Ο αποχαρακτηρισμός των απόρρητων ενημερωτικών δελτίων της ΚΥΠ της κρίσιμης και δραματικής περιόδου 1/7/1974 – 31/8/1974 έχει μία προφανή ιστορική διάσταση για τα ελληνικά δεδομένα. Αυτό συμβαίνει κατά κύριο λόγο επειδή πρόκειται για μία – θεμιτή – προσπάθεια της υπηρεσίας πληροφοριών να ακολουθήσει τη διεθνή πρακτική και να συμβάλει, στο μέτρο του δυνατού, στην ιστορική καταγραφή της πλέον σκοτεινής περιόδου της μεταπολεμικής περιόδου στην Ελλάδα.
Επιβεβαιώσεις
Υπό αυτό το πρίσμα, τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία παρέχουν αξιοσημείωτα στοιχεία για τη δραστηριότητα της ΚΥΠ εκείνη την περίοδο. Παράλληλα όμως, με έμμεσο τρόπο (και καθώς πολλά σημεία των ίδιων των αρχείων δημοσιοποιούνται με μαύρη σκίαση, η οποία αποκρύπτει προφανώς κρίσιμες λεπτομέρειες), η χρησιμότητά τους ως ιστορικών πηγών για την εξήγηση των δραματικών γεγονότων έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες.
Κατά βάση λειτουργεί απλώς επιβεβαιωτικά για τα όσα στο μεσοδιάστημα των πενήντα ετών που μεσολάβησαν έχουν αποκαλυφθεί από δημοσιογραφικές έρευνες και μαρτυρίες των πρωταγωνιστών της εποχής.
Δεδομένης της προετοιμασίας η οποία προηγήθηκε και της επεξεργασίας των δελτίων από την ηγεσία της σημερινής ΕΥΠ, μπορεί να γίνει η βάσιμη υπόθεση ότι τα στοιχεία τα οποία παραμένουν στο σκοτάδι εκτιμήθηκε ότι θα είχαν δυνητικές επιπτώσεις και σήμερα, είτε σε ό,τι αφορά πρόσωπα (λιγότερο πιθανό), είτε στις εξελίξεις στο ίδιο το κυπριακό ζήτημα, το οποίο επανέρχεται στην επικαιρότητα, ενδεχομένως με κάποια δυναμική.
Είναι χαρακτηριστικό ότι παρά το πλήθος των πληροφοριών που παρέχονται και τους σποραδικούς σχολιασμούς για τον ρόλο των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας εκείνη την περίοδο, δεν φαίνεται να υπάρχει δυνατότητα αξιολόγησης της έντονης κινητικότητας και των δύο δυνάμεων, η οποία είναι γνωστό ότι εξελισσόταν εκείνη την κρίσιμη περίοδο.
Σπασμένο τρίγωνο
Υπό μία έννοια τα ενημερωτικά σημειώματα είναι χρήσιμα ως μία περίτρανη απόδειξη ότι η ΚΥΠ ήταν σε κάποιες περιπτώσεις σε θέση να καταγράψει και να αξιολογήσει τι συνέβαινε στην Τουρκία, δεν γνώριζε όμως τι εξελισσόταν στην Αθήνα και πώς η συνωμοσία Ιωαννίδη οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην τουρκική εισβολή. Με δεδομένο δε ότι τα ενημερωτικά δελτία απευθύνονται στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, αποδεικνύεται από αυτά ότι το τρίγωνο της χουντικής ηγεσίας, του στρατού και των μυστικών υπηρεσιών ήταν εντελώς διαλυμένο, με αποτέλεσμα την παντελή αδυναμία αντίδρασης στα όσα ήταν ήδη δρομολογημένα.
Γίνεται αυτό αντιληπτό από το δελτίο της 15ης Ιουλίου 1974, το οποίο είχε συνταχθεί μόλις λίγα λεπτά πριν από την εκδήλωση του πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου και την επίθεση στο Προεδρικό Μέγαρο στη Λευκωσίας. Εκεί αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στον σχολιασμό δηλώσεων του προέδρου της Κύπρου: «Διά των ως άνω ενεργειών του ο Μακάριος προσπαθεί να εκθέση την Ελληνικήν Κυβέρνησιν διεθνώς και να εξαναγκάση ταύτην να προβή εις ενεργείας προς διάλυσιν της ΕΟΚΑ-Β’. Εκτιμάται ότι η ανωτέρω τακτική θα συνεχισθεί». Εν ολίγοις, δεν υπάρχει η παραμικρή πληροφόρηση ότι η ανατροπή του Μακαρίου ήταν θέμα λεπτών.
Κατά τις εκτιμήσεις ιστορικών ερευνητών της περιόδου, η αίσθηση αυτή οφείλεται λιγότερο στη διαλογή των αποχαρακτηρισμένων εγγράφων και περισσότερο στο γεγονός ότι τα στεγανά της συνωμοσίας Ιωαννίδη ήταν τέτοια που μέσα στην κατά τα λοιπά περιορισμένη ικανότητα αντίληψης της πραγματικότητας και της επερχόμενης καταστροφής, είχαν επιτύχει τόσο καλά να κρατήσουν μυστικό το σχέδιο ανατροπής του Μακαρίου.
Ελλείψεις
Υπό αυτό το πρίσμα, η βασικότερη έλλειψη των εγγράφων είναι αυτή που αφορά τη συνωμοσία των πραξικοπηματιών στην Αθήνα και – κυρίως – στη Λευκωσία για την προετοιμασία της ανατροπής του Μακαρίου. Ο αιφνιδιασμός της ΚΥΠ είναι εμφανής στην απλή καταγραφή γεγονότων και της τοποθέτησης του σεσημασμένου για τις αγριότητες σε βάρος των Τουρκοκυπρίων Νίκου Σαμψών, την επομένη του πραξικοπήματος στη Λευκωσία.
Σε εκείνο το τηλεγράφημα της 16ης Ιουλίου 1974 αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής: «Την 08.30 ώρα της 15/7/74 στρατιωτικά τμήματα της Εθνοφρουράς υποστηριζόμενα από τεθωρακισμένα επετέθησαν εναντίον του Προεδρικού Μεγάρου. Η Προεδρική Φρουρά, ενισχυθείσα υπό τμημάτων του Εφεδρικού Σώματος της Αστυνομίας, προέβαλε αντίσταση. Περί την 11.00 ώρα οι μάχες είχαν κοπάσει και εκ του ΡΙΚ μεταδόθηκε ότι ο Μακάριος είναι νεκρός».
Προφανώς δεν υπάρχει πληροφόρηση ότι ο Μακάριος είχε διασωθεί και ότι, αφότου διέφυγε αρχικά στην Πάφο και στη συνέχεια στη βρετανική βάση, φυγαδεύτηκε στο εξωτερικό.
Η προαναγγελία της εισβολής
Ενδιαφέρον είναι ότι τις αμέσως επόμενες ημέρες η ΚΥΠ καταγράφει και μεταδίδει πληροφορίες για την επιχειρησιακή προετοιμασία της εισβολής από την Τουρκία. Στο δελτίο της 17ης Ιουλίου, το οποίο η στρατιωτική ηγεσία και η χούντα Ιωαννίδη δείχνου να αγνοούν, αναφέρεται: «Η 39η Μεραρχία Πεζικού συμπλήρωσε τις προετοιμασίες για αποβατική δράση στην Κύπρο. Αυτή άλλωστε είναι η αποστολή της και περιμένει διαταγές».
Οπως είναι γνωστό, ο Ιωαννίδης δέχεται εισηγήσεις και πιέσεις να δράσει, όμως τις απορρίπτει και επιμένει ότι οι κινήσεις του τουρκικού στρατού είναι μέρος κάποιας άσκησης και ισχυρίζεται ότι έχει διαβεβαιώσεις από χαμηλόβαθμα στελέχη των αμερικανικών υπηρεσιών για αποτροπή των αποβατικών επιχειρήσεων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, κατά έναν περίεργο τρόπο η ΚΥΠ συνεχίζει τη ροή των πληροφοριών, οι οποίες στην ουσία προαναγγέλλουν την τουρκική εισβολή, δίχως όμως να λαμβάνονται υπόψη. Στο σημείωμα της 19ης Ιουλίου, λίγες ώρες πριν από την εκδήλωση του πρώτου Αττίλα την αμέσως επόμενη ημέρα, αναφέρεται: «Στη Μερσίνα συγκροτήθηκε Αμφίβια Ταξιαρχία στην οποία θα υπάγονται οι εκεί εδρεύουσες Αμφίβιες Μονάδες. Το 49ον Μ/Κ Σ και αι Μονάδες της Φρουράς Ισλαχιγιέ ευρίσκονται εν ετοιμότητι για την μετακίνησιν (μεταστάθμευσιν). Ο διοικητής της 2ης Στρατιάς Ικονίου αφίχθη στα Αδανα».