Ηταν αρχές Απριλίου όταν στην έκθεσή του για το 2023 ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για τις «οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών που μειώνουν τον ανταγωνισμό και επιδεινώνουν τις πληθωριστικές πιέσεις». Σε συνέντευξή του την ίδια περίοδο είχε εντοπίσει ολιγοπώλια σε τρόφιμα, καύσιμα, τράπεζες και ιδιωτική νοσοκομειακή περίθαλψη.
Το ζήτημα των ολιγοπωλιακών συνθηκών σε τομείς-κλειδιά της οικονομίας επανέρχεται στην επικαιρότητα με φόντο την επιστολή που απέστειλε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προς την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν αναφορικά με τις μεθόδους τιμολόγησης που ακολουθούν οι πολυεθνικές εταιρείες. Και αυτό γιατί, όπως επισημαίνουν ειδικοί αναλυτές, είναι οι ολιγοπωλιακές συνθήκες που επιτρέπουν στις πολυεθνικές να «παίζουν» στην Ελλάδα με μεθόδους που αυξάνουν τα κέρδη τους σε βάρος των καταναλωτών, όπως οι Γεωγραφικοί Εφοδιαστικοί Περιορισμοί στους οποίους αναφέρεται διεξοδικά στην επιστολή του ο Πρωθυπουργός.
Τεχνητά εμπόδια στον εφοδιασμό
Οι Γεωγραφικοί Εφοδιαστικοί Περιορισμοί (Territorial Supply Constraints – TSCs) αποτελούν τεχνητά εμπόδια που επιβάλλουν, όπως σημειώνει στην επιστολή του ο Κυριάκος Μητσοτάκης, «οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις μεταξύ των αγορών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης προκειμένου να αξιοποιήσουν τη δεσπόζουσα θέση που έχουν στις αγορές, κυρίως, των μικρότερων από αυτά». Σε σχετική έκθεση που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2020, η Κομισιόν εξηγεί ότι οι περιορισμοί αυτοί τίθενται από τις πολυεθνικές στις κατά τόπους εταιρείες χονδρικού και λιανικού εμπορίου προκειμένου να τις εμποδίσουν να προμηθευτούν επώνυμα προϊόντα από άλλες χώρες της ΕΕ πλην αυτής στην οποίαν εδρεύουν. Πρόκειται, δε, για μια πρακτική κάθε άλλο παρά μεμονωμένη: το 49% των λιανοπωλητών και χονδρεμπόρων που συμμετείχαν στην έρευνα της Κομισιόν ανέφεραν ότι έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με TSCs.
Οι απώλειες στις τσέπες των Ευρωπαίων από την εν λόγω πρακτική ζαλίζουν: Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι αν οι μεσάζοντες σε 16 χώρες της ΕΕ μπορούσαν ελεύθερα να προμηθεύονται επώνυμα προϊόντα απευθείας από τη χώρα με τις χαμηλότερες τιμές αγοράς, οι καταναλωτές θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν περίπου 14,1 δισ. ευρώ κατά την αγορά ειδών όπως ψωμί και δημητριακά, αλκοολούχα και μη αλκοολούχα ποτά και άλλα τρόφιμα.
Από πλευράς των πολυεθνικών, βεβαίως, η «ψαλίδα» στις τιμές αποδίδεται συχνά στο διαφορετικό φορολογικό καθεστώς και στο διαφορετικό εργατικό κόστος από χώρα σε χώρα, καθώς και στα κόστη παραγωγής και μεταφοράς. Η έκθεση της Κομισιόν, όμως, υπογραμμίζει ότι οι παράγοντες αυτοί δεν δικαιολογούν τις χαώδεις αποκλίσεις από κράτος σε κράτος. Περισσότερη σημασία φαίνεται πως έχει ένας άλλος παράγοντας που επισημαίνουν στην ίδια έρευνα εκπρόσωποι των μεγάλων επιχειρήσεων: οι διακρίσεις στις τιμές ανάλογα με την κατάσταση του ανταγωνισμού σε κάθε αγορά.
Η «συμπαιγνία» λόγω έλλειψης ανταγωνισμού
Oπως προκύπτει, λοιπόν, ο βαθμός στον οποίο οι εταιρείες επιβάλλουν πρακτικές όπως οι Γεωγραφικοί Εφοδιαστικοί Περιορισμοί εξαρτάται από το περιβάλλον του ανταγωνισμού σε κάθε χώρα. Στην Ελλάδα, όπως εξηγεί στο «Βήμα» ο καθηγητής στη Νομική Σχολή του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και διατελέσας επί 11 χρόνια μέλος της Επιτροπής Ανταγωνισμού Γεώργιος Τριανταφυλλάκης, η ολιγοπωλιακή δομή της αγοράς οδηγεί σε «μια σιωπηρή συμπαιγνία», καθώς, «ελλείψει έντονου ανταγωνισμού, οι πολυεθνικές βρίσκουν έτοιμη την υποδομή» για να κρατήσουν ψηλά τις τιμές. «Οταν στην Ελλάδα μια πολυεθνική επιχείρηση βρίσκει μόνο δύο-τρεις ακόμη παίκτες, θα προτιμήσει να κρατήσει ψηλά τις τιμές αφού δεν θα υποστεί ανταγωνισμό από οποιονδήποτε άλλον» σημειώνει χαρακτηριστικά. Στον αντίποδα, σε χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία, «αν μια πολυεθνική επιχειρήσει να κρατήσει ψηλά τις τιμές, θα τη διαλύσει ο ανταγωνισμός».
Ποιοι είναι, όμως, οι παράγοντες που συντηρούν και αναπαράγουν τις ολιγοπωλιακές συνθήκες στην ελληνική αγορά; Κατά τον Γεώργιο Τριανταφυλλάκη, πρόκειται για ένα μείγμα γεωγραφικών και ιστορικών παραγόντων. «Πρόκειται για μια μικρή, απομακρυσμένη από τον ιστό της Κεντρικής Ευρώπης αγορά, που δεν έχει αναπτύξει το ποσοστό της δευτερογενούς παραγωγής [στο ΑΕΠ]» εξηγεί. «Η ανάπτυξη αφορά κυρίως το μεταπρατικό εμπόριο, επομένως υπάρχει έντονη εξάρτηση από το εξωτερικό για εισαγωγές προϊόντων. Η ιστορική διαδρομή της χώρας δεν της επέτρεψε να έχει πολλά εξαγώγιμα αγαθά». Ετσι, η οικονομική δομή «της υπερεμπορικότητας και των εισαγωγών» ευνόησε την επικράτηση στο εμπόριο και στη βιομηχανία λίγων επιχειρήσεων και τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος ασθενούς ανταγωνισμού, που δεν επιτρέπει τη συμπίεση των τιμών.
Αγοράζοντας πιο ακριβά τα ίδια προϊόντα
Η έλλειψη ανταγωνισμού αποτελεί το αναγκαίο υπόστρωμα για το «παιχνίδι» των πολυεθνικών με τις τιμές, με μεθόδους που, αν και νόμιμες, εγείρουν σοβαρά ηθικά ζητήματα. Οπως, για παράδειγμα, η πρακτική του transfer pricing, στο πλαίσιο της οποίας οι ελληνικές – εν προκειμένω – θυγατρικές διεθνών κολοσσών αγοράζουν ακριβότερα από τις αλλοδαπές μητρικές τους εταιρείες τα ίδια προϊόντα που στις μεγάλες αγορές πωλούνται φθηνότερα.
«Εχει διαπιστωθεί ότι οι πολυεθνικές διαμορφώνουν τις τιμές ανάλογα με τη χώρα στην οποία απευθύνεται το προϊόν» λέει ο πρόεδρος του ΙΝΚΑ Γιώργος Λεχουρίτης. Οπως σημειώνει, ένα προϊόν μπορεί να παράγεται για παράδειγμα στη Γερμανία, κατόπιν να αποστέλλεται σε μια τρίτη χώρα και από εκεί να εισάγεται στην Ελλάδα, με το αντίστοιχο «καπέλο» στην τιμή. Την ίδια πρακτική περιγράφει και η πρόεδρος της ΕΚΠΟΙΖΩ Παναγιώτα Καλαποθαράκου, τονίζοντας ότι πρόκειται για μια διαδικασία νομότυπη που, όμως, υποκρύπτει δόλο. Αλλωστε, υπογραμμίζει, ενώ οι αυξήσεις μεταφέρονται απευθείας στον καταναλωτή, δεν συμβαίνει το ίδιο και όταν παρατηρείται αποκλιμάκωση των τιμών. «Το μεταφορικό κόστος έχει μειωθεί σε σχέση με την πρώτη περίοδο μετά την πανδημία, όμως οι μειώσεις αυτές δεν έχουν περάσει στον καταναλωτή».
Τα οφέλη και οι κίνδυνοι
Η πίεση από τον επίμονο πληθωρισμό, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, ωθεί ολοένα και περισσότερους καταναλωτές στις διαδικτυακές αγορές, προς αναζήτηση καλύτερων προσφορών. Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, οι διαδικτυακές πωλήσεις έχουν σκαρφαλώσει από τα 7,5 δισ. ευρώ το 2018 σε πάνω από 16 δισ. ευρώ το 2023, με τους διαδικτυακούς καταναλωτές να αγγίζουν πέρυσι το 75% των χρηστών του Διαδικτύου.
«Ο προσεκτικός καταναλωτής ωφελείται πολλαπλώς από το ηλεκτρονικό εμπόριο γιατί μπορεί εύκολα να κάνει έρευνα αγοράς» σημειώνει η πρόεδρος του ΕΚΠΟΙΖΩ Παναγιώτα Καλαποθαράκου, η οποία τονίζει ότι πολλά νέα νοικοκυριά επιλέγουν το Διαδίκτυο και για τα ψώνια του σουπερμάρκετ, αποφεύγοντας έτσι τον πειρασμό των αχρείαστων αγορών, στον οποίον υποκύπτουν όταν επισκέπτονται τα φυσικά καταστήματα.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει πρόσφατη έρευνα της Mastercard, οι διαδικτυακές αγορές ενέχουν και τον αντίστροφο κίνδυνο: Το 2023 οι αμερικανοί καταναλωτές ξόδεψαν 735 δισ. δολάρια περισσότερα από ό,τι θα έκαναν υπό άλλες συνθήκες, λόγω της διευρυμένης τηλεργασίας που καθιστά πιο εύκολες τις συχνά αχρείαστες διαδικτυακές αγορές, ακόμα και εν ώρα εργασίας.
Συντονισμός: Αγγελος Σκορδάς
Επιμέλεια: Παναγιώτης Σωτήρης