Η Ελλάδα αποτελεί μέρος της εξίσωσης για την απεξάρτηση της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια, λέει στο «Βήμα» ο Τζέφρι Πάιατ, αμερικανός διπλωμάτης που έχει υπηρετήσει ως πρέσβης στην Αθήνα και στο Κίεβο και ως αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν, ενώ ήταν ανάμεσα στο κύμα διπλωματών που παραιτήθηκαν από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ πριν από την ορκωμοσία του Ντόναλντ Τραμπ. Ο κ. Πάιατ θα είναι ανάμεσα στους ομιλητές του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών (9-12 Απριλίου).

Πώς νιώθετε ως Δημοκρατικός στην Αμερική του Τραμπ;

«Είμαι διπλωμάτης καριέρας. Ημουν ο πρέσβης του προέδρου Τραμπ στην Ελλάδα σε ολόκληρη την πρώτη θητεία του. Η προσέγγισή μου ήταν πάντα να επικεντρώνομαι στην εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ, κοιτώντας προς τα έξω. Οπως έλεγα και όταν ήμουν αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, δεν ασχολούμαι με την εσωτερική πολιτική. Προφανώς με ενδιαφέρει η υγεία της δημοκρατίας μας και οι σχέσεις με τους συμμάχους μας, όπως η Ελλάδα».

Πώς άλλαξε ο παγκόσμιος ενεργειακός χάρτης στη γειτονιά της Ελλάδας όσο ήσασταν αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών υπεύθυνος για τους ενεργειακούς πόρους;

«Είναι πολύ εντυπωσιακό το πόσο άλλαξε ο παγκόσμιος ενεργειακός χάρτης, ιδίως στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Υπάρχουν δυο μεγάλες τεκτονικές δυνάμεις. Πρώτον, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η εργαλειοποίηση των ρωσικών ενεργειακών πόρων. Δεύτερον, η μείωση της εξάρτησης της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια. Ημουν πρόσφατα στο Χιούστον για τη CERA, τη μεγαλύτερη ενεργειακή διάσκεψη στον κόσμο. Οι Ευρωπαίοι που βρέθηκαν εκεί, όπως ο επίτροπος Ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν, έστειλαν το σαφέστατο μήνυμα ότι η Ευρώπη είναι αποφασισμένη να μη βρεθεί ποτέ ξανά σε θέση εξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια, ότι η ΕΕ είναι δεσμευμένη στον στόχο μηδενικής ρωσικής ενέργειας ως το 2027.

Η Ελλάδα αποτελεί μέρος αυτής της ιστορίας απεξάρτησης. Ο Νότιος Διάδρομος Φυσικού Αερίου μέσω της Ελλάδας έπαιξε κρίσιμο ρόλο, κυρίως για την Ιταλία. Μετά την εισβολή στην Ουκρανία, η επέκταση του τερματικού σταθμού στη Ρεβυθούσα και η νέα πλωτή μονάδα αποθήκευσης LNG στην Αλεξανδρούπολη διευκόλυναν την παροχή μη ρωσικού αερίου στους ευρωπαίους καταναλωτές.

Μια άλλη όψη είναι η επίσπευση της μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και, κυρίως, η επιτυχία της Ελλάδας στο να διευρύνει την αιολική και ηλιακή ενεργειακή της βάση. Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης δήλωσε το περασμένο καλοκαίρι ότι ορισμένες ημέρες το 100% των ενεργειακών αναγκών της Ελλάδας καλυπτόταν από πράσινες ανανεώσιμες πηγές. Η Ελλάδα έχει γίνει σημείο αναφοράς στην ΕΕ για την ενεργειακή μετάβαση».

Ενώ η Chevron και η ExxonMobil πραγματοποιούν έρευνες για υδρογονάνθρακες στην Κρήτη, μπορούν οι ΗΠΑ να ανέχονται τουρκικές ενέργειες που θα έβλαπταν τα αμερικανικά οικονομικά συμφέροντα;

«Ημουν πρέσβης στην Αθήνα όταν υπογράφηκε η αρχική συμφωνία με την ExxonMobil και έζησα την ένταση με το «Oruc Reis» το 2020. Ηταν μια περίοδος ανησυχίας που απασχόλησε πολύ την αμερικανική κυβέρνηση. Είναι θετικό ότι οι σχέσεις μεταξύ Αγκυρας και Αθήνας έχουν έκτοτε βελτιωθεί πολύ».

Η Τουρκία έχει ρόλο στην ενεργειακή εξίσωση της Ανατολικής Μεσογείου;

«Δεν μπορώ να μιλήσω εξ ονόματος της τουρκικής ή της ελληνικής κυβέρνησης και πλέον ούτε της αμερικανικής. Από οικονομική άποψη, όμως, μας ενδιαφέρει να δούμε την εποικοδομητική εκμετάλλευση των πόρων αυτών. Το γεγονός ότι οι δύο κυβερνήσεις συνομιλούν μέσω των κατάλληλων καναλιών στέλνει ένα μήνυμα εμπιστοσύνης το οποίο διευκολύνει μεγάλες εταιρείες, όπως η ExxonMobil και η Chevron, να αφιερώσουν τα τεράστια κεφάλαια που απαιτούνται για τέτοια έργα».

Οι ΗΠΑ το 2022 απέσυραν την υποστήριξη που είχε προσφέρει ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο το 2019 στη συμφωνία μεταξύ Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ για τον αγωγό EastMed. Γιατί;

«Δεν είναι θέμα αν οι ΗΠΑ τον υποστηρίζουν ή όχι αλλά αν έχει νόημα επενδυτικά. Η αμερικανική κυβέρνηση – επί Τραμπ όταν ήμουν στην Αθήνα και επί Μπάιντεν όταν ήμουν στην Ουάσιγκτον – υποστήριζε έντονα την ενισχυμένη συνεργασία μεταξύ Ελλάδας, Ισραήλ και Κύπρου μέσω της διαδικασίας 3+1 (ΗΠΑ) και μέσω των ενεργειακών διασυνδέσεων.

Υπάρχουν διάφορες προτάσεις για διασύνδεση, όπως μεταξύ των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ, η διασύνδεση GREGY που προτείνει ο όμιλος Κοπελούζου από την Αίγυπτο στην Ελλάδα και την Ευρώπη και ο αγωγός EastMed που είναι πανάκριβος. Δεν είναι σαφές αν οι υφιστάμενοι πόροι δικαιολογούν το έξοδο. Αυτό ήταν το εμπόδιο. Παρατηρούμε τις ίδιες προκλήσεις και με τον διασυνδετήριο αγωγό μεταξύ των δικτύων ηλεκτρισμού Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ».

Τους τελευταίους μήνες, πολλοί Ευρωπαίοι θεωρούν ότι η διατλαντική σχέση, όπως τη γνωρίζαμε, έχει τελειώσει. Εχει αλλάξει η αντιμετώπιση των ΗΠΑ προς το ΝΑΤΟ;

«Οι εκλογές έχουν σημασία. Η νέα ηγεσία του Πενταγώνου έκανε σαφή την αλλαγή προσέγγισης. Πιστεύω όμως ότι η μακροχρόνια επένδυση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, στη διατλαντική σχέση, θα συνεχιστεί. Αν δούμε την Επιτροπή Ενόπλων Δυνάμεων της Γερουσίας και την Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, θα αντιληφθούμε την ισχυρότατη δέσμευση σε ένα ισχυρό ΝΑΤΟ, ένα ΝΑΤΟ στο οποίο θα μοιράζονται πλήρως τα βάρη, αλλά και ένα ΝΑΤΟ στο οποίο οι ΗΠΑ θα παραμείνουν ενεργές. Ο χρόνος θα δείξει πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση.

Οσο με αφορά, παραμένω πεπεισμένος για την αξία της Ευρωατλαντικής Συμμαχίας και τη σημασία τού να συνεχίσουμε να επενδύουμε σε αυτήν».

Ως πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στο Κίεβο, ποια πιστεύετε ότι πρέπει να είναι η διαπραγματευτική τακτική των ΗΠΑ με τον ρώσο πρόεδρο Πούτιν;

«Πιστεύω ότι η κυριότερη αρχή οποιουδήποτε διαπραγματεύεται με τη Ρωσία είναι να γνωρίζει ότι το Κρεμλίνο καταλαβαίνει μόνο την ισχύ – το έζησα στη διάρκεια της εισβολής του Πούτιν στην Κριμαία, στην αρχή της εισβολής στο Ντονμπάς και στην πρώτη και τη δεύτερη Συμφωνία του Μινσκ. Θα συνιστούσα να μη γίνουν εκ των προτέρων παραχωρήσεις στον Πούτιν.

Πρέπει να τονίσω ότι οι ΗΠΑ – και η Ελλάδα εν προκειμένω – αποτελούν ενδιαφερόμενα μέρη αλλά τελικά οι ίδιοι οι Ουκρανοί πρέπει να αποφασίσουν το μέλλον τους. Οι Ουκρανοί έχουν δείξει πέραν πάσης αμφιβολίας τη δέσμευσή τους να ενταχθούν στην ΕΕ και την αποφασιστικότητά τους να υπερασπιστούν την κυριαρχία τους. Στην πρώτη και στη δεύτερη Συμφωνία του Μινσκ είδαμε την προθυμία του Πούτιν να υπογράψει ένα χαρτί και στη συνέχεια να αγνοήσει όσα υπέγραψε. Και οι δύο συμφωνίες παραβιάστηκαν συστηματικά από τον Βλαντίμιρ Πούτιν και τις ρωσικές δυνάμεις.

Συνεπώς, το ζήτημα της επιβολής και της επιτήρησης της ειρήνης είναι επιτακτικό. Το προσπαθήσαμε πολύ όσο ήμουν πρέσβης στο Κίεβο, στρεφόμενοι στον ΟΑΣΕ για μια ειδική αποστολή επιτήρησης. Στις παρούσες διαπραγματεύσεις, θα πρέπει να καθοριστεί πώς θα μοιάζει η αποστολή επιβολής και παρακολούθησης αυτής της νέας εκεχειρίας. Το σημαντικό είναι να καταλάβουμε τι αντιμετωπίζουμε στο πρόσωπο του Πούτιν – τις ρεβανσιστικές φιλοδοξίες του, τη δυσαρέσκειά του με την ευρωπαϊκή και ευρωατλαντική κατάσταση πραγμάτων και, κυρίως, την επιδίωξή του να ασκεί βέτο στις επιλογές του ουκρανικού λαού για το πού βρίσκεται το μέλλον του».