί το ΔΝΤ στις ευρωπαϊκές υποθέσεις, μολονότι στη συνέχεια άλλαξε άποψη επειδή, όπως ομολογούσε σε ιδιωτικές του συζητήσεις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν μπορούσε να κάνει τη δουλειά της και να επιβληθεί στις κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας.
Το δόγμα του Σόιμπλε ήταν ένα: «You have to deliver», «πρέπει να φέρεις αποτελέσματα», που στην περίπτωση της Ελλάδας μετασχηματιζόταν στο δίλημμα «ευρώ ή δραχμή». Η συμμετοχή στο ευρώ σήμαινε για εκείνον συγκεκριμένες υποχρεώσεις και δημοσιονομική πειθαρχία, τελεία και παύλα. Το 2021, προς το τέλος της 16χρονης θητείας της ως καγκελαρίου, η Μέρκελ παραδέχθηκε κάνοντας ένα είδος αυτοκριτικής, ευρισκόμενη στην Αθήνα, ότι πίεσε πολύ τους Ελληνες – «απαίτησα πολλά» είπε. Ο Σόιμπλε έμεινε ανυποχώρητος στις απόψεις του, ακόμα και μετά την αποχώρησή του από την πολιτική. Η δημοσιονομική πολιτική που εφάρμοσε η ΕΕ στην κρίση οικοδόμησε εμπιστοσύνη και δημιούργησε ανάπτυξη. Οι Ελληνες έπρεπε να του στήσουν ανδριάντα για τις μεταρρυθμίσεις που έκαναν. Η συνείδησή του ήταν ήσυχη γιατί ό,τι έκανε ήταν για το καλό των Ελλήνων. Και ασφαλώς είχε δίκιο όταν διαπίστωνε ότι η Ελλάδα δεν έχει κράτος. Δυστυχώς, αυτή η ιδιόρρυθμη προσωπικότητα «έφυγε» προτού μας ενημερώσει με την κοφτερή του γλώσσα τι πιστεύει για τη σημερινή πολιτική αστάθεια στη Γερμανία, που επηρεάζει την ΕΕ, και για την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας.