Πενήντα χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, ένα γεγονός με ιδιαίτερο συμβολισμό ήρθε να επισφραγίσει την ιστορική πορεία του πολιτεύματος. Δέκα μέλη της τέως βασιλικής οικογένειας της Ελλάδας κατέθεσαν αίτηση απόκτησης ελληνικής ιθαγένειας, αναγνωρίζοντας το Σύνταγμα, το πολίτευμα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 1974 που έθεσε οριστικό τέλος στον βασιλικό θεσμό. Η κίνηση αυτή, ακολουθώντας τις προϋποθέσεις του νόμου 2215/1994, αποτελεί μια σημαντική στιγμή για την πολιτική και κοινωνική ιστορία της χώρας. Μπορεί στην ουσία να μην υπήρχε πολιτειακό ζήτημα, εν τούτοις αυτό το κεφάλαιο της Μεταπολίτευσης κλείνει οριστικά χωρίς υποσημειώσεις.

Το ιστορικό της ρήξης και το πολιτειακό ζήτημα

Η πορεία προς τη σημερινή στιγμή έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία του ελληνικού πολιτεύματος. Το 1974, λίγους μήνες μετά την πτώση της χούντας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έθεσε το ζήτημα του πολιτεύματος στην κρίση του ελληνικού λαού. Το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου του ίδιου έτους κατέληξε με το 69,2% των Ελλήνων να τάσσεται υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, βάζοντας οριστικό τέλος στη βασιλεία. Μετά το δημοψήφισμα, ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος απομακρύνθηκε οριστικά από την ελληνική πολιτική και κοινωνική σκηνή. Τότε απώλεσε και την ελληνική ιθαγένεια, καθώς σύμφωνα με το Σύνταγμα της βασιλευόμενης δημοκρατίας τα μέλη της βασιλικής οικογένειας είχαν την ιδιότητα του έλληνα πολίτη εξαιτίας της βασιλικής τους ιδιότητας και ήταν εγγεγραμμένα σε ειδικό ληξιαρχείο τηρούμενο από τον υπουργό Δικαιοσύνης.

Το 1991 η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη κατέληξε σε συμφωνία με τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο για τη βασιλική περιουσία, που είχε απαλλοτριωθεί από τη χούντα το 1973. Η συμφωνία, η οποία επικυρώθηκε με τον νόμο 2086/1992, προέβλεπε την παραχώρηση του μεγαλύτερου μέρους της ακίνητης περιουσίας σε μη κερδοσκοπικό ίδρυμα, ενώ στον τέως βασιλιά αποδόθηκαν τα ανάκτορα του Τατοΐου, 4.000 στρέμματα του κτήματος, η τακτοποίηση φορολογικών ζητημάτων και το δικαίωμα εξαγωγής σημαντικού αριθμού κινητών αντικειμένων. Είχε προηγηθεί, τον Φεβρουάριο του 1991, η μεταφορά αντικειμένων μέσω 9 κοντέινερ από το Τατόι στη Μεγάλη Βρετανία, με άδεια της κυβέρνησης. Το γεγονός αυτό είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις.

Η επίσκεψη του 1993 και οι αντιπαραθέσεις

Παρ’ όλο που το 1993 πραγματοποίησε ιδιωτική επίσκεψη στην Ελλάδα, δηλώνοντας σεβασμό στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, η παρουσία του προκάλεσε έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, τότε αρχηγός της αντιπολίτευσης, χαρακτήρισε την άφιξή του «προκλητική και πραξικοπηματική» και κατηγόρησε την κυβέρνηση για αδράνεια στο θέμα του διαβατηρίου.

Μάλιστα, προανήγγειλε τη δημοσιοποίηση πρότασης νόμου, η οποία καταρτίστηκε από τον Ευάγγελο Βενιζέλο, βασισμένη στη γνωμοδότηση του 1992 για τον Δήμο Κέρκυρας που παρείχε ο ίδιος κατόπιν αιτήματος του Δικηγορικού Συλλόγου του νησιού για την ενίσχυση της διεκδίκησης του Μον Ρεπό από τον δήμο. Η γνωμοδότηση αυτή έγινε δεκτή από τον εισαγγελέα Εφετών κατά την εκδίκαση ασφαλιστικών μέτρων.

Η γνωμοδότηση αυτή εξελίχθηκε στον νόμο 2215 που ψήφισε το 1994 η κυβέρνηση ΠαΣοΚ για την απαλλοτρίωση της περιουσίας τους και τη ρύθμιση του ζητήματος της ιθαγένειας των μελών της τέως βασιλικής οικογένειας. Ο νόμος προέβλεπε ότι για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας απαιτούνταν τρεις βασικές προϋποθέσεις: η ρητή αναγνώριση του δημοκρατικού πολιτεύματος, η παραίτηση από οποιονδήποτε τίτλο ή προνόμιο συνδεδεμένο με τον παλαιό θεσμό και η εγγραφή στα δημοτολόγια της χώρας με κοινότοπο επώνυμο. Ο συμβολισμός της ψήφισης του νόμου επισημάνθηκε από τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος τόνισε ότι η διαδικασία είχε «συμβολικό βάρος» και αποσκοπούσε στην εδραίωση της συνταγματικής τάξης.

Το νομικό πλαίσιο και οι προσφυγές

Ο νόμος του 1994 δεν πέρασε χωρίς αντιδράσεις. Η Νέα Δημοκρατία κατηγόρησε την κυβέρνηση για συνταγματική προχειρότητα, ενώ το ζήτημα της συνταγματικότητας του νόμου απασχόλησε και τα δικαστήρια. Ο Γεώργιος Σουφλιάς, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας, σημείωσε ότι οι αλλαγές που προτείνει ο νόμος «δεν αίρουν την αντισυνταγματικότητά του» και κατηγόρησε την κυβέρνηση του ΠαΣοΚ για «προχειρότητα» στη νομοθέτηση.

Ο Ανδρέας Λεντάκης, εκπρόσωπος της Πολιτικής Ανοιξης, εξέφρασε την άποψη ότι «σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, ο Κωνσταντίνος είναι πολίτης της Ευρωπαϊκής Ενωσης με ελληνική ιθαγένεια μέχρι σήμερα (…) τυπικά υπάρχει μια αξεπέραστη αντίφαση, αφού του αφαιρείτε κάτι που υποτίθεται ότι δεν έχει».

Οι αντιδράσεις επικεντρώθηκαν στο ενδεχόμενο προσφυγής στα ευρωπαϊκά δικαστήρια. Ο Ανδρέας Λεντάκης σημείωσε: «Ο έκπτωτος θα προσφύγει, όπως ήδη το έχει δηλώσει, στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ως πολίτης της Ευρωπαϊκής Ενωσης και συνεπώς θα δημιουργήσει πρόσθετα προβλήματα».

Πράγματι, ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος και μέλη της οικογένειάς του προσέφυγαν στα ελληνικά και ευρωπαϊκά δικαστήρια, αμφισβητώντας τον νόμο και διεκδικώντας την περιουσία τους. Τελικά, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου επιδίκασε αποζημίωση για την απώλεια περιουσιακών στοιχείων, αλλά όχι για τα υπόλοιπα αιτήματα.

Η πρόσφατη αίτηση των δέκα μελών της τέως βασιλικής οικογένειας για απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας ενσωματώνει όλα τα παραπάνω ζητήματα σε μια νέα ιστορική και πολιτική πραγματικότητα.

Η επιλογή «Ντε Γκρες» και οι αντιδράσεις

Ο Παύλος, πρωτότοκος γιος του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου, έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι το επώνυμο «Γλύξμπουργκ» δεν ανήκει πραγματικά στην οικογένειά του, καθώς το όνομα αυτό αντιστοιχεί στην ιστορική καταγωγή της. Βέβαια, το «Γλύξμπουργκ», που αναφέρεται στον νόμο του 1994, θεωρήθηκε από κάποιους πιο συνεπές με τη νομοθεσία.

Η επιλογή του επωνύμου «Ντε Γκρες» φαίνεται να αποτελεί για την οικογένεια έναν συμβιβασμό που συνδέει τη δυναστική τους ιστορία με την ελληνική ταυτότητα, χωρίς να προκαλεί ευθέως το πολιτειακό καθεστώς. Ωστόσο, η επιλογή αυτή προκάλεσε την αντίδραση των κομμάτων της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το ΠαΣοΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ κάνουν λόγο για απόπειρα έμμεσης μη αναγνώρισης του πολιτεύματος, υποστηρίζοντας ότι η ελληνική έννομη τάξη δεν αναγνωρίζει τίτλους ευγενείας.

Από νομική άποψη, η ελληνική ιθαγένεια παρέχει στα μέλη της οικογένειας δικαιώματα όπως το εκλέγειν και το εκλέγεσθαι, αν και μέχρι στιγμής δεν έχουν δείξει πρόθεση να εμπλακούν ενεργά στην πολιτική. Ωστόσο, ο συμβολισμός της κίνησης αυτής υπερβαίνει τα στενά όρια της νομικής διαδικασίας. Στα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, η απόφασή τους να αποδεχτούν ρητά το δημοκρατικό πολίτευμα επισφραγίζει τη νίκη του έναντι του ιστορικού παρελθόντος.