Στο επιτελείο της Χαριλάου Τρικούπη, αυτή την περίοδο, ρίχνουν το βάρος τους σε δύο μέτωπα. Το πρώτο είναι η αντιμετώπιση της κριτικής για ίσες αποστάσεις από τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Νίκος Ανδρουλάκης θέλοντας να απαντήσει και στις βολές του Ανδρέα Λοβέρδου και της Εύας Καϊλή, δήλωσε ότι το κόμμα του δεν κρατά ίσες αποστάσεις αλλά πορεύεται με βάση τη δική του πυξίδα. «Ισες αποστάσεις είδαμε να τηρούν οι κ.κ. Μητσοτάκης και Τσίπρας από τον κ. Καραμανλή και την κυβέρνησή του με αφορμή την υπόθεση Δούκα – Λιβανού. Ούτε λέξη δεν βρήκαν να πουν για εκείνη την περίοδο, για τη δημοσιονομική κατάρρευση που οδήγησε τη χώρα στα βράχια των μνημονίων και της οικονομικής εποπτείας. Κανείς σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν τολμά να αγγίξει εκείνη την περίοδο – ακόμη και σήμερα ο κ. Τσίπρας αρνήθηκε να πει και το όνομα του κ. Καραμανλή» αναφέρουν στελέχη του κόμματος. Στη Χαριλάου Τρικούπη θεωρούν ότι το περιστατικό Δούκα – Λιβανού, παρά την αντίδραση του Πρωθυπουργού, έκανε ζημιά καθώς «έφερε στην επιφάνεια τη μικροκομματική εκμετάλλευση μιας φυσικής καταστροφής, για τη διάσωση της τότε κυβέρνησης της ΝΔ, μέσω του εκμαυλισμού των συνειδήσεων των ψηφοφόρων, μια νοοτροπία που συνεχίζεται ως σήμερα σε όλα τα επίπεδα».
Η επέρβαση του κλίματος πόλωσης
Το δεύτερο μέτωπο συνδέεται με τη διάθεση του κ. Ανδρουλάκη να υπερβεί το πολωτικό κλίμα που δημιουργεί η σκληρή αντιπαράθεση της κυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και να δώσει απαντήσεις για το στίγμα και τις πολιτικές του θέσεις. Ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ έχει επιλέξει να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη τακτική. Ο κ. Ανδρουλάκης δεν έχει έναν κλειστό, σταθερό κύκλο συνομιλητών. Για κάθε θέμα που θέλει να αναδείξει, όπως για παράδειγμα αυτό της ακρίβειας, επιλέγει αρχικά να συνομιλήσει με στελέχη του κόμματος, από όλες τις πλευρές, που γνωρίζουν το θέμα. Ακούει τις απόψεις τους, θέτει συγκεκριμένα ερωτήματα και ζητεί συγκεκριμένες απαντήσεις. Θέλει να έχει ένα έτοιμο πλαίσιο θέσεων για το δεύτερο βήμα, τις συναντήσεις με τους ενδιαφερόμενους φορείς. Το τελικό βήμα ήταν η κατάθεση μιας επίκαιρης ερώτησης στη Βουλή η οποία εμπεριείχε συγκεκριμένες προτάσεις για άμεσες και βραχυπρόθεσμες παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της ακρίβειας. Το ίδιο ακριβώς μοντέλο ακολουθήθηκε και με τους αγρότες, με τους οποίους το κεντροαριστερό σχήμα θέλει να ενδυναμώσει τη σχέση του.
Στο πλαίσιο αυτό έγινε και η πρόταση για μια νέα μορφή ΕΚΑΣ που θα δίδεται με συγκεκριμένα εισοδηματικά κριτήρια και θα αφορά, όπως λέγεται, αυτούς που πραγματικά το έχουν ανάγκη, δηλαδή σε 350.000 χαμηλοσυνταξιούχους. Πρόκειται, όπως τονίζεται, «για απολύτως αναγκαία πρωτοβουλία που κοστολογείται σε 650 εκατ. ευρώ από τον ετήσιο προϋπολογισμό».