Πέρασα τέσσερις εβδομάδες σε «κατ’ οίκον περιορισμό» και ομολογώ ότι χρόνια είχα να δω τόση τηλεόραση μαζεμένη.
Ακόμα κι αν συμφωνήσουμε ότι η ελληνική πρέπει μάλλον να βρίσκεται στο χειρότερο επίπεδό της, θα έλεγα να το αφήσουμε στους τηλεθεατές και στους τηλεκριτικούς.
Από την πλευρά μου με ενδιαφέρει κυρίως η πολιτική σύγκριση με την Ευρώπη – τουλάχιστον με τις χώρες που μπορώ να παρακολουθώ…
Πρώτον, ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Α. Χαρίτσης προσέφυγε στο ΕΣΡ υποστηρίζοντας πως «τις τελευταίες εβδομάδες με αφορμή την κρίση του κορωνοϊού γινόμαστε μάρτυρες πρωτοφανούς μονομέρειας στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο» (13/4). Ανάλογα παράπονα έκανε πιο ήπια και το ΚΙΝΑΛ.
Ομολογώ ότι δεν καταλαβαίνω το παράπονο. Προφανώς σε περίοδο επιδημίας υπάρχει μονομέρεια. Είναι η επιστημονική μονομέρεια και όσα ως αποφάσεις προκύπτουν από αυτήν. Δεν υπάρχει άλλη άποψη να της αντιπαρατεθεί, ούτε θα ψηφίσουμε τι θα γίνει.
Τι έπρεπε δηλαδή; Κάθε απόγευμα μετά τον Τσιόδρα να βγαίνει και «εκπρόσωπος του κορωνοϊού» να αντικρούει τον προλαλήσαντα ή τα μέτρα; Ή μήπως διεκδικεί ο Χαρίτσης τέτοιον ρόλο;
Να σημειώσω παρεμπιπτόντως ότι η μετατροπή της επικαιρότητας σε σχεδόν καθαρά μονοθεματική δεν αποτελεί ελληνική επιλογή, παρά τις συνήθεις δικές μας υπερβολές.
Παρατηρείται παντού. Σε χώρες μάλιστα που έχουν πληγεί περισσότερο (Ιταλία, Ισπανία) ισχύει σε εντονότερο βαθμό. Ποιος εκπλήσσεται;
Δεύτερον, οι τηλεοράσεις που μπόρεσα να παρακολουθήσω καλύπτουν όλες την επιδημία με τον ίδιο περίπου τρόπο που καλύπτεται στην Ελλάδα.
Επιστήμονες, κρούσματα, ειδικοί, κυβερνητικοί παράγοντες, μέτρα, περιορισμοί, νοσηλευτές, ερευνητές. Δεν άκουσα κάποιους άλλους να συζητούν κάτι άλλο. Ενδεχομένως να προστίθενται ρεπορτάζ και ανθρώπινες ιστορίες για γιατρούς και ασθενείς.
Σε καμία χώρα πάντως δεν κατέγραψα πολιτική αντιπαράθεση από τηλεοράσεως για τον κορωνοϊό, ακόμα κι εκεί που υπάρχει κριτική για τις κυβερνητικές επιλογές (Ιταλία, Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο) ή που καταφανώς η κατάσταση έχει ξεφύγει και η αντιπολίτευση σήκωσε τους τόνους (Ισπανία).
Τι συμβαίνει; Είτε οι «φωνές των κομμάτων της αντιπολίτευσης» (Χαρίτσης) έπαθαν παντού αφωνία, είτε μια χούντα εγκαθιδρύθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη, είτε (το πιθανότερο) ακόμα και η ίδια η αντιπολίτευση θεωρεί ότι δεν είναι η στιγμή της.
Τρίτον, καλώς ή κακώς ο κορωνοϊός είναι ένα πεδίο που επικοινωνιακά κυριαρχείται από τα δεδομένα της επιστήμης και τις επιλογές της εκάστοτε κυβέρνησης. Από την ασθένεια και τα μέτρα εναντίον της ασθένειας. Από Τσιόδρες και Χαρδαλιάδες.
Εκ των πραγμάτων η αντιπολίτευση βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο.
Aκουσα τα παράπονα του ΣΥΡΙΖΑ επειδή η δημόσια τηλεόραση δεν έπαιξε μια συνέντευξη Τύπου δυόμισι(!) ωρών με τις απόψεις και τις προτάσεις του για την επιδημία.
Ομολογώ ότι σε καμία άλλη προσβάσιμη τηλεοπτικά ευρωπαϊκή χώρα δεν εντόπισα παρεμφερές γεγονός για να συγκρίνω.
Νομίζω όμως πως αν η δημόσια γαλλική ή γερμανική τηλεόραση έπαιρναν πρόσκληση να παρευρεθούν σε κάτι αντίστοιχο θα ενδιαφέρονταν ίσως να παίξουν δυο-τρία λεπτά σε ένα δελτίο ειδήσεων (αμφιβάλλω…) ή θα έστελναν κάποιον για να βεβαιωθούν ότι δεν είναι φάρσα.
Διότι η ωμή αλήθεια είναι τελικά μία.
Καλώς ή κακώς, η επιδημία διαμορφώνει μια μονοθεματική επικαιρότητα, η οποία μονοπωλείται από την επιστήμη, την καθημερινότητα των ανθρώπων και τις κυβερνήσεις.
Αντιλαμβάνομαι ότι η κατάσταση αυτή είναι καταθλιπτική και ευνουχιστική για κάθε αντιπολίτευση αλλά δυστυχώς είναι μια αντικειμενική κατάσταση.
Κανένα στοιχειωδώς σοβαρό ενημερωτικό σύστημα της Ευρώπης δεν θα ενδιαφερόταν μέρες που είναι να καταγράψει τις (όποιες) απόψεις του (όποιου) βουλευτή Καστανίδη για τα τεκταινόμενα. Οι προβολείς είναι γυρισμένοι αλλού. Και γι’ αυτό οι ανούσιες αντιδικίες δεν έχουν νόημα. Κανείς δεν αδικεί κανέναν. Αυτή είναι απλώς η κατάσταση. «Τα του Καίσαρος…»!
Να ευχόμαστε λοιπόν να την αφήσουμε πίσω μας όσο πιο σύντομα γίνεται. Ωστε να επιτρέψουμε σε μια κανονικότητα, ακόμα και στο πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Εμπιστοσύνη
Διάβασα μια ενδιαφέρουσα άποψη για τη δημοκρατία και θέλω να σας τη μεταφέρω.
«Κανόνας της δημοκρατίας είναι ο έλεγχος κάθε εξουσίας και όχι η εμπιστοσύνη σε αυτήν ακόμη και στις περιπτώσεις που συμπεριφέρεται σωστά» (Κύριο άρθρο, «ΕφΣυν», 14/4).
Προσωπικά θεωρούσα πως κανόνας της δημοκρατίας είναι, αντιθέτως, η εμπιστοσύνη του πολίτη στους θεσμούς, στις αρχές, στις αξίες της.
Και γι’ αυτό άλλωστε η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό μας. Οχι στο αστυνομικό μας ένστικτο. Τη δημοκρατία δηλαδή πρώτα την αγαπάς και την εμπιστεύεσαι. Δεν την καταδικάζεις σε μόνιμο καθεστώς υποψίας και καχυποψίας.
Αλλά δεν πειράζει, καθείς και η δημοκρατία του. Στην πρώην Ανατολική Γερμανία η Στάζι τούς ήλεγχε και στα σπίτια τους!
Ευκαιρία
Αντιλαμβάνομαι ότι η κυβέρνηση προβληματίζεται για εκλογές μετά την κρίση.
Λογικό. Είναι σίγουρα ένα ρίσκο από το οποίο μπορεί να βγει κερδισμένη, μπορεί και όχι.
Σήμερα φαντάζει ισχυρή, αλλά δεν ξέρεις σε πέντε μήνες. Και κυρίως δεν ξέρεις την κατάσταση της οικονομίας μετά την κρίση.
Διότι είναι η οικονομία (το σημειώνω ξανά) που μπορεί να καταστήσει τις εκλογές αναπόφευκτες ή απαγορευτικές.
Αντιλαμβάνομαι και τους προβληματισμούς του ΣΥΡΙΖΑ.
Εκεί περισσότερο φοβούνται παρά ελπίζουν, το καταλαβαίνω και αυτό. Είναι προφανές ότι πιο πολλά έχουν να χάσουν παρά να κερδίσουν. Και ούτως ή άλλως βρίσκονται σε θέση αδυναμίας.
Ξέρετε ποιους δεν καταλαβαίνω; Το ΚΙΝΑΛ!
Για τρεις λόγους:
Πρώτον, στο επίπεδο του ρίσκου είναι οι μόνοι που δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Τρίτο κόμμα θα βγουν, θα πάρουν 7%-8%, «να ’μαστε πάλι εδώ, Ανδρέα!».
Δεύτερον, στο επίπεδο της ευκαιρίας οι εκλογές είναι δώρο. Είτε πριν είτε μετά, θα μπορέσουν να ξεκαθαρίσουν τα αρχηγικά τους, τα ιδεολογικά τους, τα φιλικά τους, τα ψυχολογικά τους, να κάνουν επιτέλους ένα restart.
Και δεν υπάρχει καλύτερο restart για ένα κόμμα που δεν διεκδικεί άμεσα την εξουσία από τις εκλογές.
Ούτως ή άλλως, δεν γνωρίζω ούτε έναν σοβαρό άνθρωπο στο ΚΙΝΑΛ που να έχει την ψευδαίσθηση ότι η σημερινή κατάσταση μπορεί να παραταθεί στο διηνεκές.
Αλλοι εκτιμούν ότι θα γίνει εκ των πραγμάτων με την ολοκλήρωση της θητείας της Φώφης, το 2021. Οτι τότε δηλαδή θα μοιραστεί πάλι η τράπουλα εν όψει των επόμενων εκλογών.
Αλλοι πάλι θεωρούν ότι θα έπρεπε να έλθει πιο μπροστά, ώστε να δοθεί χρόνος στη νέα ηγεσία να προετοιμαστεί για τις εκλογές του 2022-2023 ή όποτε γίνουν.
Και οι περισσότεροι συμφωνούν ότι όλα αυτά μπορούν να γίνουν ήπια, πολιτισμένα, ομαλά, αποφεύγοντας καβγάδες και πλακώματα – στο μέτρο του δυνατού…
Δεν μπαίνω στη συζήτηση. Ο,τι τους φωτίσει ο Θεός.
Αλλά αν οι εκλογές γίνονταν τον Σεπτέμβριο, θα έφερναν εκ των πραγμάτων όλο το χρονοδιάγραμμα πιο μπροστά. Θα επιτάχυναν τα πράγματα χωρίς κίνδυνο.
Και κυρίως θα παρέδιδαν στον κόσμο μια νέα ή ανανεωμένη παράταξη για τη συνέχεια.
Δεν ξέρω αν θα τους κάνει το δώρο ο Κυριάκος. Αλλά δεν νομίζω κιόλας ότι το θέλουν.