Ο «διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες», ιδιαίτερα στα διπλωματικά κείμενα, και σε ό,τι αφορά στην πρώτη επιστολή, αυτό συμβαίνει στην παράγραφο 5, όπου ο κ. Σινιρλίογλου χρησιμοποιεί τον όρο «material breach» (στα ελληνικά, «ουσιώδης παραβίαση»). Διπλωματικά στελέχη με άριστη γνώση τέτοιων λεπτομερειών τόνιζαν προς «Το Βήμα» ότι ο όρος αυτός δεν είναι καθόλου αθώος και παραπέμπει στο Αρθρο 60, παράγραφος 2β της Σύμβασης της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών. Σε αυτό αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι «η ουσιώδης παραβίαση μιας πολυμερούς συνθήκης από ένα από τα μέρη της δίνει το δικαίωμα σε ένα μέρος που επηρεάζεται ειδικώς από την παραβίαση να την επικαλεστεί ως λόγο αναστολής της εφαρμογής της συνθήκης εν όλω ή εν μέρει στις σχέσεις του με το υπαίτιο κράτος». Αυτό το άρθρο μοιάζει να είναι η αρχική νομική βάση για να αμφισβητήσει η Αγκυρα ακόμα και τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947 με την οποία παραχωρήθηκαν τα Δωδεκάνησα από την Ιταλία στην Ελλάδα και στην οποία υπάρχει πρόβλεψη για την αποστρατιωτικοποίησή τους.
Η Τουρκία θεωρεί ότι η ασφάλειά της επηρεάζεται επειδή η Ελλάδα, ως απάντηση στην παρουσία αμφίβιων και αποβατικών μονάδων στα παράλια της Μικράς Ασίας, έχει αποφασίσει να ενισχύσει την άμυνά της στα νησιά που βρίσκονται εγγύς των τουρκικών ακτών. Στη δε επόμενη επιστολή, ο κ. Σινιρλίογλου επιδιώκει να εξειδικεύσει τις τουρκικές αιτιάσεις, επικαλούμενος τα κλασικά τουρκικά επιχειρήματα σε σχέση με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), τη Σύμβαση του Μοντρέ (1936) και τη Συνθήκη των Παρισίων (1947). Παράλληλα, ο τούρκος μόνιμος αντιπρόσωπος εισάγει το επιχείρημα ότι το καθεστώς της αποστρατιωτικοποίησης που εισάγει η Συνθήκη των Παρισίων συνιστά πλέον «αντικειμενικό καθεστώς» (objective regime) που ισχύει έναντι όλων (erga omnes). Επιδιώκει δε να το ενισχύσει επικαλούμενο συγκεκριμένα παραδείγματα, όπως αυτό των Νήσων Ααλαντ/Ολαντ, που είναι σουηδόφωνα αλλά ανήκουν στη Φινλανδία και έχουν αποστρατιωτικοποιημένο καθεστώς.