Η αναβάθμιση της προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργείται για τη γνωστή υπόθεση των υποκλοπών, με τη συνέχισή της από τον ορισθέντα Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, εδράζεται σε δύο στοιχεία σύμφωνα με τη σχετική παραγγελία της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.
Πρώτον, στο ότι η υπόθεση είναι «εξαιρετικής φύσης και μείζονος σημασίας» και, δεύτερον, στην αποφυγή «κινδύνου παραγραφής» των ερευνώμενων εγκλημάτων.
Εκ πρώτης όψεως, η εν λόγω θεσμική αναβάθμιση μπορεί να επισημαίνει το υψηλό ενδιαφέρον της δικαστικής εξουσίας για μια υπόθεση όχι μόνο εθνικού, αλλά και μεγίστου διεθνούς ενδιαφέροντος, όπως αγωνιωδώς επισημαίνει και η παρέμβαση της εισηγήτριας της Επιτροπής PEGA του Ευρωκοινοβουλίου Sophie in’t Veld, που εξέφρασε δημόσια την ανησυχία της με την πορεία της έρευνας του σκανδάλου των υποκλοπών.
Ετσι, η εμπειρία του δικαστικού λειτουργού που ανέλαβε την προκαταρκτική εξέταση μπορεί να φωτίσει πτυχές της υπόθεσης, που ενδεχομένως δεν έχουν αναδειχθεί έως τώρα.
Εξ άλλης όψεως όμως, δημιουργούνται σκέψεις και ερωτήματα για τον εισαγγελικό τρόπο διαχείρισης της έρευνας.
Για παράδειγμα, γιατί χρειάστηκαν 15 ολόκληροι μήνες, από τα τέλη Ιουλίου 2022 που ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ – Κινήματος Αλλαγής κατέθεσε μηνυτήρια αναφορά στον Αρειο Πάγο, για να συνειδητοποιήσει η εισαγγελική ηγεσία ότι η υπόθεση υποκλοπής των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων αρχηγού πολιτικού κόμματος είναι μεγίστης σημασίας;
Μήπως κάθε σκεπτόμενος πολίτης της χώρας δεν γνώριζε εξαρχής αυτό που όψιμα ανακάλυψε η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ότι δηλαδή δεν υπάρχει μεγαλύτερο πλήγμα στον πυρήνα της δημοκρατίας από την υποκλοπή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων αρχηγού πολιτικού κόμματος;
Και ακόμη, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής κακουργημάτων, έχει προαποφασίσει η ανώτατη εισαγγελική αρχή ότι τελικά η προκαταρκτική εξέταση πρέπει να στραφεί μόνο στη διερεύνηση πλημμελημάτων που έχουν μικρότερο χρόνο παραγραφής;
Δυστυχώς, η προσπάθεια συγκάλυψης του σκανδάλου των υποκλοπών εξαντλήθηκε με κάθε δυνατό τρόπο από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ σε κάθε δυνατή διαδικασία, ενώ και η γνωμοδότηση του τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Ντογιάκου κατέτεινε στο να σφραγιστούν τα στόματα μαρτύρων και να εμποδιστούν οι ενέργειες της ΑΔΑΕ για την αποκάλυψη της αλήθειας, με τη δήθεν επίκληση του απορρήτου των ενεργειών της ΕΥΠ.
Μάλιστα, το χρονικό σημείο κατά το οποίο αφαιρείται η προκαταρκτική εξέταση από τους εισαγγελείς Πρωτοδικών που την διεξήγαγαν συμπίπτει με την επίμονη υποβολή αιτήματός τους στην ΑΔΑΕ για το αν οι 92 τηλεφωνικές συνδέσεις που είχαν παγιδευτεί με το λογισμικό Predator παρακολουθούνταν και από την ΕΥΠ.
Τη στιγμή δηλαδή που θα μπορούσε να αποδειχθεί ότι υπήρχε ενιαίο κέντρο παρακολούθησης που συνέδεε την ΕΥΠ με το Predator, η έρευνα σταμάτησε και η προκαταρκτική εξέταση θα συνεχιστεί από οποιοδήποτε σημείο εκτιμήσει πλέον ο ορισθείς Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, όταν ενημερωθεί για το περιεχόμενο της ογκώδους δικογραφίας.
Ως γνωστόν, η δικαστική εξουσία είναι το κύριο αντιστάθμισμα στην πολιτική εξουσία, που αν αφεθεί ασύδοτη συνιστά απειλή και κίνδυνο για τη δικαστική ανεξαρτησία (Μ. Πικραμένος, «Η λογοδοσία των δικαστών στη δημοκρατία», 2022).
Αν δεν ολοκληρωθεί η διαδικασία για την απάντηση της ΑΔΑΕ στο ερώτημα των εισαγγελέων Πρωτοδικών για την παρακολούθηση των ανωτέρω τηλεφωνικών συνδιαλέξεων μέσω Predator και ΕΥΠ και, ιδίως, αν δεν εξαντληθεί προς κάθε κατεύθυνση η νέα προκαταρκτική εξέταση, θα έχουν επιβεβαιωθεί οι χειρότεροι φόβοι για την κατάσταση του κράτους δικαίου στη χώρα μας.
Ο κ. Μαρίνος Σκανδάμης είναι διδάκτωρ Νομικής, τομεάρχης Προστασίας του Πολίτη στο ΠαΣοΚ – Κίνημα Αλλαγής.