Στα πενηντάχρονα της Μεταπολίτευσης η Δημοκρατία μας φάνταζε ακμαία και οι απαστράπτοντες στους δροσερούς κήπους του Προεδρικού Μεγάρου εκπρόσωποί της εμφανίστηκαν αρκούντως αυτάρεσκοι για τα επιτεύγματά της. Ωστόσο πίσω από τις φανταχτερές εικόνες και τις μικρές δόσεις αυτοκριτικής εμφανής ήταν η αγωνία για τη ρευστότητα του πολιτικού συστήματος και τις πιθανές παραμορφώσεις που η τρέχουσα και η μελλοντική εκπροσώπηση μπορεί να επιφέρουν.

Κοινώς πάνω από τις πολύχρωμες χαρούμενες εικόνες αιωρούνταν το γκρίζο σύννεφο της διαβρωτικής εδώ και καιρό αμφισβήτησης, που αν δεν πλήττει σίγουρα αναστατώνει πρόσωπα και δυνάμεις. Οι ευρωεκλογές και τα αποτελέσματά τους επιβεβαίωσαν του λόγου το αληθές και έκτοτε οι αναστατώσεις περισσεύουν σε όλες τις ζώνες πολιτικής έκφρασης και εκπροσώπησης. Δεν υπάρχει τούτο τον καιρό κόμμα ή σχήμα πολιτικής που να μη βιώνει συνθήκες εσωτερικής αμφισβήτησης και κρίσης.

Κύματα φθοράς

Η κυβέρνηση πρώτη αισθάνεται τα κύματα φθοράς που την καταδιώκουν. Μετά τις ευρωεκλογές μοιάζει παραλυμένη και καταδιωκόμενη από τις ατελέσφορες πολιτικές και τις επιμέρους κρίσεις που αυτές προκαλούν. Κύματα φθοράς εμφανώς πλέον την καταδιώκουν. Και όσο και αν ο Πρωθυπουργός επιμένει με την υπεροψία που τον διακρίνει ότι παραμένει πολιτικά κυρίαρχος, κοινή είναι η πεποίθηση ότι «η κυβέρνηση έχει κάτσει» και οι περισσότεροι των υπουργών δεν δημιουργούν παρά τρέχουν να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα, όπως τελευταία συμβαίνει με την έκρηξη τιμών που αποδίδει η ατελώς οργανωμένη και μη επαρκώς συνδεδεμένη αγορά του ηλεκτρικού ρεύματος.

Ο ίδιος είναι αλήθεια πως εκμεταλλεύεται την αδυναμία ανασυγκρότησης των άλλων και ελπίζει ότι έχει τον χρόνο και τις δυνάμεις να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων. Εχει, όπως λένε οι υποστηρικτές του, τρία καθαρά χρόνια μπροστά του, ελπίζει ότι οι επερχόμενες αλλαγές στην Ευρώπη θα επαυξήσουν τις δυνατότητές του και επιπλέον θεωρεί ότι «έχει την προίκα αφάγωτη».

Οι συνεχώς αυξανόμενοι πόροι, τα δεκάδες δισεκατομμύρια του Ταμείου Ανάκαμψης που συγκεντρώνονται στην Τράπεζα της Ελλάδος συνθέτουν τη βάση της διεκδικούμενης επενδυτικής έκρηξης, λένε οι ιθύνοντες του Μεγάρου Μαξίμου και πιστεύουν ότι αξιοποιούμενοι στη διάρκεια του 2025 και του 2026 θα αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων. Κοινώς, ο στενός κύκλος του κ. Μητσοτάκη πιστεύει ότι θα μπορέσει να επιδράσει καταλυτικά στην οικονομία και να αναγεννήσει εκ νέου τις προσδοκίες, εκμεταλλευόμενος βεβαίως και την κρίση διαρκείας που μαστίζει τη μείζονα και ελάσσονα αντιπολίτευση.

Κλίμα εσωστρέφειας

Κατά τα φαινόμενα, η αντιπολίτευση θα παραμείνει σε κατάσταση εσωστρέφειας επί μακρόν. Ο ΣΥΡΙΖΑ του κ. Κασσελάκη παράγει συνεχώς εσωτερικές κρίσεις τις οποίες προφανώς δεν μπορεί να καταναλώσει, ούτε να ξεπεράσει, δημιουργώντας την αίσθηση ότι θα υποχωρεί συνεχώς στον χρόνο μη δυνάμενος να ανακάμψει. Αντίστοιχη κρίση φαίνεται να βασανίζει και το ΠαΣοΚ. Ολα βεβαιώνουν ότι η πολυπρόσωπη διαδικασία εκλογής αρχηγού θα το τραυματίσει ακόμη περισσότερο. Αν επανεκλεγεί ο κ. Ανδρουλάκης θα φέρει το βάρος της σχεδόν γενικευμένης αμφισβήτησης που δέχθηκε μετά τις ευρωεκλογές. Αν τώρα το εκλογικό σώμα αναδείξει τον κ. Δούκα ή επιλέξει τον κ. Γερουλάνο ή ακόμη αν αποδώσει την ηγεσία του ΠαΣοΚ στην κυρία Διαμαντοπούλου, τίποτε δεν βεβαιώνει τη διεκδικούμενη ανάκαμψή του.

Οπως επισημαίνει και ο συστηματικά προπαρασκευάζων την επιστροφή του στην πολιτική σκηνή Αλέξης Τσίπρας, κανείς από τους τρεις άνδρες διεκδικητές της ηγεσίας του ΠαΣοΚ δεν είναι πρωθυπουργήσιμος και ικανός να σταθεί με αξιώσεις απέναντι στον κ. Μητσοτάκη. Κατ’ αυτόν μόνη πρωθυπουργήσιμη, βάσει των εμπειριών και της συμμετοχής της στα ευρωπαϊκά όργανα, είναι η κυρία Διαμαντοπούλου, αλλά αυτή, κατά τον κ. Τσίπρα, θα καταστήσει το ΠαΣοΚ δυνάμει σύμμαχο και κυβερνητικό εταίρο του κ. Μητσοτάκη.

Ο κ. Τσίπρας, που εμφανώς καιροφυλακτεί προκειμένου να εκμεταλλευτεί το πανθολογούμενο κενό ενοποίησης του κεντροαριστερού χώρου, αμφισβητεί τη διακηρυγμένη πρόθεση του κ. Μητσοτάκη για εξάντληση της τετραετίας και εκτιμά ότι προϊόντος του χρόνου θα μπει στον πειρασμό της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, εκμεταλλευόμενος και την πολυδιάσπαση της άλλης πλευράς. Ο κ. Τσίπρας τονίζει με κάθε ευκαιρία ότι «ο ανοδικός κύκλος του κ. Μητσοτάκη έχει τελειώσει» και πως «από εδώ και πέρα μόνο φθορές θα έχει».

Υπολογίζει δε ότι η εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας θα προσφέρει το ορόσημο των εξελίξεων. Εκτιμά ότι ο Πρωθυπουργός θα πιεστεί έντονα από Καραμανλικούς και Σαμαρικούς κατά τη διαδικασία εκλογής νέου Προέδρου και πιθανώς τότε να αναλάβει το ρίσκο της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες. Κατά τα φαινόμενα, εκεί τοποθετεί χρονικά και τη δική του επανάκαμψη.

Δεν κρύβει ότι το κενό της Κεντροαριστεράς θα βαίνει έως τότε διευρυνόμενο, όπως δηλώνουν και οι άγαρμπες κινήσεις προσέγγισης των δύο αμφισβητούμενων αρχηγών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠαΣοΚ, των κ.κ. Κασσελάκη και Ανδρουλάκη. Γι’ αυτόν τα παλαιά σχήματα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠαΣοΚ είναι ξεπερασμένα, δεν μπορούν να ανακάμψουν και έτσι πιστεύει ότι οι συνθήκες θα επιβάλουν τη δημιουργία ενός νέου αναγεννητικού Κεντροαριστερού σχήματος, ικανού να αγκαλιάσει τους προοδευτικούς πολίτες και να αντιπαρατεθεί με αξιώσεις τη σημερινή, κυρίαρχη, αλλά φθίνουσα Νέα Δημοκρατία.

«Αν θέλει ας με διαγράψει»

Ο ίδιος, όπως μεταδίδουν οι συνεργάτες του, δεν νιώθει καμία ψυχολογική επαφή με τον ΣΥΡΙΖΑ του κ. Κασσελάκη, πιστεύει ότι δεν έχει μέλλον και όλα τα δεδομένα φανερώνουν ότι «θα εξελιχθεί σε μια πολιτική bad bank της Κεντροαριστεράς», σε ένα σχήμα λανθάνον χωρίς πυξίδα και έρμα. Με αφορμή και τις κατηγορίες του κ. Κασσελάκη για «μαύρα ταμεία» επί των ημερών του, δεν κρύβει την αποστροφή του και μάλιστα επιτίθεται με σφοδρότητα σε άλλοτε στενούς συνεργάτες του, όπως οι Νίκος Παππάς και Ρένα Δούρου. Τη μη αντίδρασή τους στις αναφορές Κασσελάκη για «μαύρα ταμεία» ακούστηκε να τη χαρακτηρίζει «αναξιοπρεπή».

Οπως και να έχει, ο κ. Τσίπρας μοιάζει να κόβει δεσμούς με τον ΣΥΡΙΖΑ του κ. Κασσελάκη, αν και όπως λέει σε συνεργάτες του που τον ρωτούν, «δεν πρόκειται να του κάνει τη χάρη και να παραιτηθεί, όπως έπραξε ο κ. Δραγασάκης». «Αν θέλει ας με διαγράψει» φέρεται να είπε σε συνεργάτες του. Οπως και να έχει, ο κ. Τσίπρας είναι βέβαιο ότι προετοιμάζει συστηματικά και οργανωμένα την επανάκαμψή του. Οταν οι συνθήκες ωριμάσουν – και αυτό κατά τις εκτιμήσεις των συνεργατών του δεν θα αργήσει πολύ – θα κινηθεί προς τη δημιουργία νέου κεντροαριστερού σχήματος.

Το ερώτημα ωστόσο που τίθεται είναι πόσο έχει αλλάξει ο κ. Τσίπρας, πόσο έχει αποδεχθεί τα λάθη του παρελθόντος και κατά πόσο μπορεί να συγκροτήσει ένα σύγχρονο προοδευτικό σχήμα και μέτωπο, ικανό να ενσωματώσει τις αλλαγές που συντελούνται στην Ευρώπη και στον κόσμο και να υπηρετήσει αξιόπιστα, χωρίς εξάρσεις σαν εκείνες του 2015, τις ανάγκες των πολιτών. Εσχάτως επιμένει στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και μαζί δείχνει να έχει συμφιλιωθεί με την ανάγκη διαμόρφωσης συνθηκών δημιουργίας νέου πλούτου, του μόνου ικανού να εγγυηθεί μια ολοκληρωμένη μεταρρύθμιση της οικονομίας και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους.

Επιπλέον, πυκνώνει τις επαφές του με συγγενείς πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, αντλεί εμπειρίες για επιμέρους πολιτικές και προετοιμάζει συστηματικά ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανασυγκρότησης της οικονομίας και της χώρας. Ο καιρός λοιπόν θα δείξει αν και πόσο έχει αλλάξει και αν καταφέρει όντως να γίνει φορέας μιας αξιόπιστης εναλλακτικής πρότασης απέναντι στη μονομέρεια του φιλελεύθερου μονοδρομικού υποδείγματος που ορίζει τον κ. Μητσοτάκη.