Πρόσφατα, σε ομήγυρη τακτοποιημένων και ευκατάστατων εξηνταπεντάρηδων, ημισυνταξιούχων που θα έλεγε και ο Αλέξης Τσίπρας, η προεκλογική συζήτηση είχε ανάψει για τα καλά. Τέσσερις στους πέντε από τον συγκεκριμένο κύκλο αγωνιούσαν για το αποτέλεσμα και εμφανώς υπεράσπιζαν τη διακυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη με το επιχείρημα ότι, παρά τα όποια λάθη και τη μονομέρειά του, είναι ο μόνος που μπορεί να εγγυηθεί τη σταθερότητα της χώρας και να διαμορφώσει περιβάλλον ανάπτυξης και προόδου σε τούτη την εποχή της διεθνούς αστάθειας και των γεωπολιτικών ανακατατάξεων.
Το χαρτί της σταθερότητας
Ο ίδιος κύκλος δεν μπορούσε να συμφιλιωθεί με την ιδέα ασταθών και βραχύβιων κυβερνήσεων και βεβαίως υπενθύμιζε με κάθε ευκαιρία την εμπειρία του 2015, διατηρώντας εδραία την πεποίθηση ότι ενδεχόμενη επικράτηση του κ. Τσίπρα θα οδηγούσε τη χώρα σε άγονες και προβληματικές πολιτικές και οι ίδιοι προσωπικά θα βίωναν ημέρες περιττής έντασης και μεγάλης ανασφάλειας. Οσο περιορισμένος αριθμητικά και αν ήταν ο συγκεκριμένος κύκλος, απέδιδε σε μεγάλο βαθμό τον ευρύτερο αστικό κύκλο των συντηρητικών ή, καλύτερα, των προερχόμενων από όλους τους πολιτικούς χώρους συντηρητικοποιημένων υποστηρικτών του κ. Μητσοτάκη, η πλειονότητα των οποίων δεν θέλει αναστατώσεις και είναι διατεθειμένοι έναντι του αγαθού της σταθερότητας να αποδεχθούν εκπτώσεις και να δικαιολογήσουν ακόμη και τα αδικαιολόγητα της ατελούς νεοδημοκρατικής διακυβέρνησης.
Ο κ. Μητσοτάκης γνωρίζει το εύρος και την επιρροή που ασκεί ο συγκεκριμένος κύκλος στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Και γι’ αυτό όλη του η καμπάνια περιστρέφεται γύρω από το αγαθό της σταθερότητας, το οποίο αμετροεπώς υποστηρίζει ότι μόνο αυτός, διά της επιδιωκόμενης αυτοδυναμίας του, μπορεί να εγγυηθεί. Χαρακτηριστικές προς τούτο είναι οι επαγγελίες του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης.
Επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις
Ο αρμόδιος υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, περιγράφοντας πτυχές του σχεδίου της επόμενης τετραετίας, είναι το ίδιο συντηρητικός. Δεν υπόσχεται πολλά, παρά διακηρύσσει ότι η οικονομική πολιτική θα κινηθεί στην αυτή οδό, διευκολύνοντας τις επενδύσεις, αλλά επιμένοντας στους στόχους της δημοσιονομικής σταθερότητας, της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας και της ανάπτυξης διά των μεταρρυθμίσεων. Οι υποσχέσεις για μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών είναι περιορισμένες και τελούν πάντα υπό την αίρεση των πρωτογενών πλεονασμάτων και του δημοσιονομικού χώρου που η επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων κάθε φορά θα επιτρέπει. Παρακολουθώντας τις τοποθετήσεις του υπουργού Οικονομικών αντιλαμβάνεται ο καθείς ότι ορίζεται από τη λογική των μικρών σταθερών βημάτων, παρά από οτιδήποτε άλλο.
Και ο οικονομικός σύμβουλος του Πρωθυπουργού, κ. Αλεξ Πατέλης, όταν ερωτάται για το σχέδιο της επόμενης τετραετίας στις μεταρρυθμίσεις, ομνύει στην ψηφιακή ανάπτυξη και στην ενεργειακή μετάβαση, προκρίνει και τις ξένες επενδύσεις, υπόσχεται πως η κυβέρνηση θα ευνοήσει κινούμενη προς την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και την Ινδία αυτή τη φορά, παρά στην Κίνα, η οποία, αντιλαμβανόμενη τη στροφή, αναζητεί διαύλους επικοινωνίας με τον κ. Μητσοτάκη, υπαινισσόμενη ακόμη και την εξαγορά και αναγέννηση του προβληματικού ΟΣΕ.
Η σχολή του φιλελευθερισμού
Στο σχήμα οικονομικής πολιτικής που υπερασπίζεται η κυβέρνηση δεν υπάρχουν εξάρσεις και προφανέστατα κυριαρχούν οι αυτοματισμοί. Κατά τον κ. Πατέλη, οι μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του κράτους και των αγορών, όλων των αγορών, θα επαυξήσουν τις επενδύσεις, εγχώριες και ξένες, θα βελτιώσουν την ελκυστικότητα της ελληνικής οικονομίας, θα επαυξήσουν τη ζήτηση της εργασίας, η ανεργία θα μειωθεί στη ζώνη του 10%, η κινητικότητα των εργαζομένων θα πολλαπλασιαστεί και έτσι βαθμηδόν θα αυξηθούν και οι μισθοί, υποβοηθούμενοι βεβαίως και από τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού.
Ακόμη και οι παρεμβάσεις στον κύκλο του ιδιωτικού χρέους περιορισμένη και συγκυριακή θα είναι, όπως συνέβη τώρα με το πάγωμα των δόσεων στα στεγαστικά για να αποκρουστεί προσωρινά το κύμα αύξησης των επιτοκίων. Περισσότερο ενδιαφέρει η σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος και γι’ αυτό προκρίνεται η ταχεία απο-επένδυση του ΤΧΣ και η ιδιωτικοποίηση των τραπεζών παρά οτιδήποτε άλλο.
Οι φορολογικές ανισορροπίες
Είναι τόσο αυτοματοποιημένη η προσέγγισή του που ακόμη και τις ανισορροπίες του φορολογικού συστήματος αποφεύγει να συζητήσει. Οταν του επισημαίνεται για παράδειγμα ότι η μέση φορολογία των μισθωτών προσεγγίζει ή και ξεπερνά το 35% και είναι σκανδαλωδώς υψηλότερη εκείνης των νομικών προσώπων – η φορολογία κερδών βρίσκεται στο 22% και των μερισμάτων στο 5% -, δεν δεσμεύεται για τη διόρθωση της ανισορροπίας παρά παραπέμπει σε μέτρα κατά της φοροδιαφυγής και υπογραμμίζει τις συνθήκες φορολογικού ανταγωνισμού που επικρατούν στην Ευρώπη, επιβάλλοντας μέτρο στη φορολόγηση των επιχειρήσεων, αν θέλουμε η Ελλάδα να παραμείνει ελκυστική στις επενδύσεις. Θα έλεγε κανείς ότι το νεοδημοκρατικό οικονομικό μοτίβο παραμένει αναλλοίωτο, δεν μετακινείται από το βασικό σχήμα οικονομικής πολιτικής που παρουσίασε ο κ. Μητσοτάκης το 2019.
Το παρεμβατικό μοντέλο ΣΥΡΙΖΑ
Στον αντίποδα, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και συγκεκριμένα ο κ. Τσίπρας θεωρεί την ελληνική οικονομία ακόμη βαθιά τραυματισμένη και εξαιρετικά ευάλωτη. Πιστεύει ακράδαντα ότι χρειάζεται άσκηση πιο παρεμβατικής οικονομικής πολιτικής προκειμένου να ανακτήσει τη θέση που της αρμόζει.
Μιλάει για μεγάλες αλλαγές στο κράτος ώστε «να εξασφαλίζει τα αυτονόητα και να αποτρέπει τα αδιανόητα» όπως χαρακτηριστικά λέει, παραπέμποντας ευθέως στην τραγωδία των Τεμπών. Εξειδικεύοντας ο άλλοτε αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, κ. Γ. Χουλιαράκης, επισημαίνει ότι η ελληνική οικονομία υπολείπεται τραγικά των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Και επικαλείται προς τούτο τα επίσημα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης που φέρουν τους Ελληνες στην προτελευταία θέση, λίγο πάνω από τους έσχατους Βούλγαρους, από άποψη αγοραστικής δύναμης στη Γηραιά Ηπειρο. Δεν είναι τυχαίο ότι ο κ. Τσίπρας και το κόμμα του θεωρούν την ακρίβεια και τα υπερκέρδη ως κυρίαρχα θέματα της περιόδου και βασικά πεδία άσκησης παρεμβάσεων στην οικονομία. Ωστόσο στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ παρατηρούν ότι τα συγκεκριμένα πεδία δεν μπορούν να αποδώσουν το όλον μιας νέας οικονομικής πολιτικής. Και εδώ οι όποιοι αυτοματισμοί δεν επαρκούν, ούτε μπορούν να προσφέρουν τις λύσεις που χρειάζεται η ελληνική κοινωνία και οικονομία. Το να αφαιρέσεις μέρος των υπερκερδών και να τα διαμοιράσεις εν είδει παροχών στους ασθενέστερους μόνο προσωρινή ανακούφιση θα φέρουν, δεν θα λύσουν το πρόβλημα της χώρας.
Πλάνο με ορίζοντα δεκαετίας
Ο κ. Χουλιαράκης πιστεύει ότι είναι απαραίτητο να χτιστεί ένα ευρύτερο σχήμα οικονομικής πολιτικής με ορίζοντα δεκαετίας, ικανό να αντιμετωπίζει τις πολλές προκλήσεις με τις οποίες θα αναμετρηθεί η χώρα τα προσεχή χρόνια. Τα πολλαπλά ελλείμματα στους χώρους της παιδείας, της υγείας, του κλίματος, των υποδομών, της παραγωγής, της στέγασης των νέων, της φοροδιαφυγής και τόσα άλλα χρειάζονται σοβαρές επεμβάσεις και εμπνευσμένες πολιτικές, ικανές να δώσουν λύσεις διαρκείας.
Για παράδειγμα, στα ελλείμματα της υγείας εντοπίζει ότι περίπου 200.000 οικογένειες βασανίζονται στην κυριολεξία στην προσπάθειά τους να χειριστούν μόνες και αβοήθητες αντίστοιχο αριθμό ασθενών με άνοια και Αλτσχάιμερ. Προϊόντος του χρόνου το πρόβλημα θα οξύνεται σε μια γηράσκουσα κοινωνία σαν την Ελλάδα. Χρειάζονται επειγόντως πρόνοιες, τονίζει με έμφαση. Και η στέγαση των νέων επίσης λαμβάνει πρωτοφανείς διαστάσεις και απειλεί την υπόσταση των νεότερων γενιών, σημειώνει ο κ. Χουλιαράκης και πιστεύει ότι χρειάζονται ριζοσπαστικές λύσεις πολύ πέρα από αυτά που προσφάτως παρουσίασε η κυβέρνηση. Ο άλλοτε υπουργός Οικονομικών δεν κρύβει επίσης ότι με αυτόν τον ευρύ κύκλο κοινωνικών αναγκών δεν επιτρέπεται σχεδόν το 50% των Ελλήνων να μην πληρώνει φόρο εισοδήματος και μαζί να προσφέρονται προκλητικού επιπέδου φοροαπαλλαγές στις κληρονομιές των πολύ πλούσιων Ελλήνων.
Πρόκειται προφανώς για εντελώς διαφορετικές σχολές σκέψης, οι οποίες θα συγκρουστούν στην προσεχή εκλογική αναμέτρηση. Το εκλογικό ντιμπέιτ και αυτό της οικονομίας μόλις τώρα ξεκινάει.