Το τοξικό πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον, οι τυφλές αντιπαραθέσεις για ήσσονος σημασίας ζητήματα και τα ευρήματα των πρώτων δημοσκοπήσεων έπειτα από την αναγγελία των εκλογών διαμορφώνουν την αφετηριακή συνθήκη στην πορεία προς τις κάλπες της 21ης Μαΐου κι ενώ διαμορφώνεται ένα ιδιόμορφο πολιτικό πόκερ από το οποίο είναι βέβαιο πως δεν θα λείψουν οι μπλόφες που θα αναδείξουν όχι μόνο τον νικητή αλλά και εκείνον που θα καταβάλει τελικώς το εκλογικό τίμημα.
Στο Μέγαρο Μαξίμου υποδέχθηκαν με ένα μείγμα αισθητής ανακούφισης και προβληματισμού τα αποτελέσματα των δύο δημοσκοπήσεων (Metron Analysis και MRB), οι οποίες δημοσιοποιήθηκαν την Πέμπτη και έδειξαν κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία. Αφενός, φάνηκε ότι η τάση φθοράς της κυβέρνησης μετά το σοκ του δυστυχήματος στα Τέμπη έχει ανακοπεί.
Αφετέρου όμως διαπιστώνεται ένας συνδυασμός ευρημάτων, τα οποία ανησυχούν το επιτελείο του Κυριάκου Μητσοτάκη. Το ένα είναι ότι η δυναμική για την κατάκτηση της αυτοδυναμίας μοιάζει να περιορίζεται σημαντικά και το άλλο, ότι υπό τις σημερινές συνθήκες, ενισχύεται η τάση συνολικής απαξίωσης της πολιτικής.
Κεντρική επιδίωξη της κυβέρνησης για τις προσεχείς εβδομάδες είναι να εξορκίσει και, στον βαθμό που κάτι τέτοιο μπορεί να θεωρείται εφικτό, να ακυρώσει τη λασπομαχία, την οποία εμφανώς επιθυμεί να επιβάλει η αντιπολίτευση και πρωτίστως ο ΣΥΡΙΖΑ.
Σκανδαλολογία και απαντήσεις
Δεν πρόκειται πάντως για εύκολο εγχείρημα, καθώς ακόμη και στελέχη από το περιβάλλον του Πρωθυπουργού αναγνωρίζουν ότι είναι αναπόφευκτες οι απαντήσεις στη σκανδαλολογία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς αυτά ήταν η επανάληψη των αποκαλύψεων για τα δάνεια του Γιάννη Ραγκούση και την τουριστική αξιοποίηση της κατοικίας του στην Πάρο, ως απάντηση στα όσα διακινήθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και τα φιλικά του ΜΜΕ για τα δάνεια στα οποία ήταν εγγυητής ο αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης Νίκος Παπαθανάσης. «Δεν επιθυμούμε τη διολίσθηση της προεκλογικής συζήτησης σε αυτό το πεδίο» σημειώνει κυβερνητικό στέλεχος, όμως επισημαίνει και ότι το θέμα Ραγκούση ήταν και ένα προειδοποιητικό μήνυμα προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τα στελέχη του, τα οποία είναι πολλαπλώς εκτεθειμένα με διάφορους τρόπους και σε πολλές υποθέσεις.
Τα βασικά όπλα του εκλογικού επιτελείου του Κυριάκου Μητσοτάκη σε αυτή την πρώτη φάση της προεκλογικής εκστρατείας θα είναι:
Η εμφατική αναδιατύπωση ισχυρών διλημμάτων. Λαμβάνοντας υπόψη και την τάση που εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις για «αλλαγή», στο Μαξίμου εκτιμούν ότι το μήνυμα δεν αφορά αναγκαστικά την αλλαγή κυβέρνησης, αλλά την αλλαγή πολιτικής προς μία θετική κατεύθυνση, αξιοποίηση νέων προσώπων, κ.λπ. Κεντρικός άξονας της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας θα είναι το ερώτημα «ποιος μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε μια ασφαλή πορεία μετά τις εκλογές και ποιος μπορεί να κάνει τις απαιτούμενες αλλαγές».
Η επιμονή στη στρατηγική επιδίωξη της αυτοδυναμίας και στο ότι οι εκλογές της 21ης Μαΐου είναι κρίσιμες ως προς αυτό. Η ανησυχία του Μεγάρου Μαξίμου εντοπίζεται στη χαλαρή ψήφο της πρώτης Κυριακής και στην αποχή. Στις εβδομάδες που μεσολαβούν αναμένεται ότι θα εξηγηθεί ότι τα πάντα εξαρτώνται από το αποτέλεσμα της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης.
Η ασάφεια των μηνυμάτων και εξαγγελιών των άλλων κομμάτων. Κατά τα όσα αναφέρουν κυβερνητικές πηγές, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠαΣοΚ εμφανίζονται δίχως προτάσεις, παρά μόνο με μηδενιστική διάθεση έναντι της ΝΔ. Αυτό εκτιμάται ότι ευνοεί την κυβέρνηση και αναδεικνύει την πολιτική της πρόταση, η οποία και θα εξειδικεύεται όσο θα πλησιάζει η ημέρα των εκλογών.
Οσο η κυβέρνηση και ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιδιώκουν να αποσαφηνίσουν διλήμματα και να προτάξουν πολιτικά επιχειρήματα, ο Αλέξης Τσίπρας επιμένει στις περιγραφές μίας δικής του «προοδευτικής διακυβέρνησης». Από τις αμέσως επόμενες ημέρες το Μαξίμου θα επιδιώξει να ματαιώσει τις εξαγγελίες αυτού του τύπου, θέτοντας επίμονα το ερώτημα «με ποιον;». Οπως σημειώνεται, φαίνεται ότι δεν υπάρχουν καν πρόθυμοι για κάτι τέτοιο.
Το διάστημα των ακριβώς επτά εβδομάδων έως τις εκλογές είναι ίσως το κρισιμότερο για την κυβέρνηση και αποφασιστικής σημασίας για το αν οι εκλογικοί της στόχοι θα μπορούν να θεωρούνται εφικτοί. Το κρίσιμο στοιχείο που αναμένεται να φανεί στις επόμενες έρευνες είναι αν η ανακοπή της φθοράς μπορεί να μετατραπεί σε μια νέα δυναμική. Καθοριστικό θα είναι αν η δημοσκοπική ανάκαμψη της ΝΔ θα μπορέσει να φέρει την εκλογική της επίδοση πάνω από το όριο του 33%, το οποίο θεωρείται αναγκαίο «εφαλτήριο» για την επιδίωξη της αυτοδυναμίας στη δεύτερη αναμέτρηση.