Για ένα παιχνίδι εντυπώσεων στο νέο πολιτικό και δημοσκοπικό περιβάλλον προετοιμάζονται στο Μέγαρο Μαξίμου, εν όψει της συνάντησης του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Νίκο Ανδρουλάκη την σήμερα Τετάρτη.
Επειτα από μια μακρά, τριετή περίοδο εκκρεμοτήτων και διακυμάνσεων στην… ατελή σχέση μεταξύ των δύο πολιτικών αρχηγών, το κλίμα αποφορτίστηκε τις τελευταίες εβδομάδες. Οι αναγνωριστικές επαφές των δύο επιτελείων δρομολογήθηκαν και απέδωσαν, η κατ’ αρχήν συμφωνία είχε επιτευχθεί και μόλις το ΠαΣοΚ αναδείχθηκε την προηγούμενη εβδομάδα σε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το ραντεβού οριστικοποιήθηκε.
Στις 4 Δεκεμβρίου
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε την πρωτοβουλία και ανέθεσε στον γενικό γραμματέα του Πρωθυπουργού Στέλιο Κουτνατζή τα διαδικαστικά. Ακολούθησε η επικοινωνία με τον γραμματέα της ΚΕ του ΠαΣοΚ Ανδρέα Σπυρόπουλο και η συνάντηση ορίστηκε για την 4η Δεκεμβρίου, λίγες μόλις ημέρες πριν από τη συμπλήρωση τριών ετών αφότου ο Νίκος Ανδρουλάκης αναδείχθηκε πρόεδρος του ΠαΣοΚ.
Εκτοτε μεσολάβησαν πολλά και δραματικά, με πρώτο και κύριο το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών. Αυτό υπονόμευσε κάθε επαφή και επικοινωνία και διαμόρφωσε ένα κλίμα βαρύ, που δεν φαινόταν να έχει διέξοδο.
Το γεγονός ότι παρά τη σοβαρότητα του θέματος δεν υπήρξε εκλογική επίπτωση, σε συνδυασμό με την ανάληψη θεσμικού ρόλου από τον Νίκο Ανδρουλάκη, ο οποίος είναι πλέον αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μετέβαλε τους όρους της επικοινωνίας.
Παρά ταύτα, η συνάντηση δεν αναμένεται να είναι εύκολη και ανέφελη. Και παρά τον θεσμικό της χαρακτήρα, όλα όσα έχουν προηγηθεί δεν έχουν λησμονηθεί, ούτε και πρόκειται να αγνοηθούν. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι έπειτα από τον ορισμό της συνάντησης ο Νίκος Ανδρουλάκης έσπευσε να καταθέσει μήνυση κατά των αποστολέων του «μολυσμένου» SMS πρόσβασης στο Predator.
Υπό αυτή την έννοια και οι δύο προετοιμάζονται για μία συνάντηση που όσο και αν από ορισμένους προαναγγέλεται ως μια ευκαιρία ομαλοποίησης του κλίματος, υπάρχουν στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο αντίθετο.
Από το περιβάλλον του Πρωθυπουργού διακινείται ότι βασική επιδίωξη είναι η αναβάθμιση της πολιτικής συζήτησης και, στον βαθμό του εφικτού, η διαμόρφωση προϋποθέσεων εποικοδομητικού διαλόγου. Μένει να διαπιστωθεί αν η προσδοκία αυτή είναι βάσιμη.
Στην πραγματικότητα πάντως και οι δύο πολιτικοί αρχηγοί εξυπηρετούνται από την επικείμενη συνάντηση, ο καθένας για τους λόγους του και με διαφορετικό τρόπο.
Σε ό,τι αφορά τον Πρωθυπουργό, θα επιχειρηθεί να καταδειχθεί ότι θεωρεί συνομιλητή του στην αντιπολίτευση τον πρόεδρο του ΠαΣοΚ και ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο επιδιώκει να δείξει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και τα πολιτικά παράγωγα της κρίσης αποτελούν παρελθόν, τουλάχιστον ως δυνάμει κυβερνητική εναλλακτική.
Ταυτόχρονα, όμως, προσέρχεται στη συνάντηση και στη συζήτηση με την αίσθηση ασφάλειας της πραγματικής συνθήκης ότι το ΠαΣοΚ δεν έχει ακόμη εκλογική πιστοποίηση ως αξιωματική αντιπολίτευση. Και, επιπλέον, με τον «αέρα» ότι, παρά τη φθορά της κυβέρνησης και τα τραύματα των ευρωεκλογών, εξακολουθεί να έχει ένα σημαντικό δημοσκοπικό προβάδισμα της τάξεως των δέκα μονάδων.
Σε αυτές τις συνθήκες, αν οι επιδιώξεις του Μεγάρου Μαξίμου μπορούν να συνοψιστούν σε κάτι, αυτό είναι η εμπέδωση της αλλαγής της πολιτικής ατμόσφαιρας και η δυνατότητα διεξαγωγής της δημόσιας συζήτησης σε ένα νέο πλαίσιο και ύφος, με την πεποίθηση ότι η ΝΔ και ο Πρωθυπουργός εξακολουθούν να έχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα.
Υπό αυτή την έννοια, το ραντεβού της Τετάρτης αντιμετωπίζεται ως ένα πρώτο βήμα. Η συνέχεια είναι ήδη προγραμματισμένη για τις προσεχείς ημέρες και ειδικότερα για την επίσημη πρεμιέρα με τη νέα διανομή πολιτικών ρόλων κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον προϋπολογισμό.
Ο εκλογικός νόμος
Πάντως, αναμένεται να φανεί πώς θα εκδηλωθεί στη συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης η εξελισσόμενη αντιπαράθεση μεταξύ κυβέρνησης και ΠαΣοΚ για το έλλειμμα ειλικρινούς διάθεσης συνεννόησης και συναινέσεων ακόμη και για όσα η κάθε πλευρά θεωρεί στοιχειώδη.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το στοιχείο ότι η συνάντηση θα διεξαχθεί ενώ ανοιγοκλείνει η συζήτηση για την αλλαγή του εκλογικού νόμου. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέρριψε κατηγορηματικά κάθε σχετικό ενδεχόμενο σε πρόσφατη τηλεοπτική του συνέντευξη (Alpha), ενώ ο Νίκος Ανδρουλάκης έκανε μία επισήμανση (ΕΡΤ) η οποία μπορεί να μην είναι ασήμαντη και να δείχνει κάτι ως προς το αν η συζήτηση έχει κλείσει οριστικά ή αν έχει και άλλες παραμέτρους.
Οπως ανέφερε ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ, με βάση τον ισχύοντα νόμο το ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ δεν δικαιούται το εκλογικό μπόνους αν κέρδιζε τις εκλογές, επειδή είναι κομματικός συνασπισμός λόγω της συμμετοχής του Κόμματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών του Γιώργου Παπανδρέου. Υπό αυτή την έννοια, αναμένεται με κάποιο ενδιαφέρον αν ο εκλογικός νόμος θα αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Νίκου Ανδρουλάκη την προσεχή Τετάρτη και με ποιους όρους.
Το αίνιγμα της Προεδρίας
Το πλέον ενδιαφέρον, έστω και άρρητο, στοιχείο της συνάντησης θα είναι εκ των πραγμάτων το ζήτημα της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεν θεωρείται ρεαλιστικό ότι είτε ο Πρωθυπουργός είτε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα θελήσουν να ανοίξουν τα χαρτιά τους εν όψει της διαδικασίας των αρχών του επόμενου έτους.
Δεν πρέπει να αποκλείεται όμως ότι θα επιχειρηθεί, έστω και εμμέσως, να βολιδοσκοπηθούν οι διαθέσεις εκατέρωθεν.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τον Κυριάκο Μητσοτάκη, εκτιμάται ότι επιθυμεί να γνωρίζει αν υπάρχει επί της αρχής διάθεση από την πλευρά του ΠαΣοΚ να ψηφίσει υπέρ της μίας ή της άλλης επιλογής, είτε αυτή προέρχεται από τον χώρο της Κεντροαριστεράς είτε όχι.
Μία ένδειξη, εφόσον υπάρξει, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση αντιμετωπίζεται ως παράμετρος η οποία θα μπορούσε να βαρύνει στη λήψη της σχετικής απόφασης από τον Πρωθυπουργό.
Από την άλλη πλευρά και αναλόγως του αν και πώς θα ανοίξει ένα τέτοιο ζήτημα και ασχέτως του αν θα υπάρξει η σχετική δημοσιότητα, η στάση που θα τηρήσει ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ στο θέμα της Προεδρίας θα είναι μία καθοριστική παράμετρος. Μία έστω μικρή ένδειξη διάθεσης συναίνεσης υπό προϋποθέσεις ή μία ειλημμένη απόφαση να καταθέσει μια αυτόνομη πρόταση για την Προεδρία θα μπορούσε να έχει με κάποιον διαφορετικό τρόπο καταλυτική επίδραση.
Ορισμένοι παραπέμπουν ως προς αυτά στην πρόταση του Κωστή Στεφανόπουλου από την Πολιτική Ανοιξη του Αντώνη Σαμαρά το 1996 και την αποδοχή της από το ΠαΣοΚ, με όποιες αναλογίες θα μπορούσε κάτι τέτοιο να έχει σήμερα.