Στο Μέγαρο Μαξίμου έχει παγιωθεί η αίσθηση ότι η κυβέρνηση πορεύεται ανενόχλητη στο πολιτικό πεδίο, όπως άλλωστε αποτυπώνεται στις αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις των τελευταίων εβδομάδων.
Παρά ταύτα, το στενό επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη επιχειρεί να αξιολογήσει κατά κύριο λόγο τα ποιοτικά στοιχεία, αφενός των δημοσκοπήσεων, αφετέρου των εσωτερικών ερευνών των ομάδων εστίασης, των λεγόμενων focus groups.
Ο κίνδυνος της αλαζονείας και το πολιτικό παράδοξο
Σύμφωνα με πληροφορίες, η επεξεργασία των στοιχείων αυτών από το επικοινωνιακό και πολιτικό επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου και από τον σύμβουλο του Πρωθυπουργού Σταν Γκρίνμπεργκ οδηγεί σε κάποιες διαπιστώσεις, οι οποίες είναι μεν προφανείς, υποδεικνύουν δε κάποιες αναγκαίες ενέργειες και προσαρμογές.
Ορισμένες από αυτές φάνηκαν και στην πρόσφατη ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη προς το στενό κομματικό ακροατήριο της Πολιτικής Επιτροπής της ΝΔ, όπου ο Πρωθυπουργός έσπευσε να περιγράψει τους στόχους του εν όψει ευρωεκλογών και να συστήσει αυτό που ο ίδιος προτάσσει και εισηγούνται οι στενοί συνεργάτες του: υλοποίηση δεσμεύσεων και εξαγγελιών και αποφυγή συμπεριφορών πολιτικής αλαζονείας.
Η απουσία αντιπολίτευσης από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ και η αδυναμία προς το παρόν του ΠαΣοΚ να αναπτύξει μια δυναμική, ικανή να διαμορφώσει κάποιου είδους πολιτική απειλή για την κυβέρνηση, στρέφουν το ενδιαφέρον των συνεργατών του Πρωθυπουργού και του ιδίου σε κάποια ευρήματα των ερευνών. Εν πολλοίς, αυτά συμπίπτουν και με τη γενική αίσθηση των πολιτών και συνθέτουν το πολιτικό παράδοξο της περιόδου. Αυτό συνοψίζεται στην πρωτοφανή και συνεχή ενίσχυση του ηγετικού προφίλ του Πρωθυπουργού, σε συνδυασμό όμως με την εκδηλωμένη δυσαρέσκεια και ανησυχία σημαντικών τμημάτων της κοινωνίας για πολύ συγκεκριμένα ζητήματα.
Η ακρίβεια κινείται με ρυθμούς ανεξέλεγκτους
Το πρώτο μεταξύ αυτών είναι η ακρίβεια, η οποία κινείται σχεδόν ανεξέλεγκτη. Με δεδομένη αυτή τη διαπίστωση, το στενό επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου έχει εισηγηθεί τις επικοινωνιακού τύπου πρωτοβουλίες οι οποίες εκδηλώνονται τις τελευταίες εβδομάδες με τις συνεχείς επισκέψεις του Πρωθυπουργού σε σουπερμάρκετ και αγορές και τις διαρκείς δημόσιες παρεμβάσεις του υπουργού Ανάπτυξης Κώστα Σκρέκα. Αναγνωρίζεται όμως από τους συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι όσο το πρόβλημα παραμένει, η επικοινωνιακή διαχείριση δεν θα είναι επαρκής και ότι αν η ακρίβεια δεν ελεγχθεί με συγκεκριμένους τρόπους (ενεργοποίηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, επιβολή και είσπραξη προστίμων, παρεμβάσεις στις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων κ.ά.), πιθανώς να εξελιχθεί σε μια παράμετρο η οποία θα απειλούσε να «καταπιεί» την κυβέρνηση ή πάντως να την πλήξει σε σημαντικό βαθμό.
Η δυσπιστία από τους πλημμυροπαθείς
Με βάση αυτό το πεδίο στο οποίο διαπιστώνονται εστίες έντονης δυσαρέσκειας για την κυβέρνηση, έχει καταστρωθεί και η πολιτική καμπάνια της περιόδου στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει ο Πρωθυπουργός. Βάσει εισηγήσεων έχει εκπονηθεί ένας νέος σχεδιασμός, κατά τον οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να έχει συνεχή δημόσια παρουσία ανά τη χώρα, να βρίσκεται σε διαρκή επαφή με τους πολίτες, να προβάλλει τα έργα υποδομών κ.λπ. Ωστόσο την ίδια στιγμή διαμορφώνεται μια ειδική ομάδα η οποία εκδηλώνει δυσπιστία προς την κυβέρνηση. Αυτή εντοπίζεται στους πλημμυροπαθεί, πολίτες, αγρότες και επαγγελματίες της Θεσσαλίας, όπου εκκρεμούν μια σειρά από ζητήματα, από τις αποζημιώσεις έως τον σχεδιασμό και την υλοποίηση της αποκατάστασης. Από την πλευρά της κυβέρνησης διαμηνύεται ως προς αυτά ότι με την ολοκλήρωση της καταγραφής των καταστροφών και την εκπόνηση της μελέτης από την ολλανδική εταιρεία στην οποία ανατέθηκε το έργο θα επιταχυνθούν πολύ σύντομα οι διαδικασίες για την ανοικοδόμηση.
Η παραβατικότητα και η εφηβική βία
Ενα κρίσιμο ζήτημα το οποίο, σύμφωνα με πληροφορίες, αποκτά μια δυναμική στις έρευνες των εστιασμένων ομάδων είναι αυτό της εντεινόμενης βίας και παραβατικότητας των εφήβων, είτε εντός είτε εκτός σχολικών δομών. Διαπιστώνεται ότι τα συνεχή κρούσματα, ένα μέρος των οποίων έρχεται στη δημοσιότητα, αποτελεί πλέον σημαντική παράμετρο ανησυχίας των πολιτών, με αρνητικό αντίκτυπο, αφενός, στο γενικότερο αίσθημα ασφάλειας και, αφετέρου, στη δυσαρέσκεια για το τι συμβαίνει στα σχολεία και ειδικότερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπου εκδηλώνεται αυτή η νέα μορφή «χαμηλής» εγκληματικότητας, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και όχι περιστασιακό χαρακτήρα.