Μια νομική παραδοξότητα και ασάφεια, η οποία απασχολεί πολιτικούς και συνταγματολόγους με φόντο την Προανακριτική για τα Τέμπη και την απόδοση τυχόν ποινικών ευθυνών σε πολιτικά πρόσωπα, οδεύει προς την (νομοθετική) επίλυσή της. Η πρόταση του ΠαΣοΚ για σύσταση επιτροπής προκαταρκτικής εξέτασης για τον πρώην υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ Χρήστο Τριαντόπουλο για το «μπάζωμα» έφερε στην επιφάνεια την άλυτη επί μία πενταετία εκκρεμότητα που προκύπτει από τη μη εναρμόνιση του νόμου περί ευθύνης υπουργών με το άρθρο 86 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρήθηκε το 2019, καταργώντας τη σύντομη αποσβεστική προθεσμία που ίσχυε για τα υπουργικά αδικήματα.
Τι προβλέπει το Σύνταγμα
Πλέον για τους υπουργούς/υφυπουργούς ισχύει ό,τι ισχύει για την κοινή παραγραφή αδικημάτων στην ποινική νομοθεσία. Το άρθρο 86 προβλέπει ότι «μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της κυβέρνησης ή υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει», μόνο που ο νόμος (περί ευθύνης υπουργών) δεν έχει αλλάξει, προβλέποντας όσα προέβλεπε προ αναθεώρησης.
Και συγκεκριμένα ότι «το αξιόποινο των πράξεων των υπουργών (…) εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του υπουργού, σύμφωνα με όσα ορίζονται στον νόμο αυτόν».
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι με τη λήξη της παρούσας συνόδου της Βουλής (είτε το καλοκαίρι, αν συγκροτηθούν θερινά τμήματα, είτε τον προσεχή Οκτώβριο, οπότε ξεκινά κανονικά η επόμενη σύνοδος της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου που καλύπτει το διάστημα μεταξύ δύο εκλογών) θα έχουμε παραγραφή τυχόν ποινικών αδικημάτων που τελέστηκαν την περίοδο από το 2019 έως το 2023.
Κάτι, μάλιστα, που δεν περιορίζεται στα πολιτικά πρόσωπα, καθώς το Σύνταγμα προβλέπει ότι «σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της κυβέρνησης ή υφυπουργός ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει».
Η κατάργηση της επίμαχης διάταξης του άρθρου 86 που όριζε σύντομη αποσβεστική προθεσμία για τα πολιτικά πρόσωπα («μέχρι το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση του αδικήματος») τελεί υπό μια έννοια «στον αέρα», καθώς δεν έχει προσαρμοστεί σχετικά ο νόμος περί ευθύνης υπουργών.
Βεβαίως, το άρθρο 112 του Συντάγματος ξεκαθαρίζει ότι «σε θέματα που για τη ρύθμισή τους προβλέπεται ρητά από διατάξεις του Συντάγματος η έκδοση νόμου, οι κατά περίπτωση νόμοι ή διοικητικές πράξεις κανονιστικού χαρακτήρα, που υπάρχουν κατά την έναρξη της ισχύος του, εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να εκδοθεί ο νόμος που προβλέπεται κατά περίπτωση, εκτός αν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του Συντάγματος», όπως συμβαίνει εν προκειμένω.
Nομοθετική παρέμβαση
Εγκριτοι συνταγματολόγοι, όπως ο καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Σπύρος Βλαχόπουλος, υπενθυμίζουν ότι «το Σύνταγμα είναι πάνω από τον νόμο» και ότι «δεν μπορεί η αδράνεια του κοινού νομοθέτη να αναιρεί τη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη». Βέβαια, όλοι αναγνωρίζουν ότι για λόγους ασφάλειας και καθαρότητας θα έπρεπε να έχει υπάρξει η σχετική νομοθετική ρύθμιση. Για αυτό και στην κυβέρνηση εξετάζουν το ζήτημα και σύμφωνα με πληροφορίες αναμένεται εντός των προσεχών μηνών – και σε κάθε περίπτωση μέχρι το πέρας της παρούσας συνόδου – να διευθετηθεί το θέμα με σχετική νομοθετική παρέμβαση.
«Δεν υπάρχει κάποια απόλυτη θέση ή δογματική αντίρρηση της κυβέρνησης να αποσαφηνιστεί και νομοθετικά» σχολιάζει αρμόδια πηγή. Οπως λένε μάλιστα γνώστες του θέματος, «δεν βλέπουμε τον λόγο να μη γίνει κάτι τέτοιο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι αναγκαίο». Και αυτό καθώς η κυριαρχούσα άποψη μεταξύ των συνταγματολόγων είναι πως από τη στιγμή που το Σύνταγμα έχει καταργήσει το ειδικό καθεστώς που ίσχυε για την παραγραφή των υπουργικών αδικημάτων, αυτό υπερισχύει και εφαρμόζεται άμεσα χωρίς να παρεμβάλλεται ο κοινός νομοθέτης. Ετσι, θεωρούν ότι η μη εναρμόνιση του εκτελεστικού νόμου 3126/2003 δεν αναιρεί τη συνταγματική πρόβλεψη.
Ερμηνευτικό ζήτημα
Ο Ξενοφών Κοντιάδης σε πρόσφατη ανάρτησή του έχει επισημάνει ότι «μετά την κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας από το Σύνταγμα, ακριβώς με το σκεπτικό να μην υπάρχει σύντομη προθεσμία για τα αδικήματα που ενδεχομένως έχουν τελεστεί από πρώην μέλη της κυβέρνησης, η νομοθεσία που συνεχίζει να προβλέπει τη σύντομη εξάλειψη του αξιόποινου έχει καταστεί ανενεργή ως αντίθετη προς το αναθεωρημένο Σύνταγμα».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η άποψη του συνταγματολόγου Γιώργου Σωτηρέλη, ενώ ο νομικός Γιάννης Κουτσούκος διαπιστώνει στο SyntagmaWatch ότι μετά την κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας «πρέπει να κάνουμε δεκτό ότι καταργείται νοηματικά και η ίδια ρύθμιση του Ν. 3126/2003». Παρά ταύτα, η αδιευκρίνιστη σχέση μεταξύ της συνταγματικής πρόβλεψης και του εκτελεστικού νόμου υφίσταται.
Είναι σαφές ότι ο συνταγματικός νομοθέτης παραπέμπει στον κοινό νομοθέτη («όπως νόμος ορίζει») και θεωρητικά, τουλάχιστον, μπορεί να ανακύψει ερμηνευτικό ζήτημα. Πολιτικο-νομικοί κύκλοι θεωρούν ότι σε αυτή την περίπτωση το Ειδικό Δικαστήριο θα μπορούσε να προσφύγει στα πρακτικά της συνταγματικής αναθεώρησης, όπου αποτυπώνεται με κάθε λεπτομέρεια η ισχυρή βούληση του νομοθετικού Σώματος για κατάργηση της σύντομης αποσβεστικής προθεσμίας που ίσχυε για τα υπουργικά αδικήματα.
Δεύτερες σκέψεις
Ομως σε κάθε περίπτωση η ασάφεια προκαλεί δεύτερες σκέψεις, καθώς, παρά τη νομική ερμηνεία περί υπερκείμενου Συντάγματος έναντι του νόμου, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το δικαίωμα εμπλεκόμενων προσώπων να επικαλεστούν τον ισχύοντα νόμο περί ευθύνης υπουργών σε τυχόν δικαστική εμπλοκή τους.
Για αυτό και σύμφωνα με πληροφορίες, επίκειται σχετική νομοθετική πρωτοβουλία από το υπουργείο Δικαιοσύνης ώστε να ξεκαθαρίσει πλήρως το τοπίο. Πάντως, η κυβέρνηση έχει διαμηνύσει με κατηγορηματικό τρόπο πως «ό,τι ισχύει για όλους τους υπόλοιπους, ισχύει και για τα πολιτικά πρόσωπα, ασχέτως αν ήταν υπουργοί ή όχι ως προς την παραγραφή».
Οπως έχει δηλώσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, μετά την αναθεώρηση του 2019 «δεν υπάρχει αποσβεστική προθεσμία». Σημειώνεται ότι η σχετική διάταξη είχε εγκριθεί με ευρύτατη πλειοψηφία 274 ψήφων. Ο ίδιος έχει διευκρινίσει ότι «δεν μπορεί να τεθεί οποιοδήποτε ζήτημα παραγραφής τυχόν αδικημάτων», υπογραμμίζοντας πως «το Σύνταγμα υπερισχύει οποιασδήποτε άλλης αντίθετης διάταξης τυπικού νόμου». Επιπλέον, διαβεβαίωσε ότι θα γίνει και η νομοθετική παρέμβαση ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία.