Στοιχεία αξιοσημείωτης κινητικότητας και ενδείξεις διαμόρφωσης ενός διαφορετικού πολιτικού περιβάλλοντος για πρώτη φορά μετά το 2019 παρουσιάζει η ανάλυση των πρόσφατων ερευνών της κοινής γνώμης.
Εμπειροι αναλυτές υπογραμμίζουν ότι όσο και αν δεν υπάρχουν ίχνη ανατροπής των πολιτικών συσχετισμών, ορισμένα από τα λιγότερο εμφανή και προφανή ευρήματα των δημοσκοπήσεων μπορεί να κρύβουν εκπλήξεις, ειδικώς εν όψει ευρωεκλογών, που είναι ούτως ή άλλως μία αναμέτρηση με τις δικές της ιδιαιτερότητες.
Οι βασικές επισημάνσεις με βάση τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις συνοψίζονται σε κάποια στοιχεία, με κυριότερα τα εξής: Παρουσιάζουν πτωτικές τάσεις όλα τα κόμματα, της ΝΔ συμπεριλαμβανομένης, και με μοναδική εξαίρεση την Ελληνική Λύση.
Η ΝΔ σε όλες τις έρευνες της περιόδου βρίσκεται οριακά στο επίπεδο του 30%
Οι απώλειες της ΝΔ
Η ΝΔ αρχίζει να εμφανίζει μία μείωση της συσπείρωσής της, η οποία καθ’ όλο σχεδόν το διάστημα της προηγούμενης πενταετίας είχε διατηρηθεί σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα, κοντά στο 80%. Κατά τις εκτιμήσεις όμως των περισσότερων ερευνητών, η υποχώρηση αυτή δεν τροφοδοτεί τα άλλα κόμματα, αλλά κυρίως το ποσοστό των αναποφάσιστων, το οποίο ενισχύεται σημαντικά, σε επίπεδα που κατά περίπτωση υπερβαίνουν και το 15%. Οπως δε επισημαίνεται, στις ευρωεκλογές δεν ισχύει η μέθοδος του αναγωγικού καταμερισμού του ποσοστού των αναποφάσιστων για την εκτίμηση του αποτελέσματος.
Το μοναδικό κόμμα με εμφανείς ανοδικές τάσεις είναι η Ελληνική Λύση. Ομως οι «εισροές» της δεν προέρχονται εξ ολοκλήρου από τις απώλειες της ΝΔ. Με βάση τις αναλύσεις, τα ενισχυμένα ποσοστά του κόμματος προέρχονται κατά βάση από τη δεξαμενή των ψηφοφόρων οι οποίοι δεν τοποθετούνται στην πολιτική κλίμακα και χαρακτηρίζονται η «καρδιά της αποχής» (η οποία στις περυσινές εκλογές καταγράφηκε σε ιστορικά υψηλά επίπεδα) και, σε έναν μικρότερο βαθμό, από τα κόμματα της άκρας Δεξιάς και τους δυσαρεστημένους της ΝΔ.
Σύμφωνα με την ίδια ανάλυση, μόλις το ένα τρίτο των ψηφοφόρων της Ελληνικής Λύσης δηλώνουν δεξιοί, ενώ ο αντίστοιχος αυτοπροσδιορισμός για τους υποστηρικτές της ΝΔ βρίσκεται στα δύο τρίτα του συνόλου. Υπό αυτές τις συνθήκες, ήδη διαμορφώνεται η εκτίμηση ότι στις ευρωεκλογές δεν θα πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο του διψήφιου ποσοστού για το κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου. Σε δεύτερο επίπεδο, η ανάλυση των δημοσκοπικών τάσεων οδηγεί σε ορισμένα στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τα «σκοτεινά σημεία» τους.
Η ανάλυση ορισμένων ερευνητών καταλήγει στο ερώτημα αν η ΝΔ θα κατορθώσει τελικά να παραμείνει πάνω από το 30%, δεδομένου και ότι από κυβερνητικά στελέχη ο πήχης της επιτυχίας έχει τεθεί στο 33% των προηγούμενων ευρωεκλογών
Η σκόρπια ψήφος
Πολιτικοί αναλυτές διαβλέπουν ότι στις προσεχείς ευρωεκλογές είναι πιθανό να εμφανιστεί και στην Ελλάδα ένας νέος τύπος ψηφοφόρου, που στην Ευρώπη είναι πλέον συνήθης. Πρόκειται για μεγάλες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες δεν επιλέγουν πολιτική στάση με βάση ιδεολογικά ή έστω χαλαρά πολιτικά κριτήρια, αλλά κυρίως με γνώμονα την αντίδραση και την αποδοκιμασία. Αναφέρουν οι ίδιες πηγές χαρακτηριστικά το παράδειγμα της Γαλλίας, όπου ήδη από τη δεκαετία του 1990 και με θρυαλλίδα την κρίση και σταδιακή εξαφάνιση του Κομουνιστικού Κόμματος και στη συνέχεια του Σοσιαλιστικού, στράφηκαν μαζικά στην Ακροδεξιά του Ζαν-Μαρί Λεπέν και πλέον αποτελούν τη βάση της ισχύος της μεταλλαγμένης και «ελεγχόμενα» ακραίας Δεξιάς της Μαρίν Λεπέν.
Οσο η απάντηση στο ερώτημα αν θα εμφανιστεί αυτός ο νέος τύπος ψήφου θα εκκρεμεί και με την καίρια επισήμανση της ανόδου του ποσοστού αναποφάσιστων, πιθανότερο ενδεχόμενο στις επικείμενες ευρωκάλπες θεωρείται η εκρηκτική άνοδος της αποχής αλλά και η στροφή μιας μεγάλης ομάδας ψηφοφόρων στη λεγόμενη «σκόρπια ψήφο». Ετσι χαρακτηρίζεται η ψήφος υπέρ μικρότερων κομμάτων, με περισσότερο ή λιγότερο έντονες τάσεις διαμαρτυρίας, τα οποία τελικά θα παραμείνουν σε ποσοστά χαμηλότερα του 3% και δίχως εκπροσώπηση στο Ευρωκοινοβούλιο. Οπως επισημαίνεται, το αντίστοιχο συνολικό ποσοστό των ευρωεκλογών του 2019 είχε φθάσει το 21%.
Η αδιευκρίνιστη ψήφος αυξάνεται σε επίπεδα που υπερβαίνουν και το 15%
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την κυβέρνηση και τη ΝΔ, ως το σημαντικότερο δημοσκοπικό εύρημα και υπό αυτό το πρίσμα, ως η σοβαρότερη παράμετρος ανησυχίας του Κυριάκου Μητσοτάκη υπογραμμίζεται η μεγάλη υποχώρηση του ποσοστού της στην πρόθεση ψήφου.
Σε όλες τις έρευνες της περιόδου βρίσκεται οριακά στο επίπεδο του 30% και όπως τονίζεται, είναι πλέον σε επίπεδα χαμηλότερα ακόμη και από εκείνα της περιόδου αμέσως μετά το δυστύχημα των Τεμπών. Το στοιχείο αυτό θεωρείται κομβικής σημασίας, καθώς υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να αποδειχθεί το σημείο καμπής της πολιτικής περιόδου από το 2019 και έπειτα, δεδομένου και ενός συνδυασμού παραμέτρων. Μεταξύ αυτών, ο διχασμός της ελληνικής κοινωνίας έναντι κεντρικών επιλογών της κυβέρνησης, όπως ο γάμος ομοφύλων και τα μη κρατικά ΑΕΙ.
Στελέχη (και) της ΝΔ υπογραμμίζουν ότι συνιστά ψευδαίσθηση η ύπαρξη ευρείας αποδοχής για την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων και ότι τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων σε κάποιες περιπτώσεις «καθοδηγούνται» από τις φραστικές διατυπώσεις των ερωτημάτων. Πέραν αυτών, τονίζεται από αναλυτές των δημοσκοπήσεων ότι είναι μάλλον απίθανο να μην επιδράσουν στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών η συνεχιζόμενη ακρίβεια και τα αλλεπάλληλα κρούσματα κυβερνητικής αλαζονείας, σοβαρά ή μη.
Το 1/3 μόνο των ψηφοφόρων της Ελληνικής Λύσης δηλώνουν δεξιοί
Το στοίχημα του 30%
Σε αυτό το περιβάλλον και με περίπου τρεισήμισι μήνες να απομένουν έως την αναμέτρηση του Ιουνίου, το πολιτικό σκηνικό παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία θεωρούνται δυνάμει σημαντικά από πολιτικά στελέχη και παρατηρητές.
Ως κρίσιμες παράμετροι επισημαίνονται η κυβερνητική κόπωση και οι αδυναμίες ως προς την αντιμετώπιση ζητημάτων της καθημερινότητας, ο περιορισμός των αντικειμενικών περιθωρίων για την ανάπτυξη μιας μεγάλης εκλογικής δυναμικής και αναστροφής της κυβερνητικής φθοράς και ο συνδυασμός όλων αυτών με την ούτως ή άλλως χαλαρή ψήφο των ευρωεκλογών.
Υπό αυτό το πρίσμα, η ανάλυση ορισμένων ερευνητών και δημοσκόπων καταλήγει στο ερώτημα αν η ΝΔ θα κατορθώσει τελικά να παραμείνει πάνω από το 30%, δεδομένου και ότι από κυβερνητικά στελέχη ο πήχης της επιτυχίας έχει τεθεί χαμηλά, στο 33% των προηγούμενων ευρωεκλογών.